Οι λιγνίτες αποτελέσαν και αποτελούν την κυρίαρχη εγχώρια πρωτογενή ενεργειακή πηγή η οποία συνοδεύεται από προβλέψιμο κόστος διάθεσης, ισχυρούς πολλαπλασιαστικούς δείκτες απασχόλησης και οικονομικής μεγέθυνσης και βεβαίως, από σημαντικές περιβαλλοντικές πιέσεις και προβλήματα. Παράλληλα, η συσσωρευμένη τεχνογνωσία αξιοποίησής τους, το μέγεθος των αποθεμάτων και η υψηλή συγκέντρωση εγκατεστημένης ισχύος αναδεικνύουν του εγχώριους λιγνίτες σε καθοριστικό παράγοντα σχεδιασμού και άσκησης εθνικής ενεργειακής πολιτικής.
Στο υπό διαβούλευση κείμενο του ΥΠΕΚΑ και ιδιαίτερα στα σημεία όπου παρουσιάζεται η αναγκαιότητα αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πόρων, δυστυχώς, όχι μόνον απουσιάζει ένα μεσοπρόθεσμο εθνικό σχέδιο αξιοποίησης των ελληνικών λιγνιτών αλλά, δεν υπάρχει η παραμικρή λεκτική αναφορά ή έστω ο χαρακτηρισμός τους ως «εγχώριοι ενεργειακοί πόροι».
Λαμβάνοντας υπόψη την τραγική οικονομική κατάσταση της Χώρας, τους εφιαλτικούς δείκτες ανεργίας και τη γενικότερη αναπτυξιακή υστέρηση, το υπό διαβούλευση κείμενο χαρακτηρίζεται στο σύνολό του από μια υπερβολική και ασύμμετρη προσπάθεια ανάδειξης του παγκόσμιου προβλήματος της κλιματικής αλλαγής σε κυρίαρχη εθνική υπόθεση. Ειδικά για τους λιγνίτες, αποτυπώνεται μια έντονη διάθεση απαξίωσής τους, η οποία δεν αντανακλά και δεν λαμβάνει υπόψη στοιχειώδεις κανόνες εθνικής περιφερειακής συνοχής.
Υποστηρίζει το ΥΠΕΚΑ ότι ο προτεινόμενος Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός ευθυγραμμίζεται με αυτόν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Στο σχετικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (COM/2011/885/2), αναγνωρίζεται τόσο ο σημαντικός ρόλος των στερεών καυσίμων αναφορικά με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού όσο και η δυνατότητά τους να συνεισφέρουν στο μελλοντικό ευρωπαϊκό ενεργειακό χαρτοφυλάκιο.
Επιπλέον, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών Στρατηγικών Ενεργειακών Τεχνολογιών, οι καθαρές τεχνολογίες αξιοποίησης των στερεών ορυκτών καυσίμων χρηματοδοτούνται τόσο σε ερευνητικό όσο και σε επιδεικτικό επίπεδο, υποστηρίζονται πολιτικά ως τεχνολογικές επιλογές άμεσης προτεραιότητας, αναγνωρίζονται στρατηγικά ως σημαντικός ανταγωνιστικός τομέας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. (European Commission, SETIS-Advanced Fossil Fuel Power Generation, 2009).
Επί του πρακτέου, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απαξιώνει τα στερεά ορυκτά καύσιμα. Αντίθετα, υποστηρίζει και προωθεί σύγχρονες, αποδοτικές και περιβαλλοντικά αποδεκτές τεχνολογίες αξιοποίησής τους. Η Ελλάδα, η χώρα με τη σημαντικότερη παραγωγή λιγνίτη μετά τη Γερμανία, στρέφεται όλο και περισσότερο σε εισαγόμενα ανταγωνιστικά καύσιμα, επεξεργάζεται φαραωνικού μεγέθους εγχειρήματα με βάση τα φωτοβολταϊκά συστήματα και προγραμματίζει την απόσυρση μεγάλου μέρους των λιγνιτικών μονάδων.
Αν τελικά οδηγηθούμε σε μια βίαια κλιμακούμενη απόσυρση των λιγνιτικών σταθμών με αποτέλεσμα μετά το 2028 να λειτουργούν στη Δυτική Μακεδονία μερικές εκατοντάδες μόνο λιγνιτικά MWs, ενδεχομένως να έχουμε πετύχει τους εθνικούς στόχους μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τους οποίους το ΥΠΕΚΑ έχει αναδείξει σε υπέρτατη εθνική πρόκληση. Τα ερωτήματα όμως προκύπτουν αμείλικτα:
Υπάρχουν μελέτες και η σχετική τεκμηρίωση ότι η επιλογή της απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων δεν θα οδηγήσει τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς έντονης αποσταθεροποίησης;
Έχει υπολογίσει η κεντρική Κυβέρνηση το δημοσιονομικό κόστος απαξίωσης μιας περιφερειακής δραστηριότητας η οποία απασχολεί άμεσα ή έμμεσα 9000 εργαζόμενους και συνεισφέρει περισσότερο από το 25% στο περιφερειακό ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας;
Έχει συνεκτιμήσει η κεντρική Κυβέρνηση το περιβαλλοντικό και ενεργειακό έγκλημα που θα συντελεστεί αν απομείνουν εκτεθειμένοι και ανεκμετάλλευτοι εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη λόγω απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων;
Έχουν εκτιμηθεί από την πλευρά του ΥΠΕΚΑ τα επαγωγικά αποτελέσματα που θα πυροδοτήσει η αποσάθρωση μιας εδραιωμένης περιφερειακής παραγωγικής μόνο-ειδίκευσης, η απώλεια συσσωρευμένης τεχνογνωσίας και η απαξίωση επενδύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ ;
Υπάρχουν επεξεργασμένα σενάρια και προοπτικές ισοδύναμων μέτρων τα οποία θα καλύψουν σε ικανοποιητικό ποσοστό τις απώλειες θέσεων εργασίας, τους πολλαπλασιαστικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και την αναχαίτιση της εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης λόγω κατάρρευσης της κυρίαρχης δραστηριότητας ;
Με ποιόν τρόπο θα αξιοποιηθούν στο μέλλον οι υφιστάμενες ενεργειακές υποδομές της Δυτικής Μακεδονίας ;
Ουδεμία αναφορά γίνεται στο μείζον θέμα της αποκατάστασης και επαναπόδοσης στην τοπική κοινωνία των εδαφών των εξοφλημένων ορυχείων.
Πέραν αυτών, οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρό πρόβλημα κάλυψης των αναγκών θέρμανσης λόγω της μακράς και έντονης χειμερινής περιόδου. Το κόστος θέρμανσης δεσμεύει σημαντικό ποσοστό του δραματικά συρρικνωμένου οικογενειακού προϋπολογισμού. Ο λιγνίτης, μπορεί να δώσει απάντηση στο πρόβλημα θέρμανσης για το σύνολο σχεδόν των αστικών και ημιαστικών κέντρων της Περιφέρειας. Οι τεχνολογίες είναι περισσότερο από ώριμες, το οικονομικό και ενεργειακό περιβάλλον είναι περισσότερο από ιδανικό. Παράλληλα, οι λιγνίτες μπορούν να αξιοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενεργειακών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και κυρίως, να μετατραπούν σε εναλλακτικά καύσιμα κίνησης. Η απεξάρτηση των μεταφορών από το πετρέλαιο μπορεί να στηριχτεί και στους εγχώριους λιγνίτες. Οι τεχνολογίες είναι ήδη γνωστές από την δεκαετία του 1940, μπήκανε στην «κατάψυξη» λόγω των χαμηλών τιμών του πετρελαίου και αναδύονται πλέον με υψηλή δυναμική σε όλες τις χώρες που παράγουν στερεά ορυκτά καύσιμα. Ο λιγνίτης μπορεί να υποκαταστήσει το πετρέλαιο θέρμανσης, να μετατραπεί σε φυσικό αέριο, να δώσει καύσιμα κίνησης, να αποτελέσει ρεαλιστική τεχνολογική πλατφόρμα για μια νέα ενεργειακή εποχή.
Όλα αυτά όμως απαιτούν την ύπαρξη ενός εθνικού και συνεκτικού σχεδιασμού αξιοποίησης των ελληνικών λιγνιτών. Απαιτούν διεθνείς συνεργασίες, δράσεις έρευνας και ανάπτυξης, προσέλκυση επενδυτών, ανάδειξη περιφερειακών προοπτικών σε επίπεδο νοτιοδυτικών Βαλκανίων, διπλωματικές συμμαχίες, σοβαρή αντιμετώπιση των προκλήσεων από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας. Δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όταν το αρμόδιο Υπουργείο απαξιώνει τους λιγνίτες και τους αποκλείει από δυνητικές επενδυτικές προοπτικές.
Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, υποστηρίζει και προωθεί θεσμικά τη βέλτιστη διείσδυσή τους στο εγχώριο εθνικό χαρτοφυλάκιο. Αναγνωρίζει το παγκόσμιο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και την επιτακτική ανάγκη μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ταυτόχρονα όμως, έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και να υπερασπίζεται τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα, πρωτίστως όταν αυτά δεν έρχονται σε σύγκρουση, δεν αποδυναμώνουν τις ανάγκες εθνικών αλλά και ευρωπαϊκών περιφερειών, δεν υπονομεύουν την εθνική προοπτική που σχετίζεται με τη βέλτιστη αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων.