Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Κυριακή, 21 Ιανουαρίου 2024 19:51

Από την έξοδο στην εξορία: η μακεδονική πολιτική προσφυγιά στη Βόρεια Μακεδονία και η αδύνατη επιστροφή | Γράφει ο Ηλίας Π. Γρούιος*

Το λογότυπο του επιστημονικού περιοδικού Το λογότυπο του επιστημονικού περιοδικού

Προλογικά

Εάν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν ιδιαίτερο φαινόμενο στην ευρωπαϊκή μεταπολεμική ιστορική εμπειρία, ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον φαίνεται να έχει, η περίπτωση των πολιτικών προσφύγων εκείνων που χαρακτηρίστηκαν ως «μη Έλληνες το γένος».

Ο λόγος που διατυπώνεται η παραπάνω σκέψη, έγκειται στο γεγονός πως οι (Σλαβο) Μακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες, είτε βρισκόμενοι στην αναγκαστική υπερορία κάτω από την στέγη του refugeeland του ΚΚΕ, είτε έχοντας εγκατασταθεί στη νεότευκτη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, εξαιρέθηκαν μεταπολιτευτικά από τα μέτρα εκδημοκρατισμού και τη θεσμική αποκατάσταση των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

Η παραπάνω εξαίρεση, μετέτρεψε την προσωρινή έξοδό τους από τη χώρα, σε οριστική εξορία, έχοντας ως αποτέλεσμα, τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα των μακεδονικών ή αιγαιατικών προσφυγικών ομάδων, οι οποίες αποτέλεσαν έκτοτε διεθνικά υποκείμενα, τμήματα της ευρύτερης διασπορικής μακεδονικής κοινότητας, τα οποία για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες επεδίωκαν τη θεσμική και ιστορική τους αποκατάσταση.

Η έξοδος

Η πολιτική προσφυγιά των Σλαβομακεδόνων, ξεκίνησε από την επαύριον της υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας, με κατεύθυνση τη Γιουγκοσλαβία και σε ορισμένες περιπτώσεις τη Βουλγαρία.[1] Μετά από μια σειρά αλλεπάλληλων προσφυγικών ρευμάτων, μέχρι το τέλος του εμφυλίου, εγκαταστάθηκαν στη Λ.Δ. Μακεδονίας περίπου 19.000 Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες.[2]

Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες στην ανατολική Ευρώπη

Εκτός από εκείνους που εγκαταστάθηκαν στη Λ.Δ. Μακεδονίας, ένα τμήμα των Σλαβομακεδόνων βρέθηκε στις υπόλοιπες χώρες της ανατολικής Ευρώπης κάτω από τη «στέγη» του ΚΚΕ και των οργανώσεών του. Οι συνθήκες υπό τις οποίες έζησαν οι πρόσφυγες αυτοί, ήταν το ψυχροπολεμικό κλίμα και κυρίως η σοβιετο-γιουγκοσλαβική σύγκρουση, η οποία ήδη από το 1948 είχε μεταφερθεί και στο εσωτερικό του ΚΚΕ.[3]

Στην υπερορία, το ΚΚΕ επεδίωξε να προωθήσει έναν σλαβομακεδονισμό που θα έπρεπε να διαφέρει από τον γιουγκοσλαβικό μακεδονισμό. Στο πλαίσιο της αντι-τιτοϊκής του καμπάνιας, προχώρησε στη διάλυση των οργανώσεων των Σλαβομακεδόνων που είχαν δημιουργηθεί στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου (NOF, AFZ, NOMS).[4] Στη θέση τους, αποφάσισε την ίδρυση της σλαβομακεδονικής οργάνωσης «Ήλιντεν» η οποία οργανώθηκε σε απόλυτα αντιγιουγκοσλαβική βάση.[5] Στην ίδια κατεύθυνση προχώρησε και σε αλλαγές που αφορούσαν τη διδασκαλία και τη χρήση της σλαβομακεδονικής γλώσσας,[6] δημιουργώντας μια νέα γλώσσα[7]που θα βασιζόταν στις διαλέκτους της βόρειας Ελλάδας και δεν θα εμπεριείχε τους σερβισμούς της φιλολογικής μακεδονικής γλώσσας.[8]Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως, ενώ το εγχείρημα αυτό ενισχύθηκε, ειδικά την περίοδο 1952-1956 από τους κομματικούς μηχανισμούς και την οργάνωση «Ήλιντεν», εξαϋλώθηκε πριν ακόμη από την επίσημη διάλυση της παραπάνω οργάνωσης από τα ίδια τα μέλη της,[9] παράλληλα με την αποδόμηση των προθέσεων της κομματικής ηγεσίας σχετικά με τους Σλαβομακεδόνες.[10]

Η παραπάνω πολιτική άλλαξε επίσημα, με την αποκατάσταση των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ένωση και την ανατροπή των μέχρι τότε ισορροπιών εντός του ΚΚΕ. Έτσι, το 1956 αποφασίστηκε η διάλυση της οργάνωσης «Ήλιντεν» και η επαναφορά της φιλολογικής μακεδονικής γλώσσας στις εναπομείνασες εκπαιδευτικές δομές, στα εγχειρίδια και στα φύλλα των κομματικών εντύπων.[11] Στα χρόνια που ακολούθησαν, χιλιάδες Σλαβομακεδόνες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης πήραν το δρόμο της υπερπόντιας μετανάστευσης,[12] ενώ άλλοι επεδίωξαν και πέτυχαν την εγκατάστασή τους στην γιουγκοσλαβική Μακεδονία,[13] είτε για να επανενωθούν με τις οικογένειές τους, είτε για να βρίσκονται πιο κοντά στα χωριά τους, με αποτέλεσμα, να αποτελέσουν εν τέλει κι οι ίδιοι με τη σειρά τους, μέρος της αιγαιατικής κοινότητας που είχε σχηματιστεί στη χώρα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’40.

Η προσφυγική κοινότητα των Αιγαιατών (Egejci) στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία

Η αιγαιατική κοινότητα, όπως ονομάστηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ξεκίνησε να σχηματίζεται ήδη από το τέλος του πολέμου, αρχικά στην πόλη Bitola, αλλά σταδιακά και στις υπόλοιπες πόλεις της χώρας,[14]με την οριστική εγκατάσταση των παραπάνω, να παγιώνεται ως συνέπεια των θεσμικών πολιτικών επιλογών του ελληνικού κράτους, οι οποίες βεβαίως επηρέασαν και το σύνολο των πολιτικών προσφύγων.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1947, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης το ψήφισμα ΛΖ «περί αποστερήσεως της Ελληνικής ιθαγένειας προσώπων αντεθνικώς δρώντων εις το εξωτερικόν», το οποίο λίγο αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου του 1948, ακολουθήθηκε από το ψήφισμα Μ «περί δημεύσεως των περιουσιών των συμμετεχόντων εις τον συμμοριακόν αγώνα».[15] Τα παραπάνω, μαζί με μια σειρά άλλων διατάξεων, επαναβεβαίωσαν την πρόθεση της ελληνικής πολιτείας να αποβάλλει από τον εθνικό κορμό όσους με τις πράξεις τους θεωρείτο πως έδρασαν «αντεθνικά». Κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται πως οι αφαιρέσεις ιθαγένειας θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, οριστικού ξεκαθαρίσματος των βόρειων επαρχιών από την ανεπιθύμητη μειονότητ,[16]μέσω του αφανισμού των ήδη αποδεκατισμένων από τις προηγούμενες δεκαετίες κοινοτήτων της μακεδονικής ενδοχώρας.[17]

Τα νομοθετήματα που αναφέρθηκαν και όσα ακολούθησαν μέχρι τη μεταπολίτευση ήταν αυτά που κατέστησαν την εγκατάσταση έξω από τα όρια του κράτους οριστική, μετατρέποντας ακόμη και όσους, προσωρινά, υπό τον φόβο της προκαλούμενης βίας και των αντιποίνων, περνούσαν τα σύνορα, σε πρόσφυγες.[18]

Οι αρχές της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, φαίνεται να δέχτηκαν με σχετική ευμένεια τους πρόσφυγες καθώς η υποδοχή και κυρίως η εγκατάστασή τους στα εδάφη της νεότευκτης δημοκρατίας, υπαγορευόταν από τις αποφάσεις του Αντιφασιστικού Συμβουλίου για την Εθνική Απελευθέρωση (ASNOM), σύμφωνα με τις οποίες η χώρα θα αποτελούσε το Πεδεμόντιο που θα ενοποιούσε τους «εθνικά Μακεδόνες» των γειτονικών χωρών.[19]

Στο πλαίσιο αυτό, στις αρχές του 1950, ιδρύθηκε η «Zdruzenjet ona begalcite od Egejska Makedonija» (Ένωση Προσφύγων από την Μακεδονία του Αιγαίου), με σκοπό να συγκεντρώσει οργανωτικά τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στη χώρα, βοηθώντας στην αποκατάσταση και την ένταξή τους στη μακεδονική κοινωνία,[20] ενώ το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εκδόθηκε για πρώτη φορά η εφημερίδα «Glasna Egejcite» (Η Φωνή των Αιγαιατών).[21] Χορηγήθηκε στους Αιγαιάτες σύνταξη και βοήθεια για ανέγερση οικιών και εύρεση εργασίας με την προϋπόθεση της μη ανάμειξής τους «στην δημόσια ζωή».[22]Επίσης, προτάθηκε η λήψη γιουγκοσλαβικής ιθαγένειας η οποία φαίνεται πως δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα τους πρόσφυγες,[23] καθώς τμήμα αυτών, επιθυμούσε την επιστροφή στα χωριά τους, ιδιαίτερα μετά τις νομοθετικές κινήσεις της Ελλάδας για δήμευση των περιουσιών τους και εποικισμό των παραμεθόριων περιοχών.[24]

Σύντομα, υπό τις συνθήκες της σκληρής αντι-γιουγκοσλαβικής πολιτικής των υπόλοιπων κομμουνιστικών κομμάτων και το φόβο αποσταθεροποίησης, η Γιουγκοσλαβία αποφάσισε να μεταβάλει την πολιτική της απέναντι στην Ελλάδα και έτσι υπό την αιγίδα των ΗΠΑ υπεγράφη μια πρώτη διακρατική συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στις δυο χώρες.[25] Η πολιτική της συνεργασίας συνεχίστηκε σε όλη την δεκαετία 1950,[26] παρά το γεγονός πως από την πλευρά της Λ.Δ. Μακεδονίας, τέθηκε αρκετές φορές το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας στη βόρεια Ελλάδα. Στις θέσεις αυτές έσπευδε συχνά το Βελιγράδι να καθησυχάσει την Ελλάδα, παρά το γεγονός πως ήταν το ίδιο που ανακινούσε το ζήτημα,[27] με την Ελλάδα να αντιδρά με συνεχή διαβήματα.[28]

Ως συνέπεια της προσέγγισης της Ελλάδας με την Γιουγκοσλαβία, η εφημερίδα «Φωνή των Αιγαιατών» σταμάτησε την έκδοσή της, ενώ ανέστειλε τις εργασίες της και η «Ένωση Προσφύγων», με τους ηγέτες της να απομακρύνονται από τις δημόσιες θέσεις που μέχρι τότε κατείχαν.[29]

Μέχρι τις αρχές του 1980, μολονότι η Γιουγκοσλαβία έδειχνε ανεκτική στους ισχυρισμούς των προσφύγων επιτρέποντάς τους δράσεις ακαδημαϊκού και πολιτιστικού περιεχομένου, φαίνεται να αφαιρεί το αιγαιατικό ζήτημα από την εθνική της ατζέντα.[30] Ωστόσο, παρά την παραπάνω στάση, ήδη από την περίοδο της βελτίωσης των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση εντατικοποιήθηκε η πολιτική σχετικά με τους πρόσφυγες στην ανατολική Ευρώπη. Σε αυτή την κατεύθυνση, το 1954 ιδρύθηκε η «Maticanaiselenicite od Makedonija» (Εστία Αποδήμων Μακεδόνων) με σκοπό την παροχή διευκολύνσεων και την επικοινωνία με τους Μακεδόνες μετανάστες στον υπόλοιπο κόσμο[31]και την χορήγηση μιας σειράς από κίνητρα έτσι ώστε πρόσφυγες από την ανατολική Ευρώπη να εγκατασταθούν σε περιοχές της δυτικής Λ.Δ. Μακεδονίας σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τον τοπικό αλβανικό πληθυσμό.[32]

Η ανάπτυξη του πολιτικού ακτιβισμού των Αιγαιατών

Όπως αφήνεται να εννοηθεί παραπάνω, ο πολιτικός ακτιβισμός των Egejci, παρέμεινε περιθωριοποιημένος από το 1950 μέχρι και το 1980, διάστημα στο οποίο οι πρόσφυγες λειτουργούν αποκλειστικά αυτοαναφορικά, επιβεβαιώνοντας κυρίως τις κληροδοτημένες από τους γενέθλιους τόπους, παραδοσιακές πρακτικές, ιδρύοντας πολιτιστικούς συλλόγους και διοργανώνοντας συναντήσεις χωριών.[33]

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1982, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να επιτρέψει τον άνευ όρων επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων. Λίγο αργότερα, με τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης περί «Ελεύθερου επαναπατρισμού και απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας στους πολιτικούς πρόσφυγες» (ΦΕΚ 1Β/5.01.1983) στο υποσέλιδο του ΦΕΚ, αποφασιζόταν πως: «Στα πλαίσια της πολιτικής της Κυβέρνησης για την εθνική συμφιλίωση και ομοψυχία, μπορούν να επιστρέψουν ελεύθερα στην Ελλάδα όλοι οι «Έλληνες το γένος»…».[34]

Η παραπάνω διατύπωση καθώς και η πανηγυρική επιβεβαίωσή της δύο χρόνια αργότερα από το νόμο 1540/1985 (ΦΕΚ 67/Α/10-4-1985) περί «ρυθμίσεως περιουσιών πολιτικών προσφύγων», ματαίωσε τις προσδοκίες των πολιτικών προσφύγων και των συγγενών τους στις αντίστοιχες κοινότητες στην ελληνική Μακεδονία,[35] ενώ θεωρήθηκε από τους Αιγαιάτες, πως στόχευε στον καθολικό και διά βίου αποκλεισμό όλων εκείνων που για την ελληνική πολιτεία δεν ήταν «Έλληνες το γένος».[36]

Στα παραπάνω, χρήσιμο είναι να προστεθεί πως από τον χειμώνα του 1982 σε απόρρητη έκθεση της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (ΥΠΕΑ) με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επιβουλή κατά της Μακεδονίας», εκτός από τον ισοπεδωτικό τρόπο καταγραφής συμβατικών πρακτικών της καθημερινότητας, όπως η χρήση της μητρικής γλώσσας αλλά και άλλων πολιτισμικών πρακτικών από τους κατοίκους περιοχών της βόρειας Ελλάδας, ήταν εμφανές το υπηρεσιακό ενδιαφέρον για τις εκδηλώσεις των πολιτικών προσφύγων στη Σ.Δ. Μακεδονίας. Οι εκδηλώσεις αυτές, καταγράφονταν αναλυτικά και κυρίως παρακολουθείτο συστηματικά η συμμετοχή σε αυτές πολιτών από τις περιοχές της Φλώρινας,[37] ενώ τέλος στην εισήγηση που συμπεριλαμβανόταν στην έκθεση, αναφερόταν ρητά ο αποκλεισμός οιασδήποτε σκέψης επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων που ζούσαν στη Γιουγκοσλαβία.[38]

Από τα παραπάνω φαίνεται, πως για την ελληνική πολιτεία το ζήτημα της μη επιστροφής των Σλαβομακεδόνων ή Μακεδόνων πολιτικών προσφύγων ήταν καίριο και μη διαπραγματεύσιμο.[39]Χαρακτηριστική ήταν, η τοποθέτηση του υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου το 1980, πως υπάρχουν «εθνικώς ευαίσθητες περιοχές» όπου διαβιούν άνθρωποι με «μειωμένη εθνική συνείδηση» και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε σκέψη επαναπατρισμού αποτελούσε «εθνικόν κίνδυνον», καθώς επίσης και η διατύπωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη πως ο εκπατρισμός των Σλαβομακεδόνων συνέφερε την Ελλάδα και δεν θα επιτρεπόταν με κανένα τρόπο η επιστροφή τους.[40]

Η παραπάνω στάση, ωστόσο, της ελληνικής πολιτείας, δεν έμελλε να εκληφθεί απλώς μονάχα ως άρνηση επαναπατρισμού των προσφύγων, αλλά από τις εξελίξεις φαίνεται πως έγινε αντιληπτή από τους Αιγαιάτες, αλλά και τους συγγενείς τους που διαβιούσαν στην Ελλάδα, ως άρνηση ύπαρξης ξεχωριστής μακεδονικής τους ταυτότητας και γλώσσας, κινητοποιώντας μια σειρά από αντιδράσεις.[41] Κατά ορισμένες απόψεις, επρόκειτο σε ένα πρώτο στάδιο για μια ευρύτερη άρνηση της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας, κυρίως, ωστόσο, φαίνεται η άρνηση αυτή να εκκινούσε από το φόβο του αιτήματος αναγνώρισης μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.[42]

Το 1984 στη Θεσσαλονίκη, δημοσιεύτηκε το «Μανιφέστο της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής για τα Μακεδονικά Ανθρώπινα Δικαιώματα (Κ.Ο.Ε.- Μ.Α.Δ.) των Μακεδόνων της Μακεδονίας του Αιγαίου».[43] Η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, ζητούσε και «τον επαναπατρισμό των Μακεδόνων του εξωτερικού στη γενέτειρά τους», ενώ το μανιφέστο της, φαίνεται να πέρασε τα όρια του ελληνικού κράτους,[44] αποτελώντας για τον κόσμο της μακεδονικής διασποράς μια σαφή ένδειξη για την ανάγκη εντατικοποίησης και ενοποίησης του πολιτικού ακτιβισμού της σε διεθνές επίπεδο. Πολύ σύντομα αντίστοιχες επιτροπές ιδρύθηκαν στις περισσότερες χώρες της υπερπόντιας μετανάστευσης, αλλά και της ανατολικής Ευρώπης.[45]

Το βήμα εκείνο που φαίνεται πως έβαλε το ζήτημα των προσφύγων στην ατζέντα της Σ.Δ. Μακεδονίας, ήταν η διοργάνωση της «Πρώτης Παγκόσμιας Συνάντησης Παιδιών Προσφύγων από την Μακεδονία του Αιγαίου» το καλοκαίρι του 1988 στην πόλη Skopje,[46] γεγονός που προκάλεσε αμηχανία στην Ελλάδα η οποία μέσω των επαφών που είχε με το Βελιγράδι προσπάθησε ανεπιτυχώς να θέσει εμπόδια στη διεξαγωγή της.[47]

Αποτέλεσμα της πρώτης αυτής διοργάνωσης, ήταν η ίδρυση της «Zdruzenijena decata begalcio degejskiot del na Makedonija” (Ένωσης των παιδιών-προσφύγων από το αιγαιακό τμήμα της Μακεδονίας), ενώ σύντομα δημιουργήθηκε ένας τεράστιος αριθμός όμορων οργανώσεων σε όλες τις πόλεις της χώρας.[48] Ως σκοποί τους ορίζονταν, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως εκφράστηκαν από την «Παγκόσμια διακήρυξη για τα δικαιώματα του ανθρώπου», την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και την Πράξη του Ελσίνκι, καθώς επίσης και άλλων διεθνών κειμένων.[49]

Το 1991 οργανώσεις προσφύγων από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, μαζί με μειονοτικές οργανώσεις από την Ελλάδα, την Αλβανία και τη Βουλγαρία παρευρέθηκαν στις εργασίες της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ),[50] ενώ ανάλογες συμμετοχές έλαβαν χώρα και τα επόμενα χρόνια.[51]

Επίσης, το 1994 στάλθηκε από την προσφυγική οργάνωση της πόλης Bitola, αναφορά στο γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών όπως και σε σημαντικό αριθμό οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με «γενοκτονία των Μακεδόνων από τις ελληνικές αρχές»,[52] ενώ τον Οκτώβριο του 1997, με πρωτοβουλία της ίδιας οργάνωσης, διοργανώθηκε συνάντηση με το Ουράνιο Τόξο[53] από την Ελλάδα και μειονοτικές οργανώσεις από τη Βουλγαρία και την Αλβανία.[54] Τέλος, το 1997 ξεκίνησε την κυκλοφορία της η εφημερίδα Nezaborav (Αλησμόνητος), ενώ τον Ιούλιο του 2004 ξεκίνησε η επανακυκλοφορία της εφημερίδας Glasna Egejcite (Η φωνή των Αιγαιατών).[55]

Στα χρόνια που ακολούθησαν παρατηρήθηκε μια τάση ενοποίησης των οργανώσεων των προσφύγων αλλά και σεπαρατισμού σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο δεύτερος, φαίνεται να οφείλεται στις διαφορετικές οπτικές όσον αφορά το εύρος των αιτημάτων των προσφυγικών οργανώσεων ή το είδος του ακτιβισμού που θα έπρεπε κατά περίπτωση να προκρίνεται, αλλά ακόμη επηρεαζόταν και από τις διαφορές ανάμεσα στις γενιές των προσφύγων (ενήλικοι/παιδιά, πρώτη/δεύτερη γενιά).[56] Παρά τις επιμέρους διαφορές, φαίνεται πως οι περισσότεροι συμφωνούσαν στην εξασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής στην Ελλάδα ή τουλάχιστον επίσκεψης στους γενέθλιους τόπους.[57]

Το φλέγον ζήτημα δείχνει να ήταν αυτό της επανάκτησης ή όχι της ελληνικής ιθαγένειας. Για σχεδόν μισό αιώνα, η πλειοψηφία των προσφύγων κατείχε μια μορφή ταυτότητας για ξένο υπήκοο, με εξαίρεση όλους εκείνους που ζήτησαν και έλαβαν γιουγκοσλαβικό διαβατήριο με την ένδειξη «Μακεδονική Εθνικότητα».[58] Μετά την ενδιάμεση συμφωνία (Σεπτέμβριος 1995), ανάμεσα στην Ελλάδα και την τότε Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, δόθηκαν δυο διαφορετικές δυνατότητες. Η μια ήταν η απόκτηση διαβατηρίου στο οποίο ως τόπος γέννησης θα αναφερόταν η Ελλάδα,[59] ενώ η άλλη επιλογή ήταν να αναφέρεται το χωριό ή η πόλη γέννησης με το παλιό της όνομα.[60] Τα δεύτερα, δεν γίνονταν δεκτά από τις ελληνικές αρχές και έτσι οι κάτοχοί τους δεν είχαν την δυνατότητα να περάσουν τα ελληνικά σύνορα.[61]

Η «Δεύτερη Παγκόσμια Συνάντηση Παιδιών Προσφύγων» έλαβε χώρα από τις 15 έως τις 19 Ιουλίου του 1998, συμπίπτοντας με την επέτειο των πενήντα χρόνων από την λεγόμενη «έξοδο» τους από την Ελλάδα. Το πρόγραμμα της εκδήλωσης εμπεριείχε μια πληθώρα εκδηλώσεων, ενώ για μερικές δεκάδες από τους συμμετέχοντες κατέστη εφικτή η επίσκεψη στην Ελλάδα, όπου οι πρόσφυγες με τη βοήθεια των ακτιβιστών του Ουρανίου Τόξου, διοργάνωσαν εκδήλωση στην Έδεσσα,[62] ενώ έλαβαν μέρος και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από τον Πνευματικό και Μορφωτικό Σύλλογο της Μελίτης στη Φλώρινα, με αφορμή το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία.[63]

Η αδύνατη επιστροφή

Από το έτος 2000 περίπου κι έπειτα, φαίνεται πως το ζήτημα του επαναπατρισμού των «μη Ελλήνων το γένος» πολιτικών προσφύγων τίθεται επί τάπητος με κάποιον τρόπο από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Σε διαδοχικές τοποθετήσεις του ο τότε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην περιοχή της Φλώρινας διατύπωσε την άποψη πως «ο νομός είναι έτοιμος να δεχθεί την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων»,[64]ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα του Alexandar Popovski, προέδρου της προσφυγικής οργάνωσης στην πόλη Bitola της Βόρειας Μακεδονίας, ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου είχε κατά το παρελθόν δεσμευτεί στον ίδιο προσωπικά για την επάνοδο των προσφύγων στην Ελλάδα.[65] Φαίνεται ακόμη πως, και ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Γεώργιος Γεννηματάς[66] είχαν θέσει το ζήτημα της παύσης του αποκλεισμού των «μη Ελλήνων το γένος» από τον επαναπατρισμό, ο πρώτος μάλιστα σε προεκλογική του ομιλία στη Φλώρινα το 1990.[67]

Στις 8 Ιουνίου 2003 οι ελληνικές αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να επιτρέψουν την ελεύθερη είσοδο για εκείνο το καλοκαίρι σε όσους πρόσφυγες το επιθυμούσαν, ενώ δεσμεύτηκαν να βρεθεί τεχνική λύση για την επανάκτηση της ιθαγένειας και της περιουσίας τους.[68] Η απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να επιτρέψει ολιγοήμερες επισκέψεις στους γενέθλιους τόπους[69]συνέπεσε με την προετοιμασία της «Τρίτης συνάντησης παιδιών προσφύγων από το αιγαιακό τμήμα της Μακεδονίας», η οποία σχεδιάστηκε να λάβει χώρα στην Ελλάδα.[70]

Την 1η Ιουλίου ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών Παναγιώτης Μπεγλίτης ανακοίνωσε πως η Αθήνα αποφάσισε να εγγυηθεί για την ελεύθερη πρόσβαση στην Ελλάδα όλων των πολιτικών προσφύγων από τις 10 Αυγούστου έως τις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά του αντιπολιτευόμενου τύπου, των εκπροσώπων της εθνικοφροσύνης και των υπηρεσιών ασφαλείας.[71]

Η συνάντηση των προσφύγων οργανώθηκε για το διάστημα 20-25 Αυγούστου του ίδιου έτους.[72] Το ζήτημα που παρέμενε ήταν, πώς το ελληνικό κράτος θα εγγυόταν την είσοδο ανθρώπων που βρίσκονταν στις λίστες ανεπιθύμητων και πώς θα περνούσαν εκείνοι, των οποίων τα διαβατήρια ανέφεραν ως τόπο γέννησης τα χωριά με το παλιό τους όνομα.[73]

Στη διάρκεια των τριών μηνών ελεύθερης πρόσβασης, πέρασαν αρκετές χιλιάδες πρόσφυγες τα σύνορα, ενώ σε έναν αδιευκρίνιστο αριθμό ατόμων απαγορεύτηκε η είσοδος, γεγονός που καταγγέλθηκε από το πολιτικό κόμμα Ουράνιο Τόξο.[74]

Στα επόμενα χρόνια το ζήτημα φαίνεται να βρίσκεται σε σχετική αφάνεια από την επίσημη ελληνική πλευρά, ενώ την ίδια στιγμή τίθεται από τις οργανώσεις των προσφύγων, οργανώσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και από το πολιτικό κόμμα Ουράνιο Τόξο σε εσωτερικό, αλλά και διεθνές επίπεδο. Την ίδια στιγμή καταγγέλλεται διαρκώς η πολιτική αφαίρεσης των ιθαγενειών από οικονομικούς μετανάστες, καθώς και η συντήρηση δελτίων ανεπιθύμητων προσώπων.[75] Παράλληλα, ένας αδιευκρίνιστος αριθμός πολιτικών προσφύγων δοκίμασε τη δυνατότητα ατομικής δικαστικής προσφυγής με την ελπίδα πως θα καταφέρει να επανακτήσει ιθαγένεια και περιουσία, χωρίς κατά τα φαινόμενα, κάποιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα.[76]

Η απειλή για βέτο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, κατά τη συνάντηση στο Βουκουρέστι το 2008, φαίνεται πως θα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο. Η κυβέρνηση Gruevski στη Βόρεια Μακεδονία, πέραν των άλλων, δεσμεύτηκε να αναλάβει η ίδια το ζήτημα της προώθησης των αιτημάτων των πολιτικών προσφύγων θέτοντας διαβήματα τα οποία προκαλούσαν αντιδράσεις στην Ελλάδα. Την ίδια περίπου περίοδο σε δημόσια απάντηση του ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος, αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο ίδιος το 2003 σχετικά με τους πολιτικούς πρόσφυγες και στην τότε πρόθεση καταστροφής των δελτίων ανεπιθύμητων, τόνισε πως έχει ήδη δεσμευτεί για την επίλυση του ζητήματος αυτού.[77]

Το 2009, σε έκθεση του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, έγινε σύσταση στις ελληνικές αρχές να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αποκαταστήσουν τους πολιτικούς πρόσφυγες ή τους διαδόχους τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου.[78] Να σημειωθεί πως η έκθεση σχεδόν αποσιωπήθηκε από τον ελληνικό Τύπο.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, πέντε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσαν ερώτηση σχετικά με τους εναπομείναντες πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου,[79] χωρίς να υπάρξει κάποια αξιοσημείωτη αντίδραση από την τότε κυβέρνηση. Στα επόμενα χρόνια δε φαίνεται να υπήρξε κάποια αντίστοιχη κινητικότητα.

Τον Νοέμβριο του 2017 με εγκύκλιο της ειδικής γραμματείας ιθαγένειας,[80] καταργήθηκε προηγούμενη απόρρητη εγκύκλιος βάσει της οποίας δε χορηγούνταν πιστοποιητικά σε πολίτες που διαβιούσαν στην Βόρεια Μακεδονία,[81] σε μια προσπάθεια να αρθούν και τα τελευταία εμπόδια για την ατομική δικαστική προσφυγή. Φαίνεται, ωστόσο, πως ανάλογες αιτήσεις και διαδικασίες σπανίως πλέον γίνονται κι είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες.

Στην εποχή μας το ζήτημα φαίνεται να βρίσκεται σε ακόμη μεγαλύτερη αφάνεια όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Βόρεια Μακεδονία. Όσον αφορά την Ελλάδα, φαίνεται πως επτά δεκαετίες μετά τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου δεν υπάρχει η πρόθεση να κλείσει πολιτικά το ζήτημα του ιδιότυπου αυτού αποκλεισμού, αλλά αντίθετα φαίνεται να προκρίνεται μια «βιολογική τακτοποίηση» του ζητήματος.[82]

Όσον αφορά το πολιτικό κόμμα Ουράνιο Τόξο, στο 3ο Συνέδριο που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 2018 και αφού είχε υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών, μαζί με τα υπόλοιπα ζητήματα που έθεσε, επέμεινε στον «άνευ όρων επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων», για να κλείσει «οριστικά και αμετάκλητα ένα ανθρωπιστικό ζήτημα που αποτελεί παράλληλα και την τελευταία ανοικτή πληγή του εμφυλίου πολέμου».[83]

Από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας φαίνεται πως το ζήτημα των πολιτικών προσφύγων δεν τέθηκε ποτέ, τουλάχιστον δημόσια, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συμφωνία των Πρεσπών, που αποτέλεσε και την πιο εκτεταμένη και ευρεία διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δυο χώρες τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου και κατ’ επέκταση δεν αποτέλεσε τμήμα του συνολικού πακέτου της συμφωνίας που προέκυψε.[84]

Οι κοινότητες και οι σύλλογοι προσφύγων στην Βόρεια Μακεδονία φαίνεται πια πως έχουν επιστρέψει στον τρόπο που λειτουργούσαν την εποχή της δημιουργίας τους, περίπου εβδομήντα χρόνια πριν. Η αντίθεσή τους στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, όπως και στο τελικό κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, φαίνεται πως τις περιθωριοποίησε από το πολιτικό πλαίσιο της γειτονικής χώρας και τις οδήγησε σε εσωτερική αναδίπλωση και κατ’ επέκταση τις περιόρισε σε τελετουργίες κι επιτελέσεις συμβολικού χαρακτήρα μόνο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Κλείνοντας, ωστόσο, καθίσταται σαφές, ότι ακόμα κι αν το ζήτημα δείχνει να έχει βγει από την ατζέντα των δυο χωρών ή ακόμα κι αν ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στην ιδιότυπη αυτή εξορία, μειώνεται διαρκώς, η επιλογή της λήθης, της μη λύσης ή της χρονικής μετάθεσης για ένα απροσδιόριστο μέλλον, της αποκατάστασης των τελευταίων αυτών πολιτικών προσφύγων, οδηγεί αναπόδραστα στο να εγγράφεται το παρόν ζήτημα στην ιστορία και τη δημόσια μνήμη ως η τελευταία ανοιχτή πληγή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.[85]

*Ο Ηλίας Γρούιος γεννήθηκε το 1992 στην Φλώρινα και έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, ιστορία και παιδαγωγικά. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν στο μακεδονικό ζήτημα στον 20ό αιώνα και έχει συγγράψει μαζί με τον Ανδρέα Αθανασιάδη την μονογραφία Ζαχαριάδης και «Μακεδονικό εθνικό ζήτημα», 1949-1956. Η περίπτωση της οργάνωσης «Ήλιντεν». Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δημόσια εκπαίδευση.

πηγη: το αρθρο δημοσιεύθηκε στο ιστορικό και επιστημονικό περιοδικό "20ός αιώνας: Ιστορική, κοινωνική και πολιτική επιθεώρηση"

  1. Κωνσταντίνος Κατσάνος, «Το ζήτημα των προσφύγων στη ΛΔΜ (1950-1967)», Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Σοφία Ηλιάδου-Τάχου και Βλάσης Βλασίδης (επιμ.), Η Δυτική Μακεδονία: Από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος έως σήμερα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Παιδαγωγική Σχολή/Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 672-673. 
  2. Σπυρίδων Σφέτας και Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «Πολιτικοί πρόσφυγες στη Γιουγκοσλαβία», Γιώργος Αντωνίου και Στάθης Καλύβας (επιμ.), Οι πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 45∙ Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Το Μακεδονικό και η Γιουγκοσλαβία. Πλήρη τα απόρρητα γιουγκοσλαβικά έγγραφα 1950-1967, εισαγωγή-σχόλια: Κωνσταντίνος Κατσάνος, Εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 63-66. 
  3. Για τους Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, βλ. Ρίκη βαν Μπούσχοτεν, «“Ενότητα και Αδελφότητα”: Σλαβομακεδόνες και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη», Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης, Νίκος Μαραντζίδης και Μαρία Μποντίλα (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 45-69. 
  4. Tchavdar Marinov, Aegean Macedonians: Identity politics, political activism, refugee memories, Nexus Research Project, Centre for Advanced Study, Σόφια 2003, σ 15∙ Arhiv na Makedonija (έκδ.), KPG I Makedonskoto Nacionalno Prasanje 1918-1974, επιμ. Risto Kirijazovski, Σκόπια 1982, σ. 510. 
  5. Για την προϊστορία της οργάνωσης «Ήλιντεν» και την πορεία της, βλ. Ανδρέας Αθανασιάδης και Ηλίας Γρούιος, Ζαχαριάδης και «Μακεδονικό εθνικό ζήτημα», 1949-1956. Η περίπτωση της οργάνωσης «Ήλιντεν», Εκδόσεις Αριστείδου, Φλώρινα 2020. 
  6. Keith Brown, «Τα “παιδιά-παππούδες” της Μακεδονίας: Διεθνικές πολιτικές μνήμης, εξορίας και επιστροφής, 1948-1998», Βασίλης Γούναρης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης (επιμ.), Πρόσφυγες στα Βαλκάνια. Μνήμη και ενσωμάτωση, ΙΜΜΑ-Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σσ. 115-116∙ Anna Kurpiel, “Macedonian Refugees from the Greek Civil War: From Separation to a Transnational Community”, Annual of European and Global Studies Migration and Border-Making Reshaping Policies and Identities, Edinburg University Press Ltd, Εδιμβούργο 2020, σ. 196. 
  7. Ο Atanas Pejkov, Σλαβομακεδόνας πρόσφυγας, διανοούμενος με φιλοβουλγαρικό προσανατολισμό, ανέλαβε το εγχείρημα της δημιουργίας αλφαβήτου και γραμματικής στη νέα γλώσσα με βάση τα βουλγαρικά, βλ. Anna Kurpiel, “Identity and knowledge of Macedonian children-refugees in Socialist Poland: Geopolitics of education”, EthnoΑnthropoΖoom, 18-19 (2019), 59-99. 
  8. Ειρήνη Λαγάνη, «Η εκπαίδευση των παιδιών του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία ως σημείο τριβής στις σχέσεις ΚΚΕ-ΚΚΓ μετά τη ρήξη Τίτο-Κομινφόρμ (1948-1956)», Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης, Νίκος Μαραντζίδης και Μαρία Μποντίλα (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 139∙ Stoyan Kiselinovski, Status otna Makedonski ot Jazikvo Makedonija (1913-1987), Misla, Σκόπια 1987, σσ. 99-100. 
  9. Arhiv na Makedonija (έκδ.), ό.π., σσ. 539-541. 
  10. Στο ίδιο, σσ. 535-538. 
  11. Αθανασιάδης και Γρούιος, ό.π., σσ. 137-144. 
  12. Gregory Michaelidis, “Salvation Abroad: Macedonian Migration to North America and the making of modern Macedonia, 1870-1970”ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, University of Maryland, College Park 2005, σσ. 235-236∙ Loring M. Danforth, The Macedonian Conflict. Ethnic nationalism in a transnational world, Princeton University Press, Πρίνστον 1995, σ. 89. 
  13. Kurpiel, “Macedonian Refugees”, ό.π., σ. 200. 
  14. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία», Βασίλης Γούναρης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης (επιμ.), Πρόσφυγες στα Βαλκάνια. Μνήμη και ενσωμάτωση, ΙΜΜΑ-Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σσ. 58-59. 
  15. Ελένη Πασχαλούδη και Στράτος Δορδανάς, «Οι πολιτικοί πρόσφυγες και η ελληνική πολιτεία, 1946-1989: Από τη στέρηση της ιθαγένειας στον επαναπατρισμό και την αποκατάσταση», Άννα Καραπάνου (επιμ.), Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην ανατολική Ευρώπη, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και την Δημοκρατία, Αθήνα 2017, σσ. 56-57. 
  16. Λάμπρος Μπαλτσιώτης, «Με αφορμή την πρώτη αφαίρεση ιθαγένειας “αντεθνικώς δρώντων εις το εξωτερικόν”. Μερικές επισημάνσεις», Αρχειοτάξιο, 15 (Σεπτέμβριος 2013), 102-108. 
  17. Μεταπολεμικά οι αφαιρέσεις ιθαγένειας επηρέασαν και έναν απροσδιόριστο αριθμό οικονομικών μεταναστών· βλ. Τάσος Κωστόπουλος, «Αφαιρέσεις ιθαγένειας. Η σκοτεινή πλευρά της νεοελληνικής ιστορίας (1926-2003)», Σύγχρονα Θέματα, 83 (Δεκέμβριος 2003), 53-75. 
  18. John Shea, Macedonia and Greece. The struggle to Define a New Balkan Nation, McFarland & Company, Inc., Τζέφερσον-Λονδίνο 2008, σσ. 117-118. 
  19. Miladina Monova, «Οι πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στη Δημοκρατία της Μακεδονίας: διαδρομές, γενιές, ταυτοποιήσεις», Αικατερίνη Σ. Μάρκου (επιμ.), Ανασυνθέσεις και νέες δυναμικές στις βαλκανικές κοινωνίες μετά το 1990, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2011, σσ. 240-241. 
  20. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (1944-1954)», Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης, Νίκος Μαραντζίδης και Μαρία Μποντίλα (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 36. 
  21. Στο ίδιο, σ. 37. 
  22. Monova, «Οι πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου»σσ. 245, 247. 
  23. Στο ίδιο, σ. 247. 
  24. Risto Kirijazovski, Egejskiot del na Makedonija po gragjanskata vojna vo Grcija, Institut na Nacionalna Istorija, Σκόπια 2001, σσ. 75-83∙ Donce Tasev, Makedontsite vo Grcija, Makedonski Informativen Centar, Σκόπια 2011, σ. 185. 
  25. Στέλος Αλειφαντής, «Η ελληνική εξωτερική πολιτική. Η περίπτωση της ελληνικής βαλκανικής πολιτικής, 1974-1981»ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 1987, σσ. 58-60. 
  26. Σωτήρης Βαλντέν, Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης και οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια, 1961-1962, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σσ. 11-17∙ Σωτήρης Ριζάς, Το Μακεδονικό Ζήτημα. Εξωτερική επέμβαση και ελληνική πολιτική, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1996, σσ. 57-59. 
  27. Εμμανουήλ Αντ. Εμμανουηλίδης, «Η ελληνική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια, 1974-1989»ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Νομικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 169-174 και 278-294∙ Αθηνά Σκουλαρίκη, «Το ταμπού της σλαβοφωνίας στην ελληνική Μακεδονία. Απόκρυψη, λογοκρισία, αυτολογοκρισία από το τέλος του Εμφυλίου ώς τη Μεταπολίτευση», Αρχειοτάξιο, 22 (Νοέμβριος 2020), 49-66. 
  28. Γιάννης Ματζουράνης, «Η βαλκανική συνεργασία και η παρεμβολή μειονοτικών προβλημάτων», β’ μέρος, Αντί, 123 (14 Απριλίου 1979), 31-34. 
  29. Monova, «Οι πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου», ό.π., σ. 249. 
  30. Κωνσταντίνος Κατσάνος, «Πρόσφυγες, προσφυγικές μνήμες και αλυτρωτισμός στην ΠΓΔΜ», Βασίλης Γούναρης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης (επιμ.), Πρόσφυγες στα Βαλκάνια. Μνήμη και ενσωμάτωση, ΙΜΜΑ – Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σσ. 174-175. 
  31. Georgios Limantzakis, “Refugees of the Greek Civil War in Yugoslav Macedonia and the contribution of ‘Aegean Macedonians’ in its nation building project”, Lambros Baltsiotis, Ivanka Dodovska και Dalibor Jovanovski (επιμ.), Balkan Crossroads. Historical Dialogue between Scholars in South East Europe, Institute for the Study of Human Rights at Columbia University (in cooperation with Panteion University, Athens, and Ss. Cyril and Methodius University, Skopje), Νέα Υόρκη, 2017, σ. 111. 
  32. Hugh Poulton, Who are the Macedonians?, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον-Ιντιανάπολις 2000, σ. 167. 
  33. Katerina Sarova-Mircevska, Nova destinacija-Nova tatkovina, AZ-BUKI, Σκόπια 2012, σ. 142. 
  34. Όσον αφορά τον επαναπατρισμό, αυτός συνίστατο σε μια διαδικασία η οποία περιελάμβανε τη συμπλήρωση ενός Δελτίου Ατομικών Στοιχείων όπου δηλωνόταν ο τόπος γέννησης των ιδίων και των γονέων τους, η ημερομηνία αναχώρησης και οι χώρες διαμονής, οι γλώσσες που μιλούν και τέλος η υπηκοότητα αλλά και η εθνικότητά τους. Η παραπάνω διαδικασία, ενώ φαίνεται να είχε τυπικό χαρακτήρα για τους ελληνόφωνους, στην περίπτωση των μη Ελλήνων το γένος αποτελούσε μια μορφή ζυγίσματος του εθνικού φρονήματος από τις ίδιες υπηρεσίες και τους ίδιους ανθρώπους που μέχρι πρότινος χειρίζονταν το ζήτημα, βλ. Κωστόπουλος, «Αφαιρέσεις ιθαγένειας», 68. 
  35. Θωμάς Σιώμος, «Περί “αμφιγλωσσίας”», Σύγχρονα Θέματα, 143-144 (Οκτώβριος 2018-Μάρτιος 2019), 82-88. 
  36. Danforth, The Macedonian Conflict, ό.π., σ. 122. 
  37. Στο έγγραφο γίνεται αναφορά σε μετάβαση 29 κατοίκων του Ξινού Νερού της Φλώρινας με σκοπό να συμμετέχουν σε συνάντηση που έλαβε χώρα στο χωριό Trnovo της πόλης Bitola. 
  38. Τάσος Κωστόπουλος και Δημήτρης Ψαρράς (επιμ.), Μακεδονικό: Τα ντοκουμέντα. Επίσημα έγγραφα από τα ελληνικά αρχεία (1904-1998), ειδ. εκδ. Η Εφημερίδα των Συντακτών, Αθήνα 2018, σσ. 54-58. 
  39. Ήδη από την επαύριον του Eμφυλίου εντοπίζει κανείς αναφορές για οριστικό αποκλεισμό οποιασδήποτε σκέψης για επαναπατρισμό των φυγάδων, ενώ ακόμη κι αν αυτός έχει λάβει χώρα σε ατομικό επίπεδο προτείνονται λύσεις όπως η μεταφορά των επαναπατρισθέντων στο εσωτερικό της επικράτειας και η εισαγωγή των νέων σε «Εθνικά ιδρύματα δια την αναβάπτισίν των εις τα Εθνικά Ιδεώδη», η άρση των περιορισμών για την εκ νέου μετανάστευσή τους, αλλά και ο εποικισμός των παραμεθορίων περιοχών με «υγιείς πληθυσμούς»· βλ. Σπύρος Καράβας, «Οι “ξενοσυνείδητοι” της XVης Μεραρχίας», Αρχειοτάξιο, 11 (Ιούνιος 2009), 120-143. 
  40. Λεωνίδας Εμπειρίκος και Αθηνά Σκουλαρίκη, «Το Μακεδονικό από τη Μεταπολίτευση ώς την κρίση της δεκαετίας του ’90», Αρχειοτάξιο, 11 (Ιούνιος 2009), 144-160. Σχετικά με την προσθήκη του προσδιορισμού «Έλληνες το γένος», αντί του γενικού επαναπατρισμού, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ισχυρισμός του πρέσβη Γιώργου Σαββαΐδη, διευθυντή του γραφείου συνδέσμου στα Σκόπια την αναφερόμενη περίοδο, πως ήταν ο ίδιος που τον απέτρεψε, με εισήγησή του στον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και ενημέρωση προς τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Γιάννη Σκουλαρίκη. Για το ζήτημα αυτό, βλ. Νίκος Στέφος, Ώρα Ελλάδος, Βουκουρέστι, Εκδόσεις Έναστρον, Αθήνα 2018, σσ. 247-248. Επίσης: Γιώργος Τερζής, «Γ. Σαββαΐδης: Οι ηγεσίες θα πρέπει να τραβήξουν μπροστά», Καθημερινή, 3 Μαρτίου 2018. 
  41. Εκτός από την άρνηση επαναπατρισμού, η ελληνική πολιτεία (συγκεκριμένα ο υπουργός Παιδείας Στ. Παπαθεμελής) προχώρησε άμεσα στην άρνηση αναγνώρισης των πτυχίων που εκδίδονταν από τα πανεπιστήμια της Σ.Δ. Μακεδονίας, ενώ μέχρι πρότινος αναγνωρίζονταν, με το αιτιολογικό πως η διδασκαλία γινόταν σε «μη ευρέως γνωστές διεθνώς γλώσσες»· βλ. Ευάγγελος Κωφός, «Ελληνικό κράτος και μακεδονικές ταυτότητες (1950-2005)», Ιωάννης Στεφανίδης, Βλάσης Βλασίδης και Ευάγγελος Κωφός (επιμ.), Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, ΙΜΜΑ-Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σσ. 355-418. 
  42. Loring M. Danforth, “Claims to Macedonian identity. The Macedonian Question and the breakup of Yugoslavia”, Anthropology Today, 9.4 (Αύγουστος 1993), 3-10∙ Λεωνίδας Εμπειρίκος και Αθηνά Σκουλαρίκη, «Ο “αλυτρωτισμός των Σκοπίων” ή η αποσιωπημένη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού», «Ενθέματα», εφ. Αυγή, 20 Απριλίου 2008. 
  43. Άγγελος Χοτζίδης, «Άρθρωση και δομή του μειονοτικού λόγου: Το παράδειγμα των “Μογλενών” και της “Ζόρα”», Βασίλης Γούναρης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης και Γιώργος Αγγελόπουλος (επιμ.), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1997, σσ. 143-170. 
  44. Danforth, “Claims to Macedonian identity”, ό.π., 9. 
  45. Chris Najdovski, “Contested Identity: Macedonians in contemporary Australia”ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Victoria University of Technology, Μελβούρνη 1997, σσ. 115-117∙ Brown, ό.π., σ. 137. 
  46. Irena Avirovic, “Collective memory of the Greek civil war: The case of the refugee children”, The Peace Academy Foundation, 8.4.2011, https://www.mirovna-akademija.org/rma/en/essays/2010-crs3/collective-memory [ανακτήθηκε 10/1/22]∙ Fidanka Tanaskova, Den na razdelenite. Prva svetska sredba na decata begalci od egejskiot del na Makedonija: Skopje 1948-1988, Nova Makedonija, Σκόπια 1993, σ. 9. 
  47. Fana Martinova-Butskova, I nie sme deca na majkata zemija. Vtora sredba na decata begalci od egejskiot del na Makedonija 1948-1998, Σκόπια 1998, σ. 232∙ Κατσάνος, «Πρόσφυγες, προσφυγικές μνήμες…», σσ. 176-177. 
  48. Sarova-Mircevska, ό.π., σ. 141-144∙ Κατσάνος, στο ίδιο, σσ. 181-182. Για μια παρουσίαση της «γεωγραφίας» των προσφυγικών οργανώσεων στη Βόρεια Μακεδονία, βλ. VlasisVlasidis, “We and the others: Greece’s image in FYROM’s Press and education system (1995-2002)”, Εvangelos Kofos και Vlasis Vlasidis (επιμ.), Athens-Skopje. An Uneasy Symbiosis, ELIAMEP, Αθήνα 2005, σσ. 253-316. 
  49. Sarova και Mircevska, ό.π., σ. 142. 
  50. Brown, ό.π., σ. 145. 
  51. Martinova και Butskova, ό.π., σ. 248. Ένα χρόνο πριν, στα περιθώρια της αντίστοιχης διάσκεψης στην Κοπεγχάγη, δυο Έλληνες πολίτες, μέλη της Μακεδονικής Κίνησης Βαλκανικής Ευημερίας (ΜΑΚΙΒΕ), έδωσαν συνέντευξη θέτοντας ζήτημα αναγνώρισης της ξεχωριστής μακεδονικής εθνικής τους ταυτότητας· βλ. Εμπειρίκος και Σκουλαρίκη, «Το Μακεδονικό από τη Μεταπολίτευση», ό.π., 153. Επίσης: Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2008, σσ. 316-317. 
  52. Shea, ό.π., σσ. 150-151. Ολόκληρη η αναφορά με τίτλο: “Petition. Association of the Macedonians of the Aegean part of Macedonia. Demand of Human Rights and Freedom”, βρίσκεται σε: http://www.historyofmacedonia.org/MacedonianMinorities/petition.html [ανακτήθηκε 19/1/21]. 
  53. Το Ουράνιο Τόξο είναι μειονοτικό κόμμα, το οποίο δηλώνει πως εκφράζει πολιτικά τα μέλη της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1994 ως εξέλιξη της Μακεδονικής Κίνησης Βαλκανικής Ευημερίας. Από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα συμμετέχει αδιάλειπτα στις ευρωεκλογές, ενώ από το 2000 αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας. 
  54. Marinov, ό.π., σ. 28∙ Brown, ό.π., σσ.155-156. 
  55. Sarova και Mircevska, ό.π., σ. 144. 
  56. Για μια αναλυτική και ιδιαίτερα πρωτότυπη σκιαγράφηση των διαιρετικών τομών και των επιμέρους διαφοροποιήσεων της κοινότητας των Egejci στην Βόρεια Μακεδονία, βλ. Miladina Monova, “The possibilities of memory: Resurrecting communist memories from the Greek civil war in North Macedonia”, Naum Trajanovski, Petar Todorov, Bilijana Volchevska και Liupco S. Risteski (επιμ.), Cultures and Politics of Remembrance: Southeast European and Balkan Perspectives, Forum ZFD – Institute of National History –Institute of Ethnology and Anthropology, Σκόπια 2021, σσ. 97-105. 
  57. Marinov, ό.π., σ. 28. 
  58. Στο ίδιο. 
  59. Κατσάνος, «Πρόσφυγες, προσφυγικές μνήμες», ό.π., σ. 194. 
  60. Για παράδειγμα, γεννημένος στο χωριό Banitsa της πόλης Lerin, αντί του νέου ελληνικού ονόματος Βεύη της πόλης Φλώρινας ή στο χωριό Vladovo, της πόλης Voden, αντί για τη χρήση της νέας ελληνικής ονομασίας που ήταν Άγρας της Έδεσσας που θα έπρεπε να αναφέρεται με βάση την απόφαση. 
  61. Monova, «Οι πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου», ό.π., σ. 252. 
  62. https://mhrmi.org/news/1998/july20_e.asp [ανακτήθηκε 5/12/21]. 
  63. Κατσάνος, «Πρόσφυγες, προσφυγικές μνήμες», ό.π., σσ. 201-202. Για σχετικό οπτικό υλικό από το περιεχόμενο της επίσκεψης στην Έδεσσα και την Μελίτη της Φλώρινας μπορεί να ανατρέξει κανείς στο ντοκιμαντέρ Voden, Macedonian Television, Skopje, Republic of Macedonia, 1999. 
  64. Ιός, «Οι ανιθαγενείς της Μακεδονίας. Οι τελευταίοι πρόσφυγες», Ελευθεροτυπία, 4 Αυγούστου 1996. Επίσης, τηλεοπτική εκπομπή Μαύρο Κουτί (Αλέξης Παπαχελάς, Παύλος Τσίμας, Τάσος Τέλλογλου), 17 Μαΐου 2000, συνέντευξη Γεωργίου Λιάνη. 
  65. Τηλεοπτική εκπομπή Μαύρο Κουτί (Αλέξης Παπαχελάς, Παύλος Τσίμας, Τάσος Τέλλογλου), 17 Μαΐου 2000, συνέντευξη Alexandar Popovski. 
  66. Μαρία Λουκά, «Αυτοί που δε γύρισαν. Οι (Σλαβο)Μακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου», 26 Ιανουαρίου 2019, https://popaganda.gr/stories/slavomakedones-prosfiges-ellada/ [ανακτήθηκε 10/1/21]. 
  67. Εμπειρίκος και Σκουλαρίκη, «Το Μακεδονικό από τη Μεταπολίτευση», ό.π., 157. 
  68. Ιός, «Το τρίτο τέλος του Εμφυλίου», Ελευθεροτυπία, 8 Ιουνίου 2003∙ Lambros Baltsiotis “Minorities in Greece: State policies and administrative practices», Mehmet Hacisalinoglu και Fuat Aksu (επιμ.) Minority issues in the Balkans and the EU, Foundation for the Middle East and Balkan Studies, Department of Political Science and International Relations, Yıldız Teknik Üniversitesi, Ισταμπούλ 2007, σ. 133. 
  69. Σε ανάλογη κίνηση είχε προχωρήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το Πάσχα του 1985, με σύσσωμη την αντιπολίτευση, τον Τύπο και την κοινή γνώμη να τάσσονται ενάντια στην προοπτική έστω και προσωρινής εισόδου· βλ. Ελευθερία Παναγοπούλου, «Μακεδονικό, αποστολή στα Σκόπια. Είμαστε οι Παλαιστίνιοι των Βαλκανίων», Σχολιαστής, 71 (Δεκέμβριος 1988), σ. 25. 
  70. Dnevnik, 17 Ιουνίου 2003. 
  71. Ιός, «Μικρόκαρδοι νοσταλγοί», Ελευθεροτυπία, 27 Ιουνίου 2003 και «Όλα στα χέρια της ΕΥΠ;», Ελευθεροτυπία, 26 Ιουλίου 2003. Βλ. επίσης, Καθημερινή, 27 Ιουνίου 2003. 
  72. Sarova και Mircevska, ό.π., σ. 145. 
  73. ΕΕΣ-Ουράνιο Τόξο, «Δελτίο Τύπου: Συμβολική υποδοχή στα ελληνο-μακεδονικά σύνορα στις 10 Αυγούστου 2003», 1/8/2003, http://www.florina.org/news/2003/2003_begalci_pr2_gr.asp [ανακτήθηκε 3/1/2021 
  74. EFA-RAINBOW, “Press Release: Unmasking Greece’s Policy of Racism and Discrimination Against Macedonians, 13/08/2003”, http://www.florina.org/news/2003/2003_begalci_pr2.asp [ανακτήθηκε 3/1/2021]. Βλ. επίσης, Dnevnik, 11 Αυγούστου 2003. Ακόμα, σχετικό ρεπορτάζ μετά το πέρας της εκδήλωσης των προσφύγων, βλ. Helena Smith, “Bittersweet return for Greek civil war’s lost victims. Greece is allowing ethnic Macedonians exiled in the 1940s to revisit their homes for the first time”, Gurdian, 17 Οκτωβρίου 2003, https://www.theguardian.com/world/2003/oct/17/greece [ανακτήθηκε 17/12/20]. 
  75. Οι σχετικές καταγγελίες βρίσκονται στις ιστοσελίδες των προσφυγικών οργανώσεων στο εξωτερικό, καθώς και στην ιστοσελίδα του πολιτικού κόμματος Ουράνιο Τόξο. 
  76. Τα παραπάνω κατατίθενται κατόπιν επικοινωνίας του γράφοντα με δυο δικηγορικά γραφεία στους νομούς Εύβοιας και Κοζάνης, που ανέλαβαν ανάλογες υποθέσεις. Βλ. επίσης, Λουκά, «Αυτοί που δε γύρισαν», ό.π. 
  77. Απάντηση του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Λοβέρδου σε ερώτηση του μέλους του Ουράνιου Τόξου Αθανασίου Παρίση, σχετικά με τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, σε ημερίδα που διοργανώθηκε στη Φλώρινα στις 22 Αυγούστου του 2009, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Πρέσπεια 2009», https://www.youtube.com/watch?v=JC2lFSRW0iI [ανακτήθηκε 12/11/21]. 
  78. Λουκά, «Αυτοί που δε γύρισαν», ό.π. 
  79. https://www.syriza.gr/article/id/41990/Erwthsh-Boyleytwn-toy-SYRIZA-gia-toys-prosfyges-toy-Emfylioy-.html# [ανακτήθηκε 13/1/22]. 
  80. Υπουργείο Εσωτερικών. Ειδική Γραμματεία Ιθαγένειας. Αριθ. Πρωτ.: Φ.: 822115/34319. Αθήνα: 6/11/2017. 
  81. Υπουργείο Εσωτερικών, Α΄ Τμήμα Ιθαγένειας, εγκύκλιος υπ’ αριθ. Ε.Π. 51. Αθήνα: 16/2/2001. Μέχρι και το 2001, βάσει μιας απόρρητης εγκυκλίου που απεστάλη σε δέκα νομούς της χώρας το 1975, απαγορευόταν στους ληξίαρχους να εκδίδουν πιστοποιητικά για πρόσωπα που διαβιούσαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, την Αυστραλία, τον Καναδά και την Αμερική χωρίς προηγούμενη έγκριση των κεντρικών υπηρεσιών. Το 2001 η παραπάνω εγκύκλιος περιορίστηκε μόνο σε πρόσωπα που κατοικούσαν στη Βόρεια Μακεδονία, ενώ καταργήθηκε πλήρως το 2017. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Κωστόπουλος, «Αφαιρέσεις ιθαγένειας», ό.π., 69-70. 
  82. Μετριοπαθείς, ωστόσο, μεμονωμένες φωνές έθεσαν το ζήτημα της επιστροφής των τελευταίων αυτών πολιτικών προσφύγων ως μια χειρονομία καλής θελήσεως με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, φαίνεται ωστόσο πως δεν εισακούστηκαν· βλ. Σπύρος Κουταβάς, «Οι τελευταίοι εναπομείναντες του εμφυλίου, μια εκκρεμότητα με ανθρωπιστικές διαστάσεις που θα πρέπει να κλείσει», https://left.gr/news/oi-teleytaioi-slavomakedones-enapomeinantes-toy-emfylioy [ανακτήθηκε 13/9/20]. Βλ. επίσης, Μάκης Μπαλαούρας, «Να επιστρέψουν και οι τελευταίοι πολιτικοί πρόσφυγες», Αυγή, 19 Μαρτίου 2019
  83. ΕΕΣ-Ουράνιο Τόξο, «Δελτίο Τύπου: 3ο Συνέδριο ΕΕΣ-Ουράνιο Τόξο: Ανανέωση για το αύριο», 11/11/2018, http://www.florina.org/news/2018/november11_g.asp [ανακτήθηκε 16/12/18]. 
  84. Αλέξης Ηρακλείδης, Το Μακεδονικό Ζήτημα, 1878-2018. Από τις εθνικές διεκδικήσεις στις συγκρουσιακές εθνικές ταυτότητας, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2018, σ. 326. 
  85. Πασχαλούδη και Δορδανάς, ό.π., σ. 76. 
Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 21 Ιανουαρίου 2024 20:09