«Ημουν (ήταν δηλαδή) πτωχός ποιμήν στα όρη»· όχι της νήσου Σκιάθου στο διήγημα του Αλεξ. Ππδ αλλά στα βουνά της περιοχής νοτίως της πόλεως Κοζάνης, της Λευκοπηγής θέλω να πω, στη Στράτνα (με το κάστρο του Καϊλιά), το Ασπροβούνι, το Μπαράκο, τη Βίγλα,
το Ζυγόστι, τα Ρόγγια, το Γιάχο, το Στεφάνι και αλλαχού. Εκανε και βιομηχανικός εργάτης εξόρυξης μεταλλευμάτων στην παρακάτω Ελλάδα κι αυτό του ροκάνισε τα πνευμόνια. Στο βουνό τον βρήκε η πλατιά πινελιά του ζωγράφου Μ. Δραγώγια και τον απέδωσε σε όλη την ποιμενική του αλκή μαζί με το μικρό βασίλειό του.
Ο πίνακας υπάρχει στον διάδρομο του Δημαρχείου στον όροφο του Δημάρχου μαζί με άλλους του ζωγράφου από τη δωρεά του στο Δήμο.
Μια φορά, πριν καιρό, τον συνάντησα μπροστά στο Δημαρχείο.
- Θανάση πάμε πάνω να δεις κάτι που σε αφορά.
- Δεν μπορώ να ανέβω τα σκαλιά Βασίλη μου...
Δεν είδε ποτέ εαυτόν ως αντικείμενον τέχνης.
Ο Θανάσης Τσουκνίδας ήταν ένας απλός πολίτης, σκληρός σαν τις μαυρόπετρες της Βίγλας, ορμητικός σαν του Θανάση το Λάκκο κατεβασμένο, αλλά και φορές μαλακός σαν το χώμα στα Ισιώματα και τα Κλήματα.
Η γη της Λευκοπηγής που τον φιλοξενεί εδώ και λίγες μέρες ξέρει ήδη καλύτερα περί αυτού. Αλλά η όποια μνήμη του ακόμη κι όταν θα σβήνει θα υπάρχει στην τέχνη που τον απαθανάτισε.
- Αλίμονο, ένας ένας οι μικροί μου (μεγάλοι) «ήρωες» («Ο Μποέμ κι οι Βοημοί της μνήμης μας» από τις «Συγκεχυμένες αγάπες»), λιγοστεύουν.