στο Truthout, ο Αμερικανός διανοούμενος και πολιτικός στοχαστής Νόαμ Τσόμσκυ ερωτήθηκε μεταξύ άλλων για τη γνώμη του όσον αφορά τα δυτικά σχέδια. «Τι επιδιώκουν ΝΑΤΟ και ΗΠΑ στην Ουκρανία; Να παροτρύνουν τον ουκρανικό στρατό να ανταποδώσει χτυπώντας τη Μόσχα και άλλες ρωσσικές πόλεις;» Μεταφράζουμε, ελαφρά συντομευμένο, ένα απόσπασμα της συνέντευξης. — ΝΠ~.~
«Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι έχουμε πλέον να κάνουμε με έναν πόλεμο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ κατά της Ρωσσίας διαμέσου της Ουκρανίας»
Μπορούμε να ξεκινήσουμε με το ερώτημα τι δεν είναι στα σχέδια του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ για την Ουκρανία. Η απάντηση είναι εύκολη: η προσπάθεια να τερματιστούν οι φρικαλεότητες προτού η κατάσταση γίνει πολύ χειρότερη. Το «πολύ χειρότερη» εδώ ξεκινά από την επιδείνωση της καταστροφής της χώρας, πράγμα από μόνο του φρικτό αν και σε καμία περίπτωση συγκρίσιμο με τις συνέπειες της εισβολής των ΗΠΑ και της Βρετανίας στο Ιράκ ή, φυσικά, την ερήμωση της Ινδοκίνας από τις ΗΠΑ, που δεν έχει το όμοιό της στη μεταπολεμική περίοδο. Και ο κατάλογος έχει άφθονα τέτοια παραδείγματα. Για να πάρουμε μερικά «ελάσσονα», από τον Φεβρουάριο του 2022 και δώθε ο ΟΗΕ υπολογίζει τους θανάτους αμάχων στην Ουκρανία σε περίπου 7.000. Ο αριθμός είναι σίγουρα πολύ υποεκτιμημένος. Αν τον τριπλασιάσουμε, ισοφαρίζουμε τον εκτιμώμενο αριθμό των νεκρών της, υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ, εισβολής του Ισραήλ στον Λίβανο το 1982. Αν τον πολλαπλασιάσουμε επί 30, φτάνουμε στον απολογισμό των σφαγών επί Ρόναλντ Ρήγκαν στην Κεντρική Αμερική, κατά τις μικροεπεμβάσεις εκεί της Ουάσιγκτον. Και ούτω καθεξής.
Κατά τα δυτικά θέσφατα, μια τέτοια σύγκριση θεωρείται περιττή, περιφρονητέα μάλιστα. Πώς τολμά κανείς να μιλάει για δυτικά εγκλήματα, όταν ιερό καθήκον του είναι να καταγγέλλει τη Ρωσσία ως μόνο υπαίτιο της φρικωδίας! Επιπλέον, για κάθε ένα από τα δικά μας εγκλήματα, υπάρχουν ένα σωρό περίτεχνες δικαιολογίες. Καταρρέουν γρήγορα μόλις τις ψιλολογήσει κανείς, όπως έχει σχολαστικά αποδειχθεί. Αλλά η κατάρριψή τους δεν έχει σημασία μέσα σ’ αυτή την καλολαδωμένη μηχανή των θεσφάτων, όπου «οι αντιδημοφιλείς ιδέες αποσιωπώνται και τα άβολα γεγονότα παραμένουν στο σκοτάδι, χωρίς να χρειάζεται καμιά επίσημη απαγόρευση», για να δανειστούμε την περιγραφή της φιλελεύθερης Αγγλίας από τον Τζωρτζ Όργουελ στην (ανέκδοτη) εισαγωγή του στη Φάρμα των ζώων.
Πάντως, οι συνέπειες της επιδείνωσης αυτής υπερβαίνουν κατά πολύ τον ζοφερό απολογισμό στην ίδια την Ουκρανία. Διότι περιλαμβάνουν επίσης τους ανθρώπους που κινδυνεύουν να πεινάσουν λόγω των περιορισμών στις εξαγωγές σιτηρών και λιπασμάτων από την πλούσια περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Περιλαμβάνουν την αύξουσα απειλή μιας πυρηνικής κλιμάκωσης (που σημαίνει πόλεμο μέχρι πλήρους εξοντώσεως). Και πάνω απ’ όλα, την απότομη περιστολή της δειλής ώς σήμερα απόπειρας να αποτραπεί ο επικρεμάμενος όλεθρος της πλανητικής υπερθέρμανσης.
Πώς να αγνοήσουμε την ευφορία της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων για την εκτόξευση της κερδοφορίας της; Πώς να αγνοήσουμε την επιτυχία του προπαγανδιστικού συστήματος να διασκεδάσει αυτή την ανησυχία στον νου των θυμάτων, του γενικού πληθυσμού; Στην τελευταία δημοσκόπηση της PEW για τα ζητήματα που ανησυχούν τους Αμερικανούς ο πυρηνικός πόλεμος ήταν άφαντος. Η δε κλιματική αλλαγή βρέθηκε στον πάτο των απαντήσεων – μόλις 12% των Ρεπουμπλικάνων προβληματίζονται γι’ αυτήν.
Η δημοσκόπηση έτυχε να συμπέσει με την τελευταία ρύθμιση του Ρολογιού της Ημέρας της Κρίσεως που μετακινήθηκε προς τα εμπρός, στα 90 δευτερόλεπτα πριν από τα μεσάνυχτα, καινούργιο ρεκόρ τροφοδοτούμενο από τις δύο συνήθεις ανησυχίες: πυρηνικός πόλεμος και περιβαλλοντική καταστροφή. Μπορούμε να προσθέσουμε σ’ αυτές και μια τρίτη: την κατασίγαση της επίγνωσης ότι οι θεσμοί μάς οδηγούν στην καταστροφή.
Ας επιστρέψουμε στο φλέγον: πώς απεργάζεται η πολιτική την επιδείνωση της κατάστασης στην Ουκρανία, διαμέσου της κλιμάκωσης της σύγκρουσης; Η επίσημη ρητορική δεν έχει αλλάξει: ζητούμενο είναι να αποδυναμωθεί σοβαρά η Ρωσσία. Οι κεντροαριστεροί σχολιαστές, ωστόσο, αναφέρουν και σκοπούς πιο ουμανιστικούς: να διασφαλίσουμε ότι η Ουκρανία θα είναι σε ισχυρότερη θέση στις ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις. Ότι, αντίθετα, μπορεί να περιέλθει έτσι σε θέση πιο αδύναμη είναι που δεν συζητείται καθόλου, παρότι ενδεχόμενο διόλου εξωπραγματικό.
Απέναντι σε τέτοιας ισχύος επιχειρήματα, εμείς πρέπει να δούμε τι γίνεται στην πράξη: την αποστολή αμερικανικών και γερμανικών αρμάτων μάχης, πιθανότατα σύντομα και μαχητικών αεροσκαφών, και την αμεσότερη συμμετοχή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στον πόλεμο.
Η επίσημη πολιτική της σοβαρής αποδυνάμωσης της Ρωσσίας έχει να επιδείξει όντως επιτυχίες. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί σχολιαστές, για ένα κλάσμα του κολοσσιαίου στρατιωτικού προϋπολογισμού τους, οι ΗΠΑ, μέσω της Ουκρανίας, πλήττουν σημαντικά την ισχύ του κύριου στρατιωτικού αντιπάλου τους, επίτευγμα όχι μικρό. Επιπλέον όλο αυτό είναι σπουδαίος μποναμάς προς μεγάλους τομείς της αμερικανικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών καυσίμων και των στρατιωτικών βιομηχανιών. Στο γεωπολιτικό πεδίο, αντιμετωπίζεται –τουλάχιστον προσωρινά– μια κρίσιμη ανησυχία όλης της μεταπολεμικής περιόδου: ότι η Ευρώπη θα παραμείνει υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και δεν θα υιοθετήσει ανεξάρτητη πορεία συνεργαζόμενη στενότερα με τον πλούσιο σε φυσικούς πόρους εμπορικό εταίρο της στα ανατολικά.
Λέω «προσωρινά» διότι δεν είναι σαφές για πόσο καιρό η πολύπλοκη ευρωπαϊκή οικονομία, που έχει θεμέλιό της τη Γερμανία, θα είναι πρόθυμη να παραδοθεί στην παρακμή, ή και την ίδια την αποβιομηχάνιση, καθυποτασσόμενη στις ΗΠΑ και τους Βρετανούς βαστάζους της.
Υπάρχει ελπίδα διπλωματικής αντίδρασης ώστε να ξεφύγουμε από τη σταθερή διολίσθηση προς την καταστροφή, στην Ουκρανία και όχι μόνο; Δεδομένης της αδιαφορίας της Ουάσινγκτον, τα ΜΜΕ δεν κάνουν λόγο για κάτι τέτοιο αλλά αρκετά έχουν διαρρεύσει από ουκρανικές, αμερικανικές και άλλες πηγές ώστε να γνωρίζουμε με κάμποση ακρίβεια ότι υπήρχε όντως μια τέτοια δυνατότητα, ακόμη και ώς τον περασμένο Μάρτιο μάλιστα. Το έχουμε συζητήσει στο παρελθόν και όλο και περισσότερες αποδείξεις ποικίλης αξιοπιστίας βγαίνουν στο φως.
Μπορεί η διπλωματία να κάνει κάτι; Όσο οι μάχες εξακολουθούν, οι θέσεις των αντιπάλων όπως είναι φυσικό σκληραίνουν. Αυτή τη στιγμή, οι θέσεις της Ουκρανίας και της Ρωσσίας φαίνονται ασυμβίβαστες. Αυτό δεν είναι καινοφανές στις διεθνείς συγκρούσεις. Έχει αποδειχθεί συχνά ότι «οι ειρηνευτικές συνομιλίες είναι δυνατές όταν υπάρχει πολιτική βούληση», σχολιάζουν δύο Φιλανδοί αναλυτές. Και σκιαγραφούν τα βήματα που είναι δυνατό να γίνουν ώστε να ανοίξει ο δρόμος προς τη διπλωματική διευθέτηση της σύρραξης. Επισημαίνουν δε σωστά ότι τέτοια πολιτική βούληση υπάρχει σε ορισμένους κύκλους των ΗΠΑ: ανάμεσά τους ο ΓΕΕΘΑ των ΗΠΑ και ανώτερα στελέχη του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. Μέχρι στιγμής ωστόσο προκρίνεται η μέθοδος της διαπόμπευσης και της δαιμονοποίησης, συχνά συνοδευόμενη από μεγαλόστομες ρητορείες για την κοσμοϊστορική πάλη των δυνάμεων του φωτός και του σκότους.
Οι ρητορείες αυτές είναι πολύ οικείες σε όσους κάπως γνωρίζουν τα κατορθώματα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το κάλεσμα του Ρίτσαρντ Νίξον προς τον αμερικανικό λαό για την κονιορτοποίηση της Καμπότζης: «Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, αν το ισχυρότερο έθνος του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, φερθεί σαν αξιολύπητος, ανήμπορος γίγαντας, οι δυνάμεις του ολοκληρωτισμού και της αναρχίας θα απειλήσουν τα ελεύθερα έθνη και τους ελεύθερους θεσμούς παντού στον πλανήτη». Αυτή είναι η μόνιμη επωδός.