διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης, μιλά στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών.
Πώς ορίζονται τα συναισθήματα στην πολιτική ή, αλλιώς, τι είναι τα πολιτικά συναισθήματα; Ποια είναι σήμερα τα κυρίαρχα συναισθήματα των πολιτών και πώς αυτά επηρεάζουν την πολιτική κουλτούρα και την εκλογική τους συμπεριφορά; Πώς επιδρούν τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα αντίστοιχα στην πολιτική κινητοποίηση και τη συμμετοχή των πολλών; Πόσο γενικευμένο είναι στις μέρες μας το συναίσθημα της απογοήτευσης και τι επίπτωση έχει αυτό στον κομματικό ανταγωνισμό; Πόσο συγκυριακή μπορεί να είναι μια εμπεδωμένη αίσθηση απαισιοδοξίας και αναποτελεσματικότητας των ασκούμενων πολιτικών που μοιράζεται μεγάλη μερίδα των πολιτών; Σε αυτά και άλλα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο Α. Σεριάτος στη συνέντευξη που ακολουθεί.
* Συνέντευξη στην Αγγελική Μητροπούλου, επιστημονική συνεργάτιδα ΕΝΑ, υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πώς μπορεί να ορισθεί το συναίσθημα στην πολιτική;
Δεν αποτελεί εύκολη άσκηση να ορίσει κανείς τα συναισθήματα στην πολιτική ή, αλλιώς, τα πολιτικά συναισθήματα (political sentiments). Πάντως, αν με κάποιον τρόπο έπρεπε να τα το κάνουμε, θα λέγαμε ότι αποτελούν συναισθηματικές –με σχετική αντοχή στο χρόνο– διαθέσεις που σχετίζονται με τις πολιτικές και κοινωνικές νόρμες και την ιδιαίτερη συγκυρία μιας δεδομένης κοινωνίας, διαδραματίζοντας, μεταξύ άλλων, ρόλο-κλειδί στη συγκρότηση της πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς.
Τα συναισθήματα στην πολιτική αποτελούν αντιδράσεις που ενέχουν ως έναν ορισμένο βαθμό το στοιχείο της δέσμευσης και συνοδεύονται από ορισμένα αντικείμενα προς τα οποία και διοχετεύονται. Πολιτικοί θεσμοί, πρόσωπα, σύμβολα, ιδέες και αξίες είναι ορισμένα μόνο από αυτά. Μπορεί κανείς να αισθάνεται πάθος και αφοσίωση προς την ιδεολογία του, θυμό απέναντι στο πολιτικό σύστημα, απογοήτευση από τις πολιτικές ελίτ, φόβο και άγχος, λόγω της ατομικής ή συλλογικής οικονομικής κατάστασης, κυνισμό εν γένει απέναντι στην πολιτική, λόγω μειωμένης εμπιστοσύνης στους θεσμούς, ή και ελπίδα και αισιοδοξία, λόγω της εμφάνισης ενός χαρισματικού προσώπου ή ενός νέου πολιτικού κόμματος.
Γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα πώς νιώθουν οι πολίτες; Η πολιτική ανάλυση δεν είναι κάτι κατ’ εξοχήν ορθολογικό; Πότε και γιατί μπαίνει το συναίσθημα στο κάδρο;
Η πολιτική ανάλυση ως επιστημονική μεθοδολογία είναι μια ορθολογική διαδικασία. Ωστόσο, η διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς –συμπεριλαμβανομένης της εκλογικής– δεν αποτελεί μια κατ’ εξοχήν ορθολογική διαδικασία. Στις μέρες μας, είναι ευρέως αποδεκτό από την ακαδημαϊκή κοινότητα ότι η διαδικασία διαμόρφωσης κουλτούρας και συμπεριφοράς συνδυάζει, σε διαφορετικές –ανά προσέγγιση και κατά περίπτωση– δοσολογίες, το στοιχείο του ορθολογισμού αλλά και της συναισθηματικής-ψυχολογικής αντίδρασης. Η γενικότερη υποτίμηση του ρόλου των συναισθημάτων στην πολιτική έως και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 οφειλόταν, πρώτον, στην εδραιωμένη πεποίθηση ότι η λειτουργία της πολιτείας οφείλει να λαμβάνει χώρα εντός ενός ορθολογικού πλαισίου και όχι στη βάση συναισθηματικών αντιδράσεων και, δεύτερον, στην κυριαρχία της θεωρίας περί ορθολογικής επιλογής (rational choice theory), που σε πολύ μεγάλο βαθμό, από το περίφημο εκείνο άρθρο του Downs και έπειτα, διαμόρφωσε το πλαίσιο μελέτης στα περισσότερα πεδία της πολιτικής επιστήμης.
Ωστόσο, το πώς πραγματικά διαμορφώνεται η πολιτική κουλτούρα ή συμπεριφορά των ατόμων απέχει πολύ από το πώς εμείς ιδανικά ως κοινωνία θα επιθυμούσαμε –και ορθώς, κατά τη γνώμη μου– να διαμορφώνεται. Για παράδειγμα, πολλές φορές οι εκλογείς, παρότι με το πέρασμα του χρόνου αποκλίνουν σημαντικά από τις θέσεις ή και τις αξίες ενός κόμματος, συνεχίζουν και το προτιμούν σε μια εκλογική διαδικασία ακριβώς διότι έχουν νωρίτερα αναπτύξει μαζί του ισχυρούς συναισθηματικούς-ψυχολογικούς δεσμούς. Ορισμένες άλλες φορές, ενώ οι ψηφοφόροι θεωρούν ότι είναι προς όφελός τους η ψήφιση ενός συγκεκριμένου κόμματος, πράττουν διαφορετικά, με έναυσμα κάποια συναισθηματική δέσμευση απέναντι στις αξίες ή την ιδεολογία τους.
Τι γνωρίζουμε για τον ρόλο των συναισθημάτων στη διαδικασία της πολιτικής κινητοποίησης και συμμετοχής των πολιτών;
Αρχικά, μου δίνεται η ευκαιρία να πω ότι χρειάζεται να υπερβούμε τη διάκριση μεταξύ θετικών και αρνητικών συναισθημάτων, όχι διότι δεν είναι ορθή, αλλά διότι φαίνεται να είναι περιορισμένης ερμηνευτικής αξίας για την πολιτική επιστήμη. Κατά τη γνώμη μου, δε, οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί/ές απέναντι στη γενικευμένη συσχέτιση των αρνητικών πολιτικών συναισθημάτων με αρνητικές εξελίξεις στην πολιτική και, αντίστοιχα, των θετικών συναισθημάτων με θετικές εξελίξεις. Και τούτο διότι, αναλόγως του ιστορικού πλαισίου αλλά και του αντικειμένου επί του οποίου τα συναισθήματα διοχετεύονται, ορισμένα από αυτά φέρουν την απαραίτητη για την κοινωνική αλλαγή κινητοποιητική ισχύ.
Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι αρκετά «αρνητικά» συναισθήματα, όπως ο θυμός, προετοιμάζουν τα άτομα να δράσουν ώστε να μεταβληθεί μια υφιστάμενη ανεπιθύμητη κατάσταση πραγμάτων. Αντίστοιχα, ο ενθουσιασμός ή η ελπίδα που γεννάει η προοπτική της αλλαγής μιας τέτοιου τύπου κατάστασης έχει συσχετιστεί με την αυξημένη πιθανότητα πολιτικής συμμετοχής, ενώ το συναίσθημα της απόλαυσης που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια ενός πρώτου συμβάντος εμπλοκής στα πολιτικά πράγματα δείχνει να λειτουργεί ενισχυτικά στην καλλιέργεια μιας πιο μόνιμης, με αντοχή στο χρόνο, κουλτούρας πολιτικής συμμετοχής. Φυσικά, το εάν είναι ή όχι η αλλαγή κάτι το επιθυμητό αποτελεί πάντοτε ένα ανοικτό ερώτημα, ακριβώς διότι η μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης μπορεί να έχει, για παράδειγμα, ως κατεύθυνση είτε την εμβάθυνση είτε την αποδυνάμωση της δημοκρατίας. Από την άλλη, συναισθήματα όπως η ασφάλεια, η αδιαφορία και η απογοήτευση έχουν συσχετιστεί με μειωμένη διάθεση πολιτικής συμμετοχής.
Με ποιον τρόπο μπορεί κάποιο πολιτικό σχήμα σήμερα να αξιοποιήσει αρνητικά συναισθήματα όπως αυτά που περιλαμβάνονται στα ευρήματα της κοινωνικής έρευνας του ΕΝΑ για να παραγάγει πολιτική υπεραξία;
Ως προς τα ευρήματα της κοινωνικής έρευνας του ΕΝΑ, θα έλεγα ότι, για να αξιοποιηθούν, θα χρειαστεί πρώτα να κατανοηθούν. Για παράδειγμα, το ακόμα πιο διευρυμένο κοινωνικά –συγκριτικά με την προηγούμενη, αντίστοιχη, έρευνα του Ινστιτούτου– συναίσθημα της απογοήτευσης, αλλά και το προφίλ όσων επιλέγουν το τελευταίο ως κυρίαρχο συναίσθημα, είναι εξαιρετικά ανησυχητικά ευρήματα. Στην παρούσα έρευνα συναντάει κανείς με μεγαλύτερη ένταση απογοητευμένους πολίτες μεταξύ των χαμηλότερων εισοδημάτων, μεταξύ των γυναικών αλλά και μεταξύ όσων θεωρούν ότι έννοιες όπως «Αριστερά» και «Δεξιά» έχουν χάσει πλέον το νόημά τους. Και τούτο αποτελεί μια εξαιρετικά αρνητική συνθήκη, διότι τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και οι γυναίκες αποτελούν ορισμένες από τις πιο ευάλωτες κατηγορίες πληθυσμού, των οποίων μάλιστα τα συμφέροντα επιθυμούν –διακηρυκτικά τουλάχιστον– κατά προτεραιότητα να εκπροσωπήσουν τα κόμματα του μη δεξιού χώρου. Και φυσικά, είναι και το ζήτημα της εν γένει απομάκρυνσης ολοένα και περισσότερων πολιτών από την πολιτική, αποτέλεσμα ή/και καύσιμο του οποίου είναι η γενικευμένη πλέον απογοήτευση απέναντι στην πολιτική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η απογοήτευση συσχετίζεται έντονα με την πιθανότητα να αρνείται κανείς τη διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και τελικά με μια αντίληψη περί πολιτικής σύμφωνα με την οποία λίγο πολύ όλοι «το ίδιο είναι».
Από την άλλη, τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι υπάρχει απόθεμα κινητοποιητικών προς πολιτική συμμετοχή συναισθημάτων, αλλά εκτιμώ πως στη μεγάλη εικόνα διαμορφώνεται ένας καμβάς εσωστρέφειας, που κινείται μεταξύ αναμονής, χαμηλών προσδοκιών και παραίτησης. Και αν έπρεπε προσώρας να κρατήσω κάτι το οποίο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και τελικά αξιοποίησης από τα πολιτικά κόμματα, θα ήταν αυτό: η διάχυση της απογοήτευσης σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε τα δύο πιο ανησυχητικά ευρήματα της έρευνας του ΕΝΑ, ποια θα ήταν αυτά και γιατί;
Αναμφίβολα, θα ξεχώριζα το παραπάνω εύρημα, ότι δηλαδή καταγράφεται μια διευρυμένη κοινωνικά απογοήτευση, με την οποία δεν συνομιλούν πειστικά τα πολιτικά κόμματα, αδυνατώντας ως εκ τούτου να την κατανοήσουν και τελικά να τη μετασχηματίσουν σε καύσιμη, προς πολιτική κινητοποίηση, ύλη. Από εκεί και πέρα, θα κρατούσα τον ισχυρό βαθμό απαισιοδοξίας για την οικονομική κατάσταση, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό/εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, μόλις το 15% εκτιμά ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας θα βελτιωθεί κατά τους επόμενους 12 μήνες, με το υπολειπόμενο 85% να θεωρεί είτε ότι τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν (28%) είτε ότι θα χειροτερέψουν (55%). Σε συνάφεια με το παραπάνω εύρημα, η ικανοποίηση από το ύψος των εργασιακών αμοιβών καταγράφεται ως εξαιρετικά χαμηλή.
Ωστόσο, παρατηρώ και μια εμπεδωμένη αίσθηση περί αναποτελεσματικότητας των εφαρμοζόμενων πολιτικών σε όλους τους κεντρικούς τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία, η ασφάλεια, η δικαιοσύνη και η κοινωνική πρόνοια, που δείχνει να σχετίζεται με ένα εντεινόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Το εάν τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν μεταβολές αντοχής στη μακρά διάρκεια και όχι κάποια συγκυριακή πρόσληψη της πραγματικότητας μένει να το δούμε. Ο καιρός γαρ εγγύς.