δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί η παγκόσμια σκηνή, μια εποχή κατά την οποία τα γεγονότα αμφισβητούνται συστηματικά, το έργο που επιτελείτε είναι πιο σημαντικό από ποτέ για την Ευρώπη. Μόνο με τη βαθύτερη κατανόηση του κόσμου όπως είναι στην πραγματικότητα, και όχι όπως ίσως θα θέλαμε να είναι, μπορούμε να χαράξουμε καλύτερα τεκμηριωμένες πολιτικές. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι ομάδες προβληματισμού αποτελούν ουσιαστικό μέρος της δημοκρατίας μας. Μέσα σε μόλις δέκα χρόνια, το Ινστιτούτο Κινεζικών Μελετών Mercator (MERICS) έχει αναπτύξει μοναδική εμπειρογνωσία στην ανάλυση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών τάσεων στην Κίνα και του τρόπου με τον οποίο οι τάσεις αυτές επηρεάζουν την Ευρώπη και τον κόσμο. Πρέπει να διαφυλάξουμε και να υπερασπιστούμε το δικαίωμά σας —και το δικαίωμα όλων των ομάδων προβληματισμού— να κάνετε αναλύσεις και να τηρείτε κριτική στάση. Επομένως, θέλω να εκφράσω την αλληλεγγύη μου σ’ εσάς και σε όλα τα άλλα άτομα και ιδρύματα στα οποία έχουν επιβληθεί άδικες κυρώσεις από την κινεζική κυβέρνηση. Θα ήθελα επίσης να συγχαρώ το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την πρόσφατη 25η επέτειό του. Από την ίδρυσή σας, είστε μια πραγματικά ευρωπαϊκή φωνή στον κόσμο της πολιτικής και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το πνεύμα αυτό είναι πολύ κοντά στην εικόνα που είχε για τον κόσμο ένας από τους ιδρυτές σας και ένας από τους λιγότερο αναγνωρισμένους πατέρες της Ευρώπης, ο Max Kohnstamm. Ο Max Kohnstamm βίωσε την τραγωδία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και υπέστη προσωπικά τραύματα. Η εμπειρία αυτή τον ενέπνευσε να αφιερώσει τη ζωή του στην οικοδόμηση μιας ενωμένης Ευρώπης. Μια ερώτηση καθοδηγούσε πάντα το έργο του: «Πιστεύουμε ότι τα κράτη είναι καταδικασμένα (...) να μην εμπιστεύονται ποτέ άλλα κράτη; Ή πιστεύουμε στη δυνατότητα αλλαγής, σταδιακής αλλαγής της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς των ανθρώπων;». Αυτή η δέσμευση για τη βελτίωση της κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων εξακολουθεί να είναι ισχυρή στην κοινότητα των ομάδων προβληματισμού της Ευρώπης.
Αυτή ακριβώς η ανάγκη να εμβαθύνουμε τις γνώσεις μας για τον ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο μάς φέρνει εδώ, για να συζητήσουμε την πολιτική της Ευρώπης έναντι της Κίνας. Η σχέση μας με την Κίνα είναι μία από τις πιο περίπλοκες και σημαντικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Το πώς θα τη διαχειριστούμε θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τη μελλοντική μας οικονομική ευημερία και εθνική ασφάλεια. Η Κίνα είναι ένα έθνος με μοναδική ιστορία, το οποίο δημιούργησε πολιτισμό από τα αρχαία χρόνια και έχει βιώσει την άνοδο και την πτώση δυναστειών. Οι κινέζοι φιλόσοφοι έχουν διαμορφώσει τον πολιτισμό και την κοινωνία σε μεγάλο μέρος του σημερινού κόσμου, από τα διδάγματα του Λάο Τσε σχετικά με τη διαβίωση του ανθρώπου σε αρμονία με τη φύση έως τις ηθικές αξίες του Κομφούκιου. Οι τέσσερις μεγάλες εφευρέσεις της αρχαίας Κίνας —η πυξίδα, η πυρίτιδα, η χαρτοποιία και η εκτύπωση— έφεραν επανάσταση στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ωστόσο, αυτή την τελευταία περίοδο γράφεται από πολλές απόψεις ένα από τα πιο αξιοσημείωτα κεφάλαια σε αυτή τη μακρά, περίπλοκη και συχνά ταραχώδη ιστορία. Σε λιγότερο από 50 χρόνια, η Κίνα εξήλθε από την εκτεταμένη φτώχεια και την οικονομική απομόνωση και έχει καταφέρει να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και να πρωτοστατεί σε πολλές τεχνολογίες αιχμής. Από το 1978, η ανάπτυξη υπερβαίνει κατά μέσο όρο το 9% ετησίως, ενώ περισσότερα από 800 εκατομμύρια άτομα έχουν ξεφύγει από τη φτώχεια. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του περασμένου μισού αιώνα. Η εμβέλεια της Κίνας εκτείνεται σε όλες τις ηπείρους και σε όλους τους παγκόσμιους θεσμούς, ενώ οι φιλοδοξίες της είναι ακόμα μεγαλύτερες. Μέσω της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», είναι ο μεγαλύτερος δανειστής των αναπτυσσόμενων χωρών. Η οικονομική, βιομηχανική και στρατιωτική της ισχύς θέτει υπό αμφισβήτηση κάθε υπόνοια ότι η Κίνα συνεχίζει να είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα. Το ακούσαμε τον περασμένο Οκτώβριο από τον Πρόεδρο Σι, ο οποίος είπε στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι επιθυμεί να καταστεί η Κίνα έως το 2049 παγκόσμιος ηγέτης όσον αφορά τον «συνδυασμό εθνικής ισχύος και διεθνούς επιρροής». Ή, με απλά λόγια: ουσιαστικά, ο Πρόεδρος Σι θέλει να καταστεί η Κίνα το ισχυρότερο έθνος στον κόσμο. Δεδομένου του μεγέθους και της παγκόσμιας επιρροής της, είναι θετικό το γεγονός ότι η οικονομία της Κίνας έχει ξανανοίξει μετά την πανδημία του κορονοϊού. Και είναι καλό οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και οι διπλωμάτες μας να μπορούν να έρθουν ξανά σε επαφή. Επειδή η αμοιβαία κατανόηση ξεκινά από την αμοιβαία επικοινωνία.
Ταυτόχρονα, όμως, ανησυχούμε για το τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή την επιστροφή στην παγκόσμια σκηνή. Ο καθορισμός μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής έναντι της Κίνας —ο καθορισμός του στόχου που θέλουμε να πετύχουμε— πρέπει να ξεκινήσει με μια νηφάλια αξιολόγηση των σημερινών μας σχέσεων και των στρατηγικών προθέσεων της Κίνας. Η σχέση μας με την Κίνα είναι άκρως σημαντική και δεν πρέπει να διακυβευθεί λόγω αδυναμίας σαφούς καθορισμού των όρων μιας υγιούς συνεργασίας. Είναι προφανές ότι οι σχέσεις μας έχουν γίνει πιο ψυχρές και πιο δύσκολες τα τελευταία χρόνια. Εδώ και αρκετό καιρό παρατηρούμε μια εσκεμμένη σκλήρυνση της συνολικής στρατηγικής στάσης της Κίνας, η οποία συνδυάζεται πλέον με όλο και περισσότερες και πιο δυναμικές ενέργειες. Αυτό έγινε ξεκάθαρα αντιληπτό από την επίσημη επίσκεψη του Προέδρου Σι την περασμένη εβδομάδα στη Μόσχα. Αντί να αποθαρρυνθεί από την αποτρόπαια και παράνομη εισβολή στην Ουκρανία, ο Πρόεδρος Σι διατηρεί τη φιλία του «χωρίς όρια» με τη Ρωσία του Πούτιν. Ωστόσο, υπήρξε μια αλλαγή δυναμικής στη σχέση μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Είναι σαφές από την επίσκεψη ότι η Κίνα βλέπει την αδυναμία του Πούτιν ως ένα μέσο για την αύξηση της επιρροής της έναντι της Ρωσίας. Και είναι σαφές ότι η ισορροπία δυνάμεων στη σχέση αυτή, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα ευνόησε τη Ρωσία, έχει πλέον αντιστραφεί. Πολύ χαρακτηριστικά ήταν τα τελευταία λόγια του Προέδρου Σι προς τον Πούτιν στα σκαλιά έξω από το Κρεμλίνο, όταν είπε: «Αυτή τη στιγμή συντελούνται αλλαγές που είναι πρωτοφανείς τα τελευταία 100 χρόνια. Και είμαστε εμείς αυτοί που δρομολογούμε αυτές τις αλλαγές από κοινού.» Ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Κίνα έχει την ευθύνη να διαφυλάξει τις αρχές και τις αξίες που βρίσκονται στο επίκεντρο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η Κίνα έχει και την ευθύνη να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στην προώθηση μιας δίκαιης ειρήνης. Ωστόσο, η ειρήνη αυτή μπορεί να είναι δίκαιη μόνο αν βασίζεται στην προάσπιση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Η Ουκρανία θα καθορίσει τους όρους μιας δίκαιης ειρήνης, η οποία απαιτεί την απόσυρση των στρατευμάτων που έχουν εισβάλλει στη χώρα. Οποιοδήποτε ειρηνευτικό σχέδιο, το οποίο στην ουσία θα παγίωνε τις ρωσικές προσαρτήσεις, απλώς δεν αποτελεί βιώσιμο σχέδιο. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς στο σημείο αυτό. Ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα θα συνεχίσει να αλληλεπιδρά με τον Πούτιν και τον πόλεμό του θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τις μελλοντικές σχέσεις ΕΕ-Κίνας. Φυσικά, η Κίνα έχει επίσης υιοθετήσει μια πιο δυναμική στάση απέναντι στις γειτονικές της χώρες. Η επίδειξη στρατιωτικής δύναμης στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στην Ανατολική Σινική Θάλασσα, καθώς και στα σύνορα με την Ινδία, επηρεάζει άμεσα τους εταίρους μας και τα νόμιμα συμφέροντά τους. Υπογραμμίζουμε επίσης τη σημασία της ειρήνης και της σταθερότητας στα στενά της Ταϊβάν. Οποιαδήποτε αποδυνάμωση της περιφερειακής σταθερότητας στην Ασία, την ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή στον κόσμο, επηρεάζει την παγκόσμια ασφάλεια, την ελεύθερη ροή των εμπορικών συναλλαγών και τα δικά μας συμφέροντα στην περιοχή. Οι σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σιντζιάνγκ προκαλούν επίσης μεγάλη ανησυχία, όπως αναφέρεται στην πρόσφατη έκθεση του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα εκπληρώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις της όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα θα αποτελέσει ένα ακόμη τεστ για το πώς, και σε ποιο βαθμό, μπορούμε να συνεργαστούμε με την Κίνα. Καθώς η Κίνα σκληραίνει περαιτέρω τη στρατιωτική της στάση, έχει επίσης εντείνει τις πολιτικές της όσον αφορά την παραπληροφόρηση και την άσκηση οικονομικών και εμπορικών πιέσεων. Πρόκειται για εσκεμμένη πολιτική με στόχο άλλες χώρες, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους. Παρατηρήσαμε αυτή την πολιτική στην πράξη όταν η Κίνα απάντησε στο άνοιγμα γραφείου της Ταϊβάν στο Βίλνιους με αντίποινα κατά της Λιθουανίας και άλλων ευρωπαϊκών εταιρειών. Την έχουμε δει στα μποϊκοτάζ που επιβάλλει κατά δημοφιλών εταιρειών ειδών ένδυσης, επειδή υποστηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ή στις κυρώσεις που επιβάλλει κατά ευρωβουλευτών, αξιωματούχων και ακαδημαϊκών ιδρυμάτων για τις απόψεις που εκφράζουν σχετικά με τις ενέργειες της Κίνας. Διαπιστώνουμε ότι τα κράτη μέλη βρίσκονται όλο και περισσότερο αντιμέτωπα με κινεζικές δραστηριότητες στις κοινωνίες τους, οι οποίες δεν είναι ανεκτές. Και παρατηρούμε την εφαρμογή αυτής της πολιτικής στην περιφέρειά της, για παράδειγμα όταν η Κίνα έθεσε σημαντικούς περιορισμούς στις αυστραλιανές εξαγωγές κριθαριού και οίνου λόγω των ερωτημάτων της κυβέρνησης της Αυστραλίας σχετικά με την προέλευση του κορονοϊού. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της σκόπιμης χρήσης των εξαρτήσεων που έχει δημιουργήσει η Κίνα και της οικονομικής επιρροής της, ώστε να διασφαλίσει ότι θα παίρνει ό,τι θέλει από τις μικρότερες χώρες.
Κυρίες και κύριοι,
Αυτές οι κλιμακούμενες ενέργειες καταδεικνύουν ότι η Κίνα γίνεται πιο καταπιεστική στο εσωτερικό της και πιο δυναμική στο εξωτερικό. Υπάρχουν τρία γενικά συμπεράσματα σχετικά με το πώς αλλάζει η Κίνα, τα οποία με τη σειρά τους πρέπει να διαμορφώσουν το πώς θα πρέπει να αλλάξουν και οι πολιτικές μας.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η Κίνα έχει πλέον γυρίσει σελίδα και έχει περάσει από την εποχή «της μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» σε μια νέα εποχή ασφάλειας και ελέγχου. Αυτό το είδαμε στις αρχές του μήνα, όταν ο Πρόεδρος Σι επανέλαβε τη δέσμευσή του να καταστήσει τον κινεζικό στρατό ένα «μεγάλο ατσάλινο τείχος που προστατεύει αποτελεσματικά την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια και τα αναπτυξιακά συμφέροντα». Το είδαμε με την πρωτοβουλία του Πεκίνου για την παγκόσμια ασφάλεια, την οποία η Κίνα επιδιώκει να εδραιώσει στα έγγραφα των Ηνωμένων Εθνών και ευρύτερα στις διεθνείς συζητήσεις. Συνεπώς, μπορούμε να αναμένουμε ότι θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ασφάλεια —στρατιωτική, τεχνολογική ή οικονομική. Για παράδειγμα, όλες οι εταιρείες στην Κίνα υποχρεούνται ήδη από τον νόμο να συνδράμουν τις κρατικές δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών και να το αποκρύπτουν. Μπορούμε επίσης να αναμένουμε ακόμη αυστηρότερα μέτρα οικονομικού ελέγχου στο πλαίσιο της ενίσχυσης της καθοδήγησης της οικονομίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) μέσω των θεσμών και των ηγετών του. Και μπορούμε να αναμένουμε μια σαφή επιδίωξη να καταστεί η Κίνα λιγότερο εξαρτημένη από τον κόσμο και ο κόσμος περισσότερο εξαρτημένος από την Κίνα. Ή, όπως ο Πρόεδρος Σι το είπε ωμά πριν από μερικά χρόνια: «Πρέπει να ενισχυθεί η εξάρτηση των διεθνών αλυσίδων παραγωγής από την Κίνα, για να διαμορφωθεί ένα ισχυρό αντίμετρο που θα έχει αποτρεπτική ικανότητα.». Αυτό ισχύει ιδίως για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως το λίθιο ή το κοβάλτιο και επηρεάζει τομείς όπως οι σιδηρόδρομοι υψηλών ταχυτήτων και η τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ή την αναδυόμενη τεχνολογία που είναι καίριας σημασίας για τη μελλοντική οικονομική και εθνική ασφάλεια, όπως η κβαντική υπολογιστική, η ρομποτική ή η τεχνητή νοημοσύνη.
Το δεύτερο συμπέρασμα που μπορούμε να αντλήσουμε είναι ότι αυτή η επιτακτική ανάγκη για ασφάλεια και έλεγχο υπονομεύει πλέον τη λογική των ελεύθερων αγορών και του ανοικτού εμπορίου. Στην έκθεσή του προς το πρόσφατο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Πρόεδρος Σι είπε στον κινεζικό λαό να προετοιμαστεί για τον αγώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποίησε επανειλημμένα στην εναρκτήρια ομιλία του τις λέξεις «douzheng» και «fendou», οι οποίες μπορούν αμφότερες να μεταφραστούν ως αγώνας. Είναι ενδεικτικές μιας κοσμοθεωρίας που διαμορφώνεται από μια αίσθηση αποστολής για το κινεζικό έθνος.
Αυτό με οδηγεί στο τρίτο συμπέρασμα, το οποίο είναι ότι ο σαφής στόχος του ΚΚΚ είναι η συστημική αλλαγή της διεθνούς τάξης με επίκεντρο την Κίνα. Το διαπιστώσαμε με τη στάση της Κίνας σε πολυμερείς οργανισμούς, η οποία δείχνει την αποφασιστικότητά της να προωθήσει ένα εναλλακτικό όραμα για την παγκόσμια τάξη. Ένα όραμα, όπου τα ατομικά δικαιώματα εξαρτώνται από την εθνική κυριαρχία. Όπου η ασφάλεια και η οικονομία κατέχουν εξέχουσα θέση έναντι των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Το είδαμε με την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», καθώς με τις νέες διεθνείς τράπεζες ή τα άλλα κινεζικά ιδρύματα που έχουν συσταθεί για να ανταγωνιστούν το τρέχον διεθνές σύστημα. Το παρατηρούμε στο σύνολο των παγκόσμιων πρωτοβουλιών της Κίνας και στο πώς η Κίνα αναλαμβάνει ρόλο διαμεσολαβητή και ειρηνοποιού, για παράδειγμα μέσω της πρόσφατης συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Και είδαμε την επίδειξη φιλίας στη Μόσχα, η οποία εκφράζει εύγλωττα αυτό το νέο όραμα για τη διεθνή τάξη.
Κυρίες και κύριοι,
Έχοντας αυτό κατά νου, η αντίδρασή μας πρέπει να ξεκινήσει με την ενίσχυση του ίδιου του διεθνούς συστήματος. Θέλουμε να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας σε παγκόσμια θέματα όπως το εμπόριο, τα οικονομικά, το κλίμα, η βιώσιμη ανάπτυξη και η υγεία. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να ενισχύσουμε τους θεσμούς και τα συστήματα, στο πλαίσιο των οποίων οι χώρες μπορούν να ανταγωνίζονται και να συνεργάζονται, αλλά και να αποκτούν οφέλη. Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλίσουμε διπλωματική σταθερότητα και ανοικτές γραμμές επικοινωνίας με την Κίνα. Πιστεύω ότι η αποσύνδεση από την Κίνα δεν είναι ούτε βιώσιμη ούτε προς το συμφέρον της Ευρώπης. Οι σχέσεις μας δεν είναι άσπρο-μαύρο, επομένως ούτε η απάντησή μας πρέπει να ακολουθεί την ίδια λογική. Γι’ αυτό πρέπει να επικεντρωθούμε στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων και όχι στην αποσύνδεση. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους σύντομα θα επισκεφθώ το Πεκίνο μαζί με τον Πρόεδρο Μακρόν. Η διαχείριση αυτής της σχέσης και η ανοικτή και ειλικρινής ανταλλαγή απόψεων με τους κινέζους ομολόγους μας αποτελεί βασικό στοιχείο αυτού που θα χαρακτήριζα ελαχιστοποίηση των κινδύνων μέσω της διπλωματίας στις σχέσεις μας με την Κίνα. Δεν θα διστάσουμε ποτέ να θίξουμε τα βαθιά ανησυχητικά ζητήματα που εξέθεσα ήδη. Πιστεύω όμως ότι πρέπει να αφήσουμε περιθώριο για συζητήσεις σχετικά με μια πιο φιλόδοξη εταιρική σχέση και σχετικά με το πώς μπορούμε να κάνουμε τον ανταγωνισμό δικαιότερο και πιο ρυθμισμένο. Και γενικότερα, πρέπει να σκεφτούμε πώς μπορούμε να συνεργαστούμε παραγωγικά στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος στο μέλλον, και σε ποιες προκλήσεις. Υπάρχουν ορισμένοι τομείς που αποτελούν ευκαιρία για να οικοδομήσουμε μια παραγωγική συνεργασία. Για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή και η προστασία της φύσης. Χαιρετίζω θερμά τον ηγετικό ρόλο της Κίνας στην επίτευξη της ιστορικής παγκόσμιας συμφωνίας του Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ για τη βιοποικιλότητα. Επιπλέον, μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, η Κίνα διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην παγκόσμια συμφωνία για την προστασία της βιοποικιλότητας στα διεθνή ύδατα. Σε μια εποχή παγκόσμιων συγκρούσεων και εντάσεων, οι συμφωνίες αυτές συνιστούν αξιοσημείωτα διπλωματικά επιτεύγματα, στα οποία συνεργάστηκαν η Κίνα και η ΕΕ. Προσβλέπουμε στη συνεργασία με την Κίνα στο ίδιο πνεύμα ενόψει της COP28 αργότερα μέσα στη χρονιά. Αυτό δείχνει τι μπορούμε να πετύχουμε όταν ευθυγραμμίζονται τα συμφέροντά μας. Και δείχνει ότι η διπλωματία μπορεί ακόμη να λειτουργήσει, είτε πρόκειται για την ετοιμότητα όσον αφορά την αντιμετώπιση πανδημιών, είτε για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, είτε για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το σημαντικό είναι ότι δεν θέλουμε να διαρρήξουμε τους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και επιστημονικούς δεσμούς. Η Κίνα αποτελεί ζωτικής σημασίας εμπορικό εταίρο. Αντιπροσωπεύει το 9% των εξαγωγών εμπορευμάτων μας και πάνω από το 20% των εισαγωγών μας. Ενώ οι ανισορροπίες αυξάνονται, το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών μας σε αγαθά και υπηρεσίες παραμένει αμοιβαία επωφελές και «μη επικίνδυνο». Ωστόσο, η σχέση μας δεν είναι ισορροπημένη και επηρεάζεται όλο και περισσότερο από στρεβλώσεις που προκαλούνται από το κρατικό καπιταλιστικό σύστημα της Κίνας. Επομένως, πρέπει να εξισορροπήσουμε εκ νέου τη σχέση αυτή με βάση τη διαφάνεια, την προβλεψιμότητα και την αμοιβαιότητα. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι εμπορικές και επενδυτικές μας σχέσεις προάγουν την ευημερία τόσο στην Κίνα όσο και στην ΕΕ. Η συνολική συμφωνία για τις επενδύσεις, για την οποία οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν το 2020, αποσκοπούσε στην εν λόγω επανεξισορρόπηση. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο κόσμος και η Κίνα έχουν αλλάξει τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ πρέπει να επαναξιολογήσουμε και τη συνολική συμφωνία για τις επενδύσεις υπό το πρίσμα της ευρύτερης στρατηγικής μας για την Κίνα. Γνωρίζουμε δε ότι υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους το εμπόριο και οι επενδύσεις θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική ή εθνική μας ασφάλεια, ιδίως στο πλαίσιο της ξεκάθαρα άρρηκτης διασύνδεσης του στρατιωτικού με τον εμπορικό τομέα της Κίνας. Αυτό ισχύει για ορισμένες ευαίσθητες τεχνολογίες, για κάποια αγαθά διπλής χρήσης ή ακόμη και για επενδύσεις που συνεπάγονται αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας ή γνώσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο, μετά την ελαχιστοποίηση των κινδύνων μέσω της διπλωματίας, το δεύτερο σκέλος της μελλοντικής μας στρατηγικής για την Κίνα πρέπει να είναι η ελαχιστοποίηση των οικονομικών κινδύνων. Το σημείο αφετηρίας για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι να αποκτήσουμε σαφή εικόνα των κινδύνων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχουν αλλάξει οι οικονομικές φιλοδοξίες της Κίνας και οι φιλοδοξίες της στον τομέα της ασφάλειας. Σημαίνει, όμως, επίσης ότι πρέπει να εξετάσουμε με κριτικό πνεύμα την ανθεκτικότητά μας και τις εξαρτήσεις μας, ιδίως στο πλαίσιο της βιομηχανικής και αμυντικής μας βάσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν δοκιμάσουμε τη σχέση μας σε ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ώστε να διαπιστώσουμε ποιες είναι οι μεγαλύτερες απειλές για την ανθεκτικότητά μας, τη μακροπρόθεσμη ευημερία και την ασφάλειά μας. Έτσι, θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε τη στρατηγική μας για την ελαχιστοποίηση των οικονομικών κινδύνων σε τέσσερις κατευθύνσεις.
Πρώτον, πρέπει να καταστήσουμε την οικονομία και τη βιομηχανία μας πιο ανταγωνιστικές και ανθεκτικές. Αυτό ισχύει ιδίως για τον τομέα της υγείας, τον ψηφιακό τομέα και τον τομέα των καθαρών τεχνολογιών. Για παράδειγμα, η παγκόσμια αγορά τεχνολογιών μηδενικών καθαρών εκπομπών αναμένεται να τριπλασιαστεί έως το 2030. Η ικανότητά μας να παραμείνουμε πρωτοπόροι σε αυτόν τον τομέα θα διαμορφώσει την οικονομία μας για τις επόμενες δεκαετίες. Γι’ αυτό, μόλις την περασμένη εβδομάδα προτείναμε την πράξη για τη βιομηχανία μηδενικών καθαρών εκπομπών ως βασικό μέρος του βιομηχανικού μας σχεδίου για την Πράσινη Συμφωνία. Στόχος είναι να μπορούμε να παράγουμε τουλάχιστον το 40% της καθαρής τεχνολογίας που χρειαζόμαστε για την πράσινη μετάβαση —όπως ηλιακή ενέργεια, χερσαία αιολική ενέργεια και υπεράκτια ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, συσσωρευτές και αποθήκευση, αντλίες θερμότητας και τεχνολογίες δικτύου. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, θα χρειαστούμε επίσης περισσότερη ανεξαρτησία και διαφοροποίηση των βασικών εισροών που είναι αναγκαίες για την ανταγωνιστικότητά μας. Γνωρίζουμε ότι στον τομέα αυτό βασιζόμαστε σε έναν μόνο προμηθευτή, την Κίνα, για το 98% του εφοδιασμού μας με σπάνιες γαίες, για το 93% του μαγνησίου μας και για το 97% του λιθίου μας. Έχουμε βαθιά επίγνωση του τι συνέβη με τις ιαπωνικές εισαγωγές σπάνιων γαιών από την Κίνα πριν από μία δεκαετία, όταν οξύνθηκαν οι εντάσεις στην εξωτερική πολιτική μεταξύ των δύο χωρών στην Ανατολική Σινική Θάλασσα. Η ζήτησή μας για τα υλικά αυτά θα εκτοξευθεί, δεδομένου ότι η ψηφιακή και η πράσινη μετάβαση επιταχύνονται. Οι συσσωρευτές που τροφοδοτούν τα ηλεκτρικά μας οχήματα προβλέπεται να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης λιθίου κατά 17 φορές έως το 2050. Γι’ αυτό προτείναμε μια πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, η οποία θα συμβάλει στη διαφοροποίηση και την ασφάλεια του εφοδιασμού μας. Πρέπει να σκεφτούμε πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί σε ολόκληρη την ενιαία αγορά μας, ώστε να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητά μας στον κυβερνοχώρο και τη θάλασσα, το διάστημα και τον ψηφιακό χώρο, την άμυνα και την καινοτομία.
Το δεύτερο μέρος της στρατηγικής για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων αφορά την καλύτερη αξιοποίηση της υφιστάμενης εργαλειοθήκης εμπορικών μέσων. Τα τελευταία χρόνια έχουμε θέσει σε εφαρμογή μέτρα για την αντιμετώπιση των ανησυχιών όσον αφορά την ασφάλεια, είτε πρόκειται για το 5G είτε για τις άμεσες ξένες επενδύσεις είτε για τους ελέγχους των εξαγωγών. Έχουμε εξοπλιστεί με τα εργαλεία για την αντιμετώπιση των οικονομικών στρεβλώσεων, ιδίως μέσω του κανονισμού για τις ξένες επιδοτήσεις, καθώς και με ένα νέο μέσο για την αποτροπή του οικονομικού εξαναγκασμού. Χρειαζόμαστε τώρα την ενότητα σε επίπεδο ΕΕ για μια πιο τολμηρή και ταχύτερη χρήση των μέσων αυτών όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, καθώς και μια πιο δυναμική προσέγγιση όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας.
Τρίτον, οι μεταβαλλόμενες πολιτικές της Κίνας ενδέχεται να μας αναγκάσουν να αναπτύξουμε νέα αμυντικά εργαλεία για ορισμένους κρίσιμους τομείς. Η ΕΕ πρέπει να καθορίσει τη μελλοντική της σχέση με την Κίνα και με άλλες χώρες σε ευαίσθητους τομείς υψηλής τεχνολογίας, όπως η μικροηλεκτρονική, η κβαντική υπολογιστική, η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία κ.ά. Όταν δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να εξυπηρετούνται σκοποί διπλής χρήσης ή όταν ενδέχεται να υπάρχουν θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα πρέπει να εφαρμόζεται μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάλογα με το κατά πόσον οι επενδύσεις ή οι εξαγωγές εξυπηρετούν τα δικά μας συμφέροντα ασφάλειας. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το κεφάλαιο, η εμπειρία και οι γνώσεις των επιχειρήσεών μας δεν χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων και των ικανοτήτων συλλογής πληροφοριών όσων είναι ταυτόχρονα και συστημικοί αντίπαλοι. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε πού υπάρχουν κενά στην εργαλειοθήκη μας, τα οποία επιτρέπουν τη διαρροή αναδυόμενων ή ευαίσθητων τεχνολογιών μέσω επενδύσεων σε άλλες χώρες. Γι’ αυτό εξετάζουμε επί του παρόντος εάν και με ποιον τρόπο η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει ένα στοχευμένο μέσο για τις εξερχόμενες επενδύσεις. Αυτό θα αφορά μικρό αριθμό ευαίσθητων τεχνολογιών, όπου οι επενδύσεις μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει ορισμένες αρχικές ιδέες στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής για την οικονομική ασφάλεια εντός του τρέχοντος έτους. Έτσι, θα προσδιορίσουμε πού υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης της οικονομικής μας ασφάλειας και πώς να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα τα εργαλεία μας στον τομέα του εμπορίου και της τεχνολογίας.
Το τέταρτο μέρος της στρατηγικής μας για την ελαχιστοποίηση των οικονομικών κινδύνων είναι η ευθυγράμμιση με άλλους εταίρους. Στα θέματα που αφορούν την οικονομική μας ασφάλεια, έχουμε πολλά κοινά με τους εταίρους μας σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους εταίρους μας της G7 και της G20 και τους εταίρους μας στην περιφέρεια της Κίνας και πέραν αυτής, οι οποίοι συχνά είναι πιο συνδεδεμένοι με την Κίνα και έχουν σημειώσει μεγαλύτερη πρόοδο όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, θα επικεντρωθούμε στη σύναψη συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών με χώρες με τις οποίες δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες, όπως με τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, την Ινδία, τον Σύνδεσμο Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) και την Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur), στον εκσυγχρονισμό ορισμένων συμφωνιών, όπως με το Μεξικό και τη Χιλή, και στην καλύτερη αξιοποίηση των συμφωνιών που ήδη υπάρχουν. Θα ενισχύσουμε τη συνεργασία σε τομείς όπως η ψηφιακή και η καθαρή τεχνολογία μέσω του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας με την Ινδία ή μέσω της Πράσινης Συμμαχίας ΕΕ-Ιαπωνίας. Θα επενδύσουμε επίσης σε υποδομές στην περιοχή και πέραν αυτής μέσω της στρατηγικής Global Gateway. Προσφέρουμε στις αναπτυσσόμενες χώρες πραγματική επιλογή όσον αφορά τη χρηματοδότηση υποδομών. Όλες αυτές οι ενέργειες θα συμβάλουν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της αλυσίδας εφοδιασμού μας και στη διαφοροποίηση του εμπορίου μας, στοιχείο που πρέπει να είναι κεντρικό στην οικονομική στρατηγική μας για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων.
Κυρίες και κύριοι,
Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα πιο σημαντικά ζητήματα. Είναι προφανής η ανάγκη να προσαρμοστεί η στρατηγική μας στις αλλαγές που φαίνεται να συντελούνται στο ΚΚΚ. Ωστόσο, εάν θέλουμε να διαχειριστούμε αυτή τη σχέση για να είμαστε προετοιμασμένοι στο μέλλον, πρέπει να το κάνουμε από κοινού. Σε αυτή την καθοριστική στιγμή για την παγκόσμια σκηνή, απαιτείται συλλογική βούληση για κοινή αντίδραση. Μια ισχυρή ευρωπαϊκή πολιτική για την Κίνα βασίζεται στον ισχυρό συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ενώ πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να αποφύγουμε τις τακτικές «διαίρει και βασίλευε» που γνωρίζουμε ότι μπορεί να αντιμετωπίσουμε. Θέλω όμως επίσης να πω ότι τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο στη γεωπολιτική. Η Κίνα είναι ένα συναρπαστικό και πολύπλοκο μείγμα ιστορίας, προόδου και προκλήσεων. Και η παρουσία της θα είναι καθοριστική αυτόν τον αιώνα. Ωστόσο, δεν έχει γραφτεί ακόμα όλη η ιστορία των σχέσεών μας με την Κίνα, ούτε χρειάζεται να είναι μια ιστορία αντιπαλότητας. Πρέπει να αποδείξουμε συλλογικά ότι το δημοκρατικό μας σύστημα, οι αξίες μας και η ανοικτή οικονομία μας μπορούν να οδηγήσουν στην ευημερία των ανθρώπων και στην ασφάλειά τους. Ταυτόχρονα, πρέπει πάντα να είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε και να συνεργαστούμε με όσους έχουν διαφορετική κοσμοθεωρία. Και μ’ αυτό, επανέρχομαι σ’ αυτά που είπα στην αρχή του λόγου μου και στα λόγια του Max Kohnstamm για την ανάγκη να εργαστούμε για τη σταδιακή αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών. Γι’ αυτόν τον σκοπό εργάζεστε καθημερινά. Και σ’ αυτόν τον σκοπό θα πιστεύει πάντα η Ευρώπη.
Ζήτω η Ευρώπη και σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.