, ιδίως μετά το 2030» και πως «απαιτείται η λήψη επιπρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο μακροπρόθεσμα» (βλ. Παράρτημα IV εδώ: http://www.imf.org/en/Publications/CR/Issues/2017/07/20/Greece-Request-for-Stand-By-Arrangement-Press-Release-Staff-Report-and-Statement-by-the-45110). Την ίδια στιγμή, η Ελληνική κυβέρνηση επεξεργάζεται τη δεύτερη απόπειρα εξόδου στις αγορές, μετά από το ξέσπασμα της κρίσης, την πρώτη μετά το 2014. Με την Έκθεση αυτή, τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, κατ’ αρχήν αποδέχτηκε (ΑΙΡ) το αίτημα που απέστειλε η κυβέρνηση τον περασμένο μήνα για τη σύναψη ενός νέου, Τέταρτου κατά σειρά, (μίνι) Μνημονίου ύψους 1,6 δις €, υπό την προϋπόθεση πως οι Ευρωπαίοι εταίροι θα μας ελαφρύνουν το χρέος στη βάση της πρότασης που θέτει το ΔΝΤ. Το νέο δάνειο θα έχει διάρκεια όχι μεγαλύτερη από το τέλος του τρέχοντος Προγράμματος, δηλαδή όχι πέρα από την 15η Αυγούστου του 2018.
Στο μεταξύ η Ελλάδα μέχρι σήμερα έχει λάβει περίπου το μισό της διαθέσιμης χρηματοδότησης του Τρίτου Προγράμματος, ενώ μένει ακόμη μια αξιολόγηση για την ολοκλήρωσή του. Τέλος, με την τελευταία Απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, επαναλήφθηκε η δέσμευση των δανειστών πως θα προβούν στη λήψη μέτρων για την μακροπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους μας για τη μετά το τέλος του Προγράμματος εποχή, ωστόσο η Ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε, δίχως να γνωρίζει το ακριβές ύψος των μέτρων ελάφρυνσης, σε ένα διαρκές και συγκεκριμένο (ως προς τους στόχους) δημοσιονομικό πλαίσιο που υπερβαίνει όχι μόνο τη διάρκεια της θητείας της ή του Τρίτου Προγράμματος, αλλά και τη δυνατότητα για ασφαλείς προβλέψεις επί της οικονομικής κατάστασης στη χώρα στο μακρινό μέλλον. (Για το πόσο ρεαλιστικοί ή μη είναι οι στόχοι αναφέρθηκα στο προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Πως ερμηνεύεται η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου»).
Σε κάθε περίπτωση, δίχως να είναι κανείς ειδικός, αντιλαμβάνεται πως η Ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να βρει με ευκολότερο τρόπο 1,6 δις € ως τον Αύγουστο του 2018 παρά να ζητήσει αυτό το ποσό από το ΔΝΤ, και μάλιστα στο πλαίσιο ενός νέου, Τέταρτου κατά σειρά, Μνημονίου. Διότι το τελευταίο, όπως γνωρίζουμε, συνεπάγεται νέες δεσμεύσεις, νέες αξιολογήσεις, νέες εκταμιεύσεις. Ωστόσο η επιλογή αυτή της κυβέρνηση έχει ένα και μόνο στόχο: Να παραμείνει το Ταμείο στο Πρόγραμμα καθώς μόνο αυτό υποστηρίζει πως το Ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως θα πρέπει, για το λόγο αυτό, να συγκεκριμενοποιηθούν σύντομα τα μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσής του και τα οποία μάλιστα θα πρέπει να είναι γενναία.
Την παραμονή του Ταμείου στο Πρόγραμμα, όμως, θέλουν και οι Ευρωπαίοι εταίροι, καθώς γνωρίζουν πως μόνο αυτό μπορεί να πιέσει τη χώρα μας για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν, μιας και το Ταμείο δεν λαμβάνει αποφάσεις με το φόβο του πολιτικού κόστους. Για να το εξηγήσω πιο απλά: Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν πως αν το Ταμείο δεν συμμετάσχει, εναπόκειται σ’ αυτούς το αν θα μας βγάλουν κάποια στιγμή από τη πρίζα. Απόφαση που θα είναι πολιτική, και ως τέτοια μπορεί να έχει πολιτικό κόστος (μπορεί όμως και όχι, ανάλογα από ποια πλευρά το βλέπει κανείς).
Από την άλλη εμείς, νομίζουμε, ότι η φαινομενική διαφωνία μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων και ΔΝΤ περί του ύψους της παρέμβασης για το χρέος μας, είναι μια γνήσια διαφωνία μεταξύ αυτών. Κατά την προσωπική μου άποψη, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η φαινομενική διαφωνία έχει στόχο να μεταθέσει τις δύσκολες πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον καθώς αυτή τη στιγμή οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να λάβουν αποφάσεις για το ύψος της παρέμβασης που απαιτείται για το χρέος μας καθώς διανύουν μια περίοδο κρίσιμων εκλογών. Από την άλλη δεν είναι κατάλληλη η στιγμή, χρονικά μιλώντας, για να υπολογιστεί το ύψος της παρέμβασης. Άλλωστε αυτό ήταν γνωστό στην κυβέρνηση από το 2015. Το ίδιο ακατάλληλη είναι πλέον και η στιγμή για την απόπειρα εξόδου στις αγορές.
Το σωστό timing θα έρθει σε περίπου ένα χρόνο, όταν τότε θα μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια το μέγεθος της ελάφρυνσης, ενώ μέχρι τότε δεν μας επιβάλλεται από κάπου να αποτολμήσουμε πρόωρα μια έξοδο στις αγορές.
Τώρα, το ΔΝΤ δεν μπορεί παρά να επαναλαμβάνει, από έκθεση σε έκθεση, πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως για το λόγο αυτό απαιτείται να συγκεκριμενοποιηθεί πια το ύψος της παρέμβασης. Δεν έχει συμφέρον να παραμείνει στο Ελληνικό Πρόγραμμα (αντιθέτως), ωστόσο η παραμονή του διασφαλίζει, έτσι όπως το ερμηνεύει η κυβέρνηση, έναν σύμμαχο (άλλοτε εχθρό) που στο πρόσωπό του βρίσκει τον διεθνή υποστηρικτή της, στην προσπάθειά της να λάβει, εν θητεία, την όποια ελάφρυνση του χρέους και να την προβάλλει επικοινωνιακά σαν μια νίκη. Επαναλαμβάνω, μια ελάφρυνση για την οποία ούτως ή άλλως έχουν δεσμευτεί οι Ευρωπαίοι εταίροι από το Φεβρουάριο του 2012, τότε που συμφωνήθηκε και η ελάφρυνση στο πλαίσιο του PSI.
Η σταθερή μου πρόβλεψη επ’ αυτού, εδώ και δύο χρόνια, είναι η εξής: Μόλις οι Ευρωπαίοι εταίροι ολοκληρώσουν το σχεδιασμό τους για τη νέα Ευρωζώνη που διαμορφώνεται, δηλαδή τους όρους με τους οποίους θα μπορεί κανείς να μετέχει σ’ αυτή, πράγμα που πιθανολογώ πως θα συμβεί μέχρι την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε., τότε αν η χώρα μας πληροί τα κριτήρια της παραμονής, θα λάβει μια ανάλογη ελάφρυνση του χρέους.
Αν δεν μπορεί να συνεχίσει, θα λάβει μια άλλης μορφής ελάφρυνση χρέους, μεγαλύτερη. Το ΔΝΤ όσο έχει επαρκείς εγγυήσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους ότι θα πάρει τα χρήματά του και θα διατηρήσει τη φήμη του, θα εργάζεται προς την κατεύθυνση της συμμετοχής του στο Ελληνικό Πρόγραμμα. Αν όμως, πράγμα που φοβάμαι, έχει διαβεβαιώσεις πως πρόκειται για τετελεσμένα γεγονότα, θα «επιρρίψει» την ευθύνη στους Ευρωπαίους αποχωρώντας από τη δέσμευσή του για συμμετοχή στο Πρόγραμμα ενώ θα είναι έτοιμο να συμμετάσχει σε ένα άλλο, νέο, με τους δικούς του όρους αυτή τη φορά. Τότε είναι που θα δούμε και το αληθινό του πρόσωπο.
Συνεπώς η κυβέρνηση σήμερα παίζει εν ου παικτοίς, καθώς αυτό που προέχει είναι να διασφαλίσει την συμμετοχή της χώρας στη νέα Ευρωζώνη και όχι να επιδιώκει μια ελάφρυνση, για να την αξιοποιήσει επικοινωνιακά, μια ελάφρυνση που ούτως ή άλλως θα πάρει η χώρα μας. Το θέμα είναι να την πάρουμε εντός Ευρωζώνης, και αυτός θα πρέπει να είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος της κυβέρνησης. Ωστόσο προκύπτει και το ζήτημα σχετικά με το τι θα γίνει μετά το τέλος του τρέχοντος Προγράμματος, πράγμα που δεν έχει διευκρινιστεί. Θα χρειαστούμε ή όχι μια πιστωτική γραμμή; Αν τη χρειαστούμε θα μας τη δώσουν (εφόσον φυσικά πάρουμε και άλλα επιπρόσθετα μέτρα) ή θα μας βγάλουν απ’ τη πρίζα (πράγμα που προϋποθέτει πως ως τότε δεν θα έχει συμμετάσχει το ΔΝΤ); Αυτός θα πρέπει να είναι ο βραχυπρόθεσμος στόχος της κυβέρνησης. Το τι θα επακολουθήσει μετά το τέλος του Μνημονίου 3plus. Και η επιδίωξη του στόχου αυτού, δεν περνά απαραίτητα από το πρώιμο τόλμημα για έξοδο στις αγορές.
Για τους παραπάνω λόγους, ο προσεταιρισμός του Ταμείου σε βάρος των Ευρωπαίων εταίρων, μπορεί να αποβεί μοιραίος, καθώς οι δανειστές μας (συμμερίζομαι την άποψη πως) τα έχουν βρει μεταξύ τους από καιρό. Το ζητούμενο είναι εμείς τι κάνουμε.
Προτού κλείσω, σύντομα αναφέρω πως μια απόπειρα εξόδου στις αγορές δεν μπορεί να στεφθεί με επιτυχία μόνο και μόνο από το ύψος του επιτοκίου (το οποίο σημειωτέον θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο μ’ αυτό του 2014, δηλαδή μικρότερο ή ίσο με 4,26% για το 3ετές), ενώ το ακατάλληλο timing μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα που η κυβέρνηση δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ή εφόσον τα αντιλαμβάνεται, ρισκάρει. Το πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω αναφορικά με την ελάφρυνση του χρέους που τόσο η κυβέρνηση ποθεί. Η αποπληρωμή του 3ετούς ή του 5ετούς θα γίνει το 2020 ή το 2022, χρονιά κατά την οποία είναι ήδη εξαιρετικά αυξημένες οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές μας ανάγκες. Συνεπώς, με το φόβο να αποπληρωθούν νωρίτερα οι ιδιώτες ομολογιούχοι από τους δανειστές, και να δημιουργηθεί θέμα, μπορεί να απαιτηθεί να εξοφλούνται τα δικά τους χρέη πρώτα, ενώ το ύψος της παρέμβασης μπορεί να διαφοροποιηθεί από ότι αν δεν βγαίναμε στις αγορές πριν τον Αύγουστο του 2018. Αν η κυβέρνηση θέλει να πάρει αυτό το ρίσκο, πρέπει να συνυπολογίζει πως ρισκάρει την τελική απόφαση για το ύψος της παρέμβασης του χρέους με το να δώσει ένα μήνυμα στους Έλληνες πως μπορούμε πλέον να δανειστούμε από τις αγορές. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για βιώσιμο δανεισμό ενώ οι αγορές γνωρίζουν καλύτερα από εμάς την ικανότητά μας να τις εξοφλήσουμε. Προκειμένου να διευκρινίσω, δεν είναι κακό να θέλουμε να βγούμε στις αγορές, ωστόσο το timing είναι ακατάλληλο ενώ το ρίσκο υψηλό. Ο ΟΔΔΗΧ δίστασε να κάνει την περασμένη Δευτέρα την απόπειρα, καθώς θα δημιουργούνταν νομικά ζητήματα σχετικά με την απόκρυψη εμπιστευτικών πληροφοριών χρήσιμων για το επενδυτικό κοινό (όπως ήταν το περιεχόμενο της επικείμενης Έκθεσης του ΔΝΤ που θα δημοσιευόταν την Πέμπτη). Αυτό το «εμπόδιο» θα το εκμεταλλευτεί «ως καλό» η κυβέρνηση αναβάλλοντας την έξοδο στις αγορές ή θα ρισκάρει τελικά;
Κλείνοντας, και θέλοντας να το παραθέσω αυτούσιο, καθώς έχει ιδιαίτερη σημασία και αξία, παραθέτω το τι αναφέρει η Έκθεση του ΔΝΤ σχετικά με το ποιος/ποιοι φέρουν την ευθύνη για την υπαγωγή της χώρας στα Μνημόνια.
«Greece’s external debt roughly doubled from 96 percent of GDP in 2004 to 185 percent of GDP in 2010, as the country used external savings to finance rapidly growing domestic demand at the cost of large current account deficits. Although the public sector accounted for the bulk of external debt throughout the period, banks similarly expanded their borrowing from abroad».
Έχει ιδιαίτερη σημασία να γνωρίζουν, ιδίως οι νεότεροι, ποιοι φέρουν ευθύνη για την ανεργία που μαστίζει τη χώρα και την υποτίμηση (οικονομικά μιλώντας) που επήλθε αναγκαστικά στη χώρα, διότι πολιτικές υποτίμησης εφαρμόζουν τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Τώρα σημασία έχει να γνωρίζουν και το τι διακυβεύεται πια και αν αξίζουν τα ρίσκα ή η αδράνεια, έπειτα από όσα έχουμε περάσει τα τελευταία χρόνια και θα περάσουμε τα επόμενα πολλά.
του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ