Το πρώτο μας στέκι! Μεγάλη υπόθεση! Γιατί το να μπαίνει σ’ ένα καφενείο ένα γυμνασιόπαιδο εκείνης της εποχής, σήμαινε ότι είχε απογαλακτιστεί, είχε ωριμάσει, είχε αντρωθεί. Μπορούσε να συνομιλήσει με τους «τρανούς», διακεκριμένους θαμώνες επί ίσοις όροις!
Το αλησμόνητο «Αβέρωφ» ήταν ένα μεγάλο, κλασσικό, ψηλοτάβανο καφενείο, χωρίς περιττές πολυτέλειες, με ιστορικό πατάρι που έτριζε, τραπέζια απλά & χαρτοπαιξίας, ξύλινες καρέκλες & κρεμάστρες, ψυγεία, παλιό ραδιόφωνο και κανονικό μπιλιάρδο. Όχι με τρύπες. Οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με δεκάδες κάδρα και φωτογραφίες από το καλλιτεχνικό & ποδοσφαιρικό πάνθεον της εποχής, ενώ σε περίοπτη θέση ήταν κρεμασμένο ένα τεράστιο ρολόι. Καπνός ντουμάνι! Οι περισσότερες θέσεις ήταν δεδομένες! Κάτι σαν τα ακριβά διαρκείας στα γήπεδα, όπου οι θέσεις είναι αυστηρά προσωπικές. Τις Κυριακές, που η ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης ήταν νικήτρια, το «Αβέρωφ» φωταγωγούνταν χαρμόσυνα και εξωτερικά. Στις ήττες είχαμε βαθύ σκοτάδι.
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι θαμώνες ήταν ήρεμοι, απολάμβαναν τον αρωματικό καφέ τους σε άσπρα χοντρά φλιτζάνια, έπιναν γνήσιο τσίπουρο με κρύο μεζέ, ή κονιάκ, ή μπύρα ή αναψυκτικά «Φλώρινα» & «Παπαγιάννη». Κρατώντας κεχριμπαρένια κομπολόγια στα χέρια τους κάποιοι διάβαζαν εφημερίδα, κάποιοι άλλοι σχολίαζαν τα γεγονότα, αλλά οι περισσότεροι έπαιζαν μπουρλότ, ξερή και τάβλι. Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου οι φωνές του Ανδροκλή και του Παύλου: Τα ζάρια στο μάστορα! Τη σκάφη, να φέρω τον κουβά; Τρύπια χέρια έχεις; Φάρδος! Μια, δυό, τρείς και ο Χατζηπετρής! Αυτό ούτε φυλακισμένοι δεν το παίζουν! Φυσικά, όλοι οι ταβλαδόροι, ένοιωθαν ότι ήταν καθηγητές των Πανεπιστημίων της … Τεχεράνης ή της Βαγδάτης, παρότι γνώριζαν ότι το τάβλι - αν παίζεις στοιχειωδώς καλά - στηρίζεται κατά 95% στο ζάρι!
Στα διπλανά τραπέζια η αδρεναλίνη άγγιζε το ζενίθ. Τρίτη - μπουρλότ 40, βαλές 60, εννιάρι 74… Τι λες ρε, αφού είχα πενηντάρα! Βάλτο μέσα … Ξαναμέτρα … 110 … Μέσα…232 έπαιζε! Λαγοί … χάσατε. Θυματάκια, τώρα πληρώστε τα τσίπουρα! Γίδια! Είναι το έναυσμα για ατέλειωτες, επικές κόντρες, ανταποδοτικά πειράγματα, ευρηματικές ατάκες, απρόοπτα κασμέρια και πολλά – μα πάρα πολλά, ασυγκράτητα γέλια, με τη συμμετοχή όλης της παρέας. Του Μήλιου, του Ζήση, του Βαγγέλη, του Κώστα κ.α. Κάπως έτσι, αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε ανάμεσα μας, μια ξεχωριστή, σκωπτική, καφενόβια διάλεκτος, που παραμένει ολοζώντανη μέχρι σήμερα.
Θα πίστευε κανείς, ότι όλη αυτή η ένταση και το πάθος, μέσα σε χιλιάδες πόντους μπουρλότ, ήταν αδύνατο να χαλιναγωγηθούν. Κι όμως, κάθε Μεγάλη Παρασκευή ο καφετζής κρεμούσε από το φωτιστικό του μπιλιάρδου το βαλέ και τα ζάρια, με μια μαύρη κλωστή. Τις μέρες, που ο βαλές και τα ζάρια ήταν κρεμασμένα, κάθε παιγνίδι απαγορευόταν αυστηρά. Άγραφος νόμος των καφενείων, που δεν τολμούσε να τον παραβιάσει κανένα … γατάκι. Όσο για μας, δεν ξέραμε πού να βάλουμε τα … χέρια μας!
Η θετική αύρα, που απέπνεε το «Αβέρωφ», συγκρίνεται μόνο με την περίεργη θαλπωρή, πού περιβάλει χώρους, αποκλεισμένους από γυναίκες. Μοιάζει λίγο με την αίσθηση, πού συναντάς στον στρατό. Ίσως, ή απουσία στοιχείων θηλυκού γένους, να υπαγορεύει ξεχωριστές συμπεριφορές. Συμπεριφορές αντρίκιες, με ελάχιστο ναρκισσισμό, ή ένα άλλου τύπου ναρκισσισμό, καθώς και πιο αυθόρμητους & φυσικούς τρόπους έκφρασης.
Σε κάθε περίπτωση το «Αβέρωφ» ήταν το κέντρο πληροφόρησης, το πολιτικο-οικονομικό-ποδοσφαιρικό στέκι και το επικοινωνιακό κέντρο, όπου όλοι, είχαν μια κουβέντα για όλους και για όλα. Ο ναός του ρεπορτάζ! Κρατούσε πάντα αναμμένη τη σπίθα του άμεσου διαλόγου και της κοινωνικότητας. Χωρίς τηλεοπτικά παράθυρα, internet, facebook, και κινητά. Οι γενιές συμβίωναν αρμονικά, έσμιγαν, συνδιαλέγονταν. Πήγαινες για να δεις και να σε δουν. Ακόμη και οι ξένοι, άγνωστοι έμπαιναν, γνωστοί έβγαιναν.
Τα χρόνια πέρασαν, οι περισσότεροι φύγαμε για σπουδές σ’ άλλα μέρη και το θρυλικό «Αβέρωφ» έπαψε να ανασαίνει. Όταν ξανασμίξαμε, την καθημερινότητά μας, ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Συνεχίσαμε απτόητοι, να συχνάζουμε για «βίδα» πια, στο καφενείο του Γιάννη & του Πάνου. Καφενείο, που έγραψε κι αυτό τη δική του λαμπρή ιστορία, ως φυσικός διάδοχος του «Αβέρωφ». Μέχρις ότου, να αυξηθούν κατακόρυφα οι υποχρεώσεις μας και αναγκαστικά, να αλλάξουν άρδην, οι προτεραιότητες της ζωής μας. Κάτι σαν κοινωνική … απόσυρση!
Σήμερα, οι περισσότεροι café-χώροι είναι «μοντέρνοι», με άλλο διάκοσμο και ήθος, άλλο περιεχόμενο και ύφος. Σ’ αυτούς, τους μάλλον απρόσωπους χώρους, συχνάζουν άλλες, νεότερες ηλικίες, με άλλα ενδιαφέροντα. Ίσως να φταίει «το κλίμα», ίσως η δυνατή και «μοντέρνα» μουσική, ίσως η νοοτροπία, ίσως τα espresso & τα capuccino, πάντως πολλά είναι αυτά που έχουν διαχωρίσει τις γενιές. Ακόμη και τα ίδια τα ΚΑΠΗ απομονωμένα, διευκολύνουν την ηλικιακή «γκετοποίηση». Ήρθε τελικά και η κρίση να ολοκληρώσει, δυστυχώς, την ταξινόμηση των συμπεριφορών μας ανά γενιές και στέκια. Αλλάζουν οι εποχές, αλλάζουν και οι συμπεριφορές, όμως το κοινωνικό θωρηκτό «Αβέρωφ», θα αρμενίζει για πάντα περήφανο στη μνήμη μας.
ο Παναγιώτης Γ. Τσιούκρας είναι Ηλεκτρολόγος Μηχ/κός ΤΕ, ΜΒΑ
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.