τον Ιανουάριο του 2016 στο Βελβεντό Κοζάνης. Το δικαστήριο υιοθέτησε ομόφωνα την Εισαγγελική πρόταση «της Ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση» και καταδίκασε τον δράστη του εγκλήματος. Το δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα το αίτημα των ελαφρυντικών που επικαλέστηκε η υπεράσπιση του κατηγορουμένου, όπως» της σύννομης ζωής, της μεταμέλειας, της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης και της πρόκλησης από το θύμα» ενώ στην συνέχεια απέρριψε επίσης ομόφωνα «την μετατροπή της ισόβιας σε κάθειρξης σε ποινή 10 ετών» που ζήτησε η υπεράσπιση. Με την τελική ανάγνωση της ποινής από την πρόεδρο του δικαστηρίου οι συγγενείς της 37 χρονης Ανθής Λινάρδου ξέσπασαν με οργή κατά του κατηγορουμένου και χρειάστηκε παρέμβαση των ανδρών της ΟΠΚΕ για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος Τάσος Τσιουχαρας ανέφερε ότι «έχω μετανιώσει ειλικρινά για αυτό που έκανα», ενώ «ζήτησε συγνωμη από την μητέρα της αδικοχαμένης Ανθής Λινάρδου». Περιέγραψε το σκηνικό του φόνου λέγοντας ότι «η σύζυγός μου δήλωσε ότι θέλει να χωρίσει και να πάρει και τα παιδιά στην Αθήνα, μου είπε ότι η απόφαση της είναι οριστική και το ενδεχόμενο να χάσω τα παιδιά του με εξόργισε». Στο δικαστήριο δήλωσε ότι είπε στην σύζυγο του «ότι γνωρίζει για όλα τα μηνύματα και τις αναφορές στο κινητό της με τον παλιό της ερωτικό σύντροφο», ανέφερε ότι «θόλωσε το μυαλό του όταν η Ανθή τον σκαμπίλισε στο πρόσωπο και τότε την κτύπησε κι αυτός και στην συνέχεια για να μην ακούνε τα παιδιά τις φωνές της έκλεισε το στόμα και την μύτη». Η πρόεδρος Μικτού Ορκωτού Εφετείου αλλά και ο Εισαγγελέας της έδρας κατ’επαναληψη ρώτησαν τον κατηγορούμενο, στα 15 λεπτά που διήρκησε η πάλη μέχρι που η Ανθή αφήσει την τελευταία της πνοή στα χέρια του ,εάν αναρωτήθηκε τι κάνει κι εαν πέρασε από το μυαλό του η σκέψη να σταματήσει. Ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι «δεν είχε την ψυχική ηρεμία να σκεφθεί εκείνη την ώρα κι ότι όλα έγιναν πολύ γρήγορα».
Ο Εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του υποστήριξε ότι «ο δόλος περιλαμβάνει την γνώση της πράξης» κι ότι ο κατηγορούμενος «είχε γνώση των πράξεων του όχι μόνο την ώρα που τελούσε το έγκλημα αλλά και στην συνέχεια όταν προσπάθησε να το αποκρύψει, θάβοντας το σώμα της Ανθής στο χωράφι, εξαφανιζοντας τα ρούχα της, οργώνοντας το κτήμα και προσπαθώντας να παραπλανήσει τις αστυνομικές αρχές δηλώνοντας την εξαφάνιση της». Ο Εισαγγελέας ζήτησε από το δικαστήριο να κηρυχθεί ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Η Πολιτική Αγωγή συμφώνησε με Εισαγγελική επιχειρηματολογία, τόνισε ότι ο βρασμός ψυχής που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δεν ευσταθεί κι ανέγνωσε την λεπτομερή κατάθεση του δράστη στις αστυνομικές αρχές όπου περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το έγκλημα του αλλά και τις τελευταίες στιγμές της Ανθής. «Ουδείς που τελεί εν βρασμώ ψυχής δεν θυμάται τέτοιες λεπτομέρειες του εγκλήματος που περιέγραψε ο κατηγορούμενος στην αστυνομία». Πρόσθεσε ότι «η συγνώμη του δράστη που ακούστηκε σήμερα στο δικαστήριο θα είχε νόημα και ουσία εάν εκφραζόταν και με πράξεις αμέσως μετά την εγκληματική του ενέργεια κάτι που δεν είδαμε στα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν εντός της αιθούσης».
Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου προσπάθησε να δημιουργήσει ρωγμές ως προς την εδραιωμένη και στοιχειωθετημένη Πρωτόδικη απόφαση τέλεσης του εγκλήματος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ισχυριζόμενη ότι «ουδείς αποφασίζει να σκοτώσει μέσα στο σπίτι του και μάλιστα όταν στο δίπλα δωμάτιο βρίσκονται τα παιδιά του» κι ότι το έγκλημα «ήταν αποτέλεσμα μιας αρχικής φιλονικίας που οδήγησε τα πράγματα σε κατάσταση έκρηξης για να φθάσουμε στην καταδικαστέα πράξη». Τέλος ζήτησε από το δικαστήριο να αναγνωρίσει στον κατηγορούμενο αυτά τα χαρακτηριστικά της πράξης