Από τη μια η κρίση (οικονομική και επιδημιολογική), που συμπιέζει τις τιμές παραγωγού προς τα κάτω και από την άλλη η δραματική αύξηση του κόστους παραγωγής, που ιδιαίτερα για την Ελληνική πραγματικότητα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής, φέρνει σε δυσμενέστερη θέση τον Έλληνα γεωργοκτηνοτρόφο σε σχέση με τον αντίστοιχο Ευρωπαίο.
Τη μείωση των τιμών την έχουν βιώσει οι παραγωγοί πολλών κλάδων, γεγονός που εμφανίζεται και στη Δυτική Μακεδονία σε μια σειρά προιόντων, όπως η πατάτα, τα δημητριακά, ο κρόκος, τα κηπευτικά, κ.α..
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής, αυτό που πάντοτε αποτελούσε το πρώτο θέμα στις εκάστοτε κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις των αγροτών.
Επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία) επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές (δελτίο τύπου 15/6/2021, https://www.statistics.gr/documents/20181/38e24bd9-bafa-e987-b79f-6196ec5118cb).
Συγκρίνοντας τα στοιχεία της φετινής χρονιάς (Απρίλιος 2021) σε σχέση με τον περσινό Απρίλιο (2020), εμφανίζεται αύξηση του δείκτη εισροών κατά 4,8%! Αύξηση που προέρχεται κυρίως από το κόστος της ενέργειας και των λιπασμάτων (14%!) και σε μικρότερο βαθμό από τα κτηνιατρικά φάρμακα και τις ζωοτροφές.
Πόσο ανταγωνιστικός μπορεί να είναι ο Έλληνας αγρότης και κατ’ επέκταση τα Ελληνικά αγροτικά προιόντα υπό αυτές τις συνθήκες;
Είναι γνωστό ότι για μεν τη φυτική παραγωγή, το κόστος ενέργειας συμμετέχει κατά 60% στο συνολικό κόστος παραγωγής και αντίστοιχα για τη ζωική παραγωγή το κόστος των ζωοτροφών συμμετέχει κατά 75% στο κόστος των ζωικών προιόντων.
Το φαινόμενο δεν είναι συγκυριακό. Δεν εμφανίζεται μόνο στη σύγκριση των δύο αυτών ετών και μόνο σ’ αυτή την έρευνα, ούτε σχετίζεται με τη πρόσφατη υγειονομική επιδημία. Επιβαρύνεται σταδιακά και “συστηματικά” κατά τη τελευταία δεκαετία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα πλέον επίσημα χείλη, του Ευρωπαίου Επιτρόπου κ. Γιάνους Βοιτσεχόφσκι, σε ερώτηση ευρωβουλευτή πριν από ένα χρόνο. Και μάλιστα ο ίδιος προβλέπει, σύμφωνα με στοιχεία των υπηρεσιών του, ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται το κόστος παραγωγής μέχρι το 2030, κυρίως εξαιτίας των τιμών του πετρελαίου.
Η κατάσταση αυτή από μόνη της δείχνει στη πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Γεωργίας το δρόμο για την εφαρμογή πολιτικών και δράσεων, ώστε να μη καταρρεύσει πλήρως ο πρωτογενής τομέας, που όλοι συμφωνούν ότι αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες ανάπτυξης, τόσο για την οικονομία, όσο για την επιβίωση στις αγροτικές περιοχές, αλλά και για τη διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος.
Ποιος είναι εξάλλου ο ρόλος του ΥΠΑΑΤ και κυρίως της πολιτικής ηγεσίας; Μήπως το μοίρασμα των πάντως είδους επιδοτήσεων και αποζημιώσεων; Φυσικά όχι.
Η βελτίωση των υποδομών (συμπεριλαμβανομένης της έρευνας και ιδιαίτερα της εφαρμοζόμενης έρευνας) και η στήριξη του εισοδήματος στη πραγματική παραγωγή είναι η κύρια αποστολή του ΥΠΑΑΤ.
Εν προκειμένω, ο εξορθολογισμός της εμπορίας των λιπασμάτων και φαρμάκων καθώς και η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής. Και από την άλλη η μείωση του κόστους ρεύματος και πετρελαίου, που αποτελούν το μεγάλο κόστος της ενέργειας.
Για δε τη κτηνοτροφία, η αξιοποίηση και βελτίωση των βοσκοτόπων, μέσω της εφαρμογής διαχειριστικών πρακτικών που θα προκύψουν από τα σχέδια βόσκησης, για δωρεάν διατροφή των ζώων.
Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρόν, την ώρα που συντάσσεται το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την επόμενη προγραμματική περίοδο στο τομέα της αγροδιατροφής.
Μιμίκος Κώστας
Γεωπόνος Τ.Ε.