γιατί φτάνει το ότι είναι συγγραφέας για να τοποθετηθεί σε μια δεδομένη μοναδικότητα στον χρόνο και χώρο μας. Τον ευχαριστώ για την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα και τον βάζω στο ίδιο ράφι με τον Καμύ και τον Μπουλγκάκοφ για καλή παρέα και λαογραφικό χιούμορ με περιεχόμενο.
Κρίνω πως κάτι πρέπει να ειπωθεί για αυτά όλα, αν και η ανάγνωσή μου δεν έχει καν τελειώσει, επομένως το παρόν δεν είναι κριτική αλλά προσδοκία. Το βιβλίο το απέκτησα μετά το τέλος μιας εκδήλωσης για τα 25 (ή 27) χρόνια της Παρέμβασης, της πνευματικής επιθεώρησης την οποία ο συγγραφέας φροντίζει και καλλιεργεί από το 1984. Στην κατοχή μου έχω όλα τα τεύχη μετά το 1995. Πρόκειται για ένα πολύ περίεργο ευτύχημα, το ότι στην πόλη μας εκδίδεται ένα περιοδικό Λόγου και Τέχνης μοναδικό εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης με τέτοια διάρκεια και ποιότητα. Δεν θα συνεχίσω τον κολακευτικό λόγο, αλλά κάποιος πιο ικανός θα έπρεπε. Εδώ μόνο εύχομαι άλλα 25 και να ξαναγιορτάσουμε το 2036.
Πρόκειται δε για ένα εξαιρετικό δυστύχημα πως ο εν λόγω συγγραφέας έπαψε κάποτε να είναι ο διευθυντής του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, αλλά αυτή είναι μια παλιά ιστορία για την οποία λίγα γνωρίζω πέρα από την δυστυχία του γεγονότος. Υπάρχει πάντα η ελπίδα της διορθωτικής κίνησης, έστω και αργά. Όσοι έχουν την δυνατότητα να την κάνουν, δεν έχουν κανέναν λόγο να καθυστερούν. Ο δε Β. Καραγιάννης δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να την απορρίψει γιατί αυτή θα συνέχιζε να είναι μια συλλογική απώλεια.
Αυτό το οποίο με παρακινεί να γράψω είναι η ίδια η εκδήλωση, γιατί καμιά φορά συμβαίνει να διακρίνει κανείς κάτι το εύθραυστο και αισιόδοξο στην μέση του πουθενά, το κερί στο σκοτάδι. Στο πατάρι του Συνεταιριστικού βιβλιοπωλείου μαζεμένοι κάποιοι φίλοι, ιδρυτές, συνεργάτες και αναγνώστες της Παρέμβασης «γιόρτασαν» τον εαυτό τους, όπως και τους πρέπει. Προσφέρθηκαν εδέσματα ιδιόχειρα και ακούστηκαν τα λόγια ποιητών παρουσία πορτραίτων υπό Κ. Ντιό, πορτραίτων χρηστικών που σκιαγραφήθηκαν για τους σκοπούς της Παρέμβασης. Καθόμουν απέναντι από τον Παλαμά και δίπλα στον κ. Ντιό τον οποίο μισογνώρισα με ψιθύρους ενώ γινόταν η παρουσίαση. Αυτός είναι ένας ζωγράφος, κι αυτός χωρίς επιθετικό προσδιορισμό. Τόσο καθαρά τουλάχιστον ξέρω να βλέπω.
Δεν θα γράψω περισσότερα για την εκδήλωση και θα αδικήσω όσους παρουσίασαν ιδέες και λόγους – θα αναφέρω μόνο, ανώνυμα, την εικόνα (γεγονός) του αναγνώστη που απήγγειλε ύμνο του Ρωμανού του Μελωδού, υπό το βλέμμα της Ιταλίδας ποιήτριας, του θυμωμένου εξωκοινοβουλευτικού μαχητή που φορούσε χλαίνη και είχε μαυρισμένο το μάτι, της άγουρης φεμινίστριας που είχε ενστάσεις για την ύπαρξη του αρσενικού φύλου εν γένει και του υπόλοιπου ετερόκλητου και πολυμορφικού ακροατηρίου, για να περιγράψω έναν υπαρκτό κοσμοπολιτισμό τον οποίο διαβάζει κανείς και στις «Συγκεχυμένες Αγάπες» του Β. Καραγιάννη. Την συλλογικότητα και ανεκτικότητα, εκείνη την σχέση που ψάχνουμε βάζοντας το επίθετο «κοινωνικός» δίπλα σε όλα τα ανούσια-ουσιαστικά, μάλλον την βρήκαμε πιο αβίαστα και πηγαία, έστω για λίγο, σαν προσευχή πριν το σχολείο, προχθές το βράδυ στο Συνεταιριστικό – χωρίς παροξυσμούς αλτρουϊσμού και επιδειξιομανίες. Δεν είναι για χόρταση, φαίνεται όμως, η λιτότητα του εαυτού μας και φαίνεται επίσης πως όλα αυτά μοιάζουν γραφικά. Αν είναι όντως γραφικά, τότε θα ήθελα, παρακαλώ, να ζω σε έναν πιο γραφικό κόσμο. Αν αυτή είναι η «πολιτισμένη Αριστερά» όπως ακούστηκε κάποια στιγμή, τότε ήμουν κι εγώ «Αριστερός», έστω για δύο ώρες.
Για το πρόσωπο του Παλαμά δια χειρός Κ. Ντιό και για τα λόγια των ποιητών, για όσους δεν ήταν εκεί και έχασαν την ευκαιρία να φύγουν για λίγο από τις δονήσεις του χρηματοπιστωτικού παραληρήματος που μας κατατρέχει, για όσους θέλουν σαν πρώτο βήμα να συνειδητοποιήσουν πού βρισκόμαστε, για όσους προσπαθούν να θυμηθούν ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στον Άη Νικόλα – κλείνω με τα λόγια του Β. Καραγιάννη:
«...γιατί ποιος βεβαιώνει ότι δεν είναι μεταδοτική αυτή η αρρώστια που χτύπησε τα έγκατα της γης, να κολλήσουν οι άνθρωποι από αυτό το διαρκές κουνητό κι ως τρεμουλιαστά άστρα καθαρής νύχτας να τρέμουν εσαεί από την πάρκινσον του φόβου, κι εκεί, στον πράσινο κήπο-αλώνι που συμμαζεύτηκε η γειτονιά των ονείρων σου, να ροχαλίζει γενναία τρομάζοντας ακόμα κι εκείνα τα βιαστικά τριζόνια και τα όψιμα αηδόνια της αείποτε κυδωνιάς των παιδικών χρόνων σου που σε κοίμιζαν κάθε Ανάσταση...»
(Ή όπως σιγο-μουρμούριζε ο Παλαμάς απέναντι με τα μάτια του κλειστά:
«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα...
...σβησμένες όλες οι φωτιές τραγούδι των Ηρώων»)