αρχαίας Ελλάδας, οργανώνει ετήσιες γκροτέσκο συναντήσεις στις υπώρειες του Ολύμπου και στις Θερμοπύλες. Ελάχιστα απασχολεί τους ηγήτορες της τάσης αυτής το γεγονός ότι η συζήτηση για τις διαδικασίες υπέρβασης του παλιού παγανιστικού κόσμου από το νέο μονοθεϊστικό ολοκληρώθηκαν κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα και έκτοτε έχουν μεσολαβήσει περί τους 15 αιώνες.
Μια αντίστοιχη αλλά λιγότερο αστεία ανάκληση γίνεται επίσης από τον αντίποδα της τάσης των νεοπαγανιστών. Από σοβαρότερους σίγουρα συμπολίτες μας, που θεωρούν ότι ο μετασχηματισμός της παλιάς ελληνορθόδοξης ρωμιοσύνης σε σύγχρονο ελληνικό έθνος, ήταν μια εξίσου άτοπη εξέλιξη. Δηλαδή αμφισβητούν τη μορφή που πήρε η ρωμαίικη κοινότητα (το ρουμ μιλέτι της οθωμανικής εποχής) κατά την ελληνική εθνογένεση.
Η τάση αυτή παραγνωρίζει εντελώς το φαινόμενο του νέου ελληνισμού, που εμφανίστηκε ήδη από τον 12ο αιώνα. Και ακριβώς αυτή η αντίληψη της ρωμιοσύνης οδήγησε στην διαμόρφωση του σύγχρονου έθνους όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Όταν δηλαδή οι ελληνορθόδοξοι προνεωτερικοί πληθυσμοί συνάντησαν τους αιώνες του διαφωτισμού, δηλαδή την εποχή της διαμόρφωσης του σύγχρονου πολιτικού, νεωτερικού έθνους.
Η κοινωνική βάση του ελληνικού έθνους
Η κοινωνική βάση πάνω στην οποία έγινε η διαμόρφωση αυτού του πολιτικού έθνους δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη ρωμιοσύνη, η οποία έτσι κι αλλιώς -από πολύ ενωρίτερα- είχε προσλάβει σε επίπεδο διανοουμένων την έννοια του ελληνικού έθνους. Αναγκαστικά, τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του νέου ελληνισμού διαμορφώθηκαν πάνω στη δημογραφική βάση των ελληνόφωνων πληθυσμών που αποτελούσαν την πλειονότητα στο πλαίσιο της πολυεθνικής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (του βυζαντινού κράτους). Στην περιοχή αυτή, οι ελληνικοί πληθυσμοί αποτελούσαν το δυναμικότερο και πολυπληθέστερο στοιχείο. Το κρίσιμο σημείο, κατά το οποίο η ιστορική αυτή διαδικασία λαμβάνει περισσότερο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, τοποθετείται περί τους 12ο και 13ο αιώνα μ.Χ.
Ο νέος ελληνισμός διαμορφώθηκε ως κληρονόμος όλων των προηγούμενων φάσεων και μορφών που είχαν εμφανιστεί κατά την εποχή του Βυζαντίου.
Η πλήρης ανάδυση στο προσκήνιο της ελληνικής ταυτότητας από εθνοτικής πλευράς, συνέβη τις εποχές γύρω από την Άλωση του 1204. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς λειτούργησε ως ο καταλύτης για την εδραίωση μιας εθνοτικής ελληνικής ταυτότητας.
Η Gill Page υποστηρίζει: «Το φαινόμενο της φραγκικής κατάκτησης και εξουσίας υπήρξε η πιο κρίσιμη κινητήρια δύναμη για τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στο πεδίο των ρωμαϊκών εθνοτικών ταυτοτήτων… Οι κατακτήσεις των δυτικών στη Βυζαντινορωμαϊκή αυτοκρατορία ισοδυναμούσαν με μια εθνοτική κρίση (σ.τ.σ. προσκόλλησης στον πυρήνα του εθνοτικού τους αυτοπροσδιορισμού). Επόμενο ήταν τα εθνοτικά κριτήρια να βγουν στο προσκήνιο». Η Page, που χρησιμοποιεί ταυτόσημα τους όρους «Έλληνες» και «Ρωμαίοι», μελετά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την εθνοτική ταυτότητα των Βυζαντινών οι συγγραφείς εκείνης της εποχής.
Είναι βέβαιο ότι υπάρχει εθνική συνείδηση -νεωτερικού τύπου- συγκροτημένη σε συγκεκριμένους κύκλους διανοουμένων πριν την εμφάνιση της νεωτερικότητας. Στην ελληνική περίπτωση, αποφασιστική σημασία έχει το γεγονός ότι από τους ύστερους βυζαντινούς αιώνες και εντεύθεν υπάρχει μια διακριτή ομάδα διανοουμένων που εμφορούνταν από ελληνική εθνική συνείδηση. Στην Κωνσταντινούπολη -τη στιγμή που αυτή μετατρεπόταν σε μια πόλη-κράτος κατά το παράδειγμα των ιταλικών εμπορικών πόλεων- είχε εμφανιστεί πολύ πρώιμα μια εθνική ταυτότητα και η αίσθηση ύπαρξης ξεχωριστής, εδαφικά προσδιορισμένης κοινότητας, που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την ελληνικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να γίνει κατανοητή η αναφορά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κατά τον τελευταίο λόγο του προς τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης λίγο πριν την Άλωση: «Γνωρίζω δε ότι αύτη η μυριαρίθμητος αγέλη των ασεβων, …, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πως εύρῃκαιρὸν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, …, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν».
Μετά την Άλωση
Η αντίληψη περί της ύπαρξης των Ελλήνων ως εθνική ομάδα διατηρήθηκε κυρίως στους Έλληνες φυγάδες της διασποράς και μετά την Άλωση του 1453. Είναι καταγεγραμμένη η συνεχής παρουσία αυτής της ομάδας ως εμφορούμενης από εθνική συνείδηση. Και αυτό δεν υπήρχε μόνο στους φυγάδες Έλληνες στα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης και της Ρωσίας, αλλά και στη θρησκευτική ηγεσία των υπόδουλων Ρωμιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Χαρακτηριστική είναι η θεώρηση του ανθενωτικού Γεννάδιου, που ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο ο ίδιος ο Μωάμεθ, ότι είναι Έλληνας ως προς την γλώσσα και χριστιανός ως προς τη θρησκεία. Σε ένα από τα κείμενά του γράφει: «αλλοίμονο, για τα άλλα σιωπώ, αλλά είδα να χάνεται όλη η ελπίδα των δυστυχισμένων υπολειμμάτων των Ελλήνων».
Η παρακάτω περιγραφή σε συνοδικό κείμενο ορθόδοξων πατριαρχών το 1716 είναι αποκαλυπτική της αυτοαντίληψης που έχει η ελίτ των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την ταυτότητα: Πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν Ρώμην καλουμένων.
Σημαντική πηγή γι αυτή την περίοδο αποτελεί το έργο του Κωνσταντίνου Ν. Σάθα, που περιλαμβάνει περισσότερες από 2.500 βιογραφίες λογίων και εκδόθηκε υπό τον τίτλο Νεοελληνική, Φιλολογία. Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453-1821), Αθήνα, 1868.
Για να ανακεφαλαιώσουμε: Ο πλήρης μετασχηματισμός της ελληνορθόδοξης θρησκευτικής κοινότητας σε εθνική κοινότητα ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης μεταρρυθμιστικής κίνησης που έμεινε στην ιστορία γνωστή με την ονομασία «νεοελληνικός διαφωτισμός» και επέφερε μια οριστική πολιτιστική αλλαγή στη συνείδηση των Ρωμιών.