αγροτικά προϊόντα της Βάντσας, που αποτελούν και το βαρύ πυροβολικό της.
Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο της εκδήλωσης που έδινε και τον κυρίαρχο τόνο σ’ αυτήν, ήταν οι άφθονες πίτες της γιορτής που στόλιζαν με μοναδικό τρόπο τον εορταστικό μπουφέ που στήθηκε μες το καταχείμωνο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Οι πίτες ήταν όλες χειροποίητες από τις γυναίκες της Άνω-Κώμης, οι οποίες χρησιμοποιώντας τη μαγειρική τους τέχνη συμμετείχαν ενεργά και στήριξαν πολύ δυναμικά αυτή τη μεγάλη συλλογική προσπάθεια γιατί όπως δήλωσε και η Βαντσιώτσα φίλη μου Στέλλα Τσέπουρα στο fb «εμείς οι μεγαλύτερες σε ηλικία έχουμε υποχρέωση να στηρίξουμε τις προσπάθειες των νέων παιδιών για να κρατήσουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας».
Τριάντα τέσσερα (34) μεγάλα ταψιά με πίτα, καμιά δεκαριά πρασοτηγανιές και ένα βουνό από πρασοκεφτέδες ετοίμασαν με ιδιαίτερο μεράκι οι γυναίκες του χωριού για να προβάλουν τα βαντσιώτικα πράσα και λάχανα, τα οποία η περιοχή παράγει εδώ και αιώνες με άρδευση από το γκουμπλιτσιώτικο ρέμα. Μέχρι κι αρμόπιτα, (πίτα από λάχανο αρμιά) περιλάμβανε ο μεγάλος μπουφές όπως και ψητά λουκάνικα με πράσα, ρυζόγαλο, νιαημεριώτκο χαλβά και τζιάμ πλιάφ’. Οι πίτες είχαν βέβαια την τιμητική τους σε τέτοιο βαθμό που πολύ εύκολα θα μπορούσε η γιορτή να χαρακτηριστεί και Γιορτή της Πρασόπιτας, αφού σχεδόν όλες οι πίτες είχαν παρασκευαστεί με γέμιση το πράσο.
Και παρά το τσουχτερό κρύο, ένα αρκετά μεγάλο πλήθος επισκεπτών έδωσε το παρών σ’ αυτήν θέλοντας να τιμήσει τον μόχθο της γης των 20 περίπου καλλιεργητών της περιοχής, μερικοί από τους οποίους παράγουν και βιολογικά είδη, όπως και τις 50 περίπου γυναίκες του χωριού που μετουσίωσαν με τα χεράκια τους τα ντόπια πράσα και λάχανα από απλά γεωργικά προϊόντα της ελιμειώτιδας γης σε πολιτισμικά εδέσματα εξαιρετικής ποιότητας και γεύσης.
Ένα μεγάλο Μπράβο αξίζει σε όλους αυτούς δημόσια για το γεγονός ότι αποφάσισαν μόνοι τους να οργανώσουν αυτή την ετήσια εκδήλωση για να προβάλουν τα τοπικά τους προϊόντα μη περιμένοντας καμία επιχορήγηση ή άλλη στήριξη από τους αρμόδιους φορείς του Δήμου και της Περιφέρειας.
Τι συμβολίζει όμως η πίτα για τους ντόπιους κατοίκους του Τσιαρτσιαμπά αλλά και της Κοζάνης γενικότερα;
Στις παλιότερες γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες όπως αυτή της Κοζάνης, όπου επί αιώνες κυριαρχούσαν οι αρχές της λιτότητας και της αυτάρκειας, η πίτα ήταν ένα βασικό, σχετικά φθηνό φαγητό, φτιαγμένο με τοπικά υλικά που μπορούσε να χορτάσει όλη την οικογένεια, γι’ αυτό έφερε και το χαρακτηριστικό όνομα «η πίτα του φτωχού». Μεταφερόταν εύκολα έξω από το σπίτι και με την ίδια ευκολία καταναλωνόταν στο χώρο δουλειάς, στο χωράφι, σε μια γιορτή ή εκδρομή στην εξοχή. Για τους περισσότερους από μας αποτελεί αγαπημένο φαγητό και μια πολύ ευχάριστη ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων, εξακολουθώντας και σήμερα ακόμη να είναι κομμάτι του οικογενειακού μας διαιτολογίου είτε ως σνακ είτε ως βασικό πιάτο της ημέρας. ‘Άσωτες κι οι λαογραφικές διηγήσεις και τα παραμύθια του τόπου μας γι’ αυτήν με πιο χαρακτηριστικές «την Πίτα του Κουκουμπέση» και «την Πίτα με χιόν’»!
Η πίτα ήταν γνωστή στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων. Ονομαστές οι πλακούντες (ένα είδος πίτας) και οι γαλατόπιτες της αρχαίας Αθήνας. Η πίτα έχει αναγνωρισμένη διατροφική αξία από τότε με τα δυο βασικά συστατικά της ζύμης της (αλεύρι από σιτάρι και λάδι ) να κατατάσσονται μαζί με το κρασί στη γνωστή μεσογειακή «τριάδα» της βάσης της διατροφικής πυραμίδας ενώ τα συστατικά της γέμισης της: χόρτα ή λαχανικά ανακατεμένα με κτηνοτροφικά προϊόντα να αναγνωρίζονται μέχρι σήμερα ως πρότυπο υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής.
Η πίτα ανήκει στη διατροφική πολιτισμική ταυτότητα και κληρονομιά όχι μόνο της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Μεσογείου αποτελώντας ένα σημαντικό κομμάτι της κοινής μας κληρονομιάς και του κοινού διατροφικού πολιτισμού γύρω από τη Μεσόγειο θάλασσα. Αυτή η κοινή ταυτότητα της όμως δεν την εμποδίζει να γνωρίζει πολλές παραλλαγές όχι μόνο από χώρα σε χώρα αλλά και από τόπο σε τόπο μέσα στην ίδια τη χώρα και στην ίδια περιοχή.
Πέρα από τη διατροφική, οικονομική, ιστορική και λαογραφική αξία, η πίτα διακρίνεται και για την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της.
Γιατί όπως υπογραμμίζει η Δ/νση Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού στο e-book που κυκλοφόρησε το 2016 για τις πίτες της Ελλάδας - από την περιοχή της Δ. Μακεδονίας περιλαμβάνεται μόνο η βλάχικη πίτα της Σαμαρίνας με δυο φύλλα σαν σφωλιάτα - «η πίτα είναι και το φαγητό της γιορτής, της ξεχωριστής περίστασης που θέλουμε να μοιραστούμε με τους άλλους γύρω μας. Η πίτα διπλώνεται και αγκαλιάζει το περιεχόμενό της, η πίτα ενώνει δηλαδή τους ανθρώπους που τη μοιράζονται στις ιδιαίτερες εθιμικές περιστάσεις και ταυτόχρονα υποδηλώνει την ευχή για σταθερή ένωση μέσα από το δίπλωμά της . Η μνήμη των ανθρώπων συχνά αγκυρώνεται στη γεύση και στην όσφρηση……».
Πράγματι η πίτα βοηθά να ξεδιπλώνονται οι ατομικές μνήμες και αφηγήσεις των ανθρώπων που στέκονται γύρω από ένα κοινό τραπέζι κτίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις κοινωνικές και συλλογικές μνήμες των διαφόρων μικρών ή μεγάλων κοινοτήτων και δημιουργώντας τη ζωντανή νεώτερη ταυτότητα και κληρονομιά αυτών.
Έτσι η πίτα συνδέεται άμεσα και με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά του κάθε τόπου. Συνδέεται στενά με τις γιορτές και τα έθιμα αυτού, τις αγροδιατροφικές παραδόσεις του και τη βαθιά ριζωμένη στον χώρο και τον χρόνο πολιτιστική κληρονομιά της υπαίθρου. Στον τόπο μας συνδεεται και με τα δυο κυρίαρχα έθιμα της περιοχής, τους Φανούς της Κοζάνης και τις Λαζαρίνες που πρόσφατα εγγράφτηκαν στον κατάλογο του 1922 του Εθνικού Ευρετηρίου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας.
Γι’ αυτό, πολιτιστικά γαστρονομικά γεγονότα σαν τη Γιορτή του Πράσου εκτός από την τόνωση της τοπικής και γενικότερης τουριστικής κίνησης, μπορούν κάλλιστα να συμβάλλουν στην προβολή των τοπικών επώνυμων προϊόντων , όπως και στην ενίσχυση του εισοδήματος των αγροτών με τη μεγαλύτερη διακίνηση αυτών στις τοπικές λαϊκές αγορές.
Εδώ προκύπτει όμως ακόμα μια φορά το χρόνιο ερώτημα γιατί η Λαϊκή Αγορά της Κοζάνης να μη διαθέτει ξεχωριστό τμήμα πιστοποιημένων βιολογικών προϊόντων που θα λειτουργεί δίπλα από τη Λαϊκή συμβατικών αγροτικών προϊόντων; Γιατί οι βιοκαλλιεργητές της Άνω Κώμης και των άλλων χωριών να αναγκάζονται να τρέχουν στις αντίστοιχες Λαϊκές της Θεσσαλονίκης; Ποιος υποσκάπτει και δημιουργεί εμπόδια στη λειτουργία μιας αυτόνομης Λαϊκής Αγοράς βιολογικών προϊόντων στην Κοζάνη;
Και με την αναγνώριση του θετικού προσήμου της Γιορτής Πράσου της Άνω Κώμης, παραμένει πάντα επίκαιρο το αίτημα προς τις νεοσύστατες Έδρες Τουρισμού του Δήμου Κοζάνης και της Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας, σε συνεργασία και με άλλους φορείς, για τη διοργάνωση φεστιβάλ γαστρονομίας σε ετήσια σταθερή βάση με στόχο την προβολή των επώνυμων αγροτικών προϊόντων της περιοχής μαζί με την πολιτισμική τους ταυτότητα.
Τα επιτυχημένα παραδείγματα άλλων περιοχών, όπως αυτό των γειτονικών Γρεβενών με επίκεντρο τα μανιτάρια, του Δήμου Πρεσπών με κεντρικό θέμα την κόκκινη πιπεριά Φλωρίνης αλλά και του Δήμου Βελβεντού με θέμα το ροδάκινο, κυρίως όμως αυτό της Σίφνου, του κυκλαδίτικου νησιού που για τρεις μέρες το μήνα Σεπτέμβριο σφύζει από ζωή με επισκέπτες από όλη την Ελλάδα , χάρη στο μοναδικό φεστιβάλ του γαστρονομίας «Νίκος Τσελεμεντές», αποτελούν φωτεινά παραδείγματα προς μίμηση.
Προτάσεις υπάρχουν πολλές, νομίζω όμως πως μια τελευταία αξίζει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα γιατί μπορεί με πρωτοβουλία του Δήμου Κοζάνης και της καινούριας Αντιδημαρχίας του Τουρισμού να προβάλει με εύστοχο τρόπο τη γαστρονομία και την πλούσια διατροφική πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας, ως μία από τις συνιστώσες για την ανάπτυξη του στα πλαίσια της Απολιγνιτοποίησης κι της Δίκαιης Μετάβασης. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τη δημιουργία ενός e-book με τις δεκάδες συνταγές πίτας της περιοχής κατά το πρότυπο του αντίστοιχου e-book, “Η Πίτα”-Διατροφική Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας , που μπορεί κανείς να βρει σε μορφή pdf στο site: http://www.openbook.gr pita της Δ/νσης Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού.