˙μιας εποχής που παρά τις προσδοκίες ότι επρόκειτο να σημάνει το «Τέλος της Ιστορίας», φαίνεται να οδηγεί σε μια επανάληψη των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των αρχών του 20ού αιώνα – ιστορική επανάληψη που απομένει να αποδειχθεί εάν θα αποτελέσει τραγωδία ή φάρσα. Ωστόσο, οι πολεμικές συγκρούσεις στο πεδίο των μαχών, στον 21ο αιώνα συνοδεύονται και από σημαντικές συγκρούσεις στα πεδία της πληροφόρησης και των media. Το παρόν κείμενο επιχειρεί μια αποτίμηση του ιστορικού ρόλου που έχουν παίξει τα Μέσα σε προηγούμενες συγκρούσεις, μια ανάλυση του πώς η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας (και ευρύτερα Ρωσίας-Δύσης) διαδραματίζεται και στο επίπεδο της πληροφόρησης, και τέλος μια κριτικής επισκόπησης του ρόλου που έχουν επιλέξει τα εγχώρια ΜΜΕ να διαδραματίσουν στην παρούσα σύγκρουση.
Η δημοσιογραφία έχει υπάρξει άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόλεμο από την εποχή της κυκλοφορίας των πρώτων εφημερίδων στα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Η πρώιμη μορφή της εφημερίδας είχε τον ρόλο της πληροφόρησης της αναδυόμενης αστικής τάξης και των εμπόρων, επομένως η ενημέρωση για την έκβαση των πολεμικών αναμετρήσεων ήταν καίριας σημασίας για κάθε οικονομική δραστηριότητα. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας στα επόμενα χρόνια, οδήγησε στην ταχύτερη διάδοση και μεγαλύτερη προσβασιμότητα της πληροφορίας, αναδεικνύοντας τον ρόλο που μπορούσαν να διαδραματίσουν τα ΜΜΕ όχι μόνο ως εργαλεία πληροφόρησης, αλλά και ως «όπλα» που μπορούσαν να καλλιεργήσουν το πολεμικό κλίμα και να προπαγανδίσουν την κυρίαρχη ιδεολογία στις εργατικές τάξεις των ευρωπαϊκών κρατών. Η μεγάλη επιτυχία των ΜΜΕ, κυρίως κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, να φανατίσουν και να πείσουν τον λαό να συμμετάσχει και να υποστηρίξει τις πολεμικές επιχειρήσεις – και αργότερα να συστρατευτεί με το Ναζιστικό κόμμα – προκάλεσε μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον. Σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν αυτές τις τραγωδίες, οι αναλυτές της εποχής ανέπτυξαν μια σειρά θεωριών που έγιναν γνωστές ως «θεωρίες της ισχυρής επιρροής των ΜΜΕ» και προέβλεπαν ισχυρή επιρροή των Μέσων σε ένα παθητικό κοινό. Παρόλο που αυτές οι θεωρίες σύντομα εγκαταλείφθηκαν προς όφελος πιο περίπλοκων θεωρήσεων περί της ισχύος των ΜΜΕ, καταδεικνύουν τον ρόλο που έπαιξαν τα Μέσα σε αυτές τις συγκρούσεις, αλλά και την αβεβαιότητα που δημιούργησαν σε πολιτικούς και επιστήμονες για την τεράστια δύναμη πειθούς που κατέχουν.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας στα επόμενα χρόνια έφερε σημαντικές αλλαγές και στη συμμετοχή των ΜΜΕ στον πόλεμο. Ειδικότερα η ανάπτυξη της τηλεόρασης υπήρξε καίρια, καθώς η αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στο Βιετνάμ υπήρξε η πρώτη πολεμική σύγκρουση που «έφτασε» στα σαλόνια του κοινού μέσω των εικόνων της τηλεόρασης. Πράγματι, ο πόλεμος του Βιετνάμ, υπήρξε ο πρώτος «τηλεοπτικός» πόλεμος και η δύναμη της εικόνας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της σύγκρουσης. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλησε να χρησιμοποιήσει εικόνες γενναίων στρατιωτών και πολεμικής ισχύος για να τονώσει το εθνικό φρόνημα, ωστόσο ο μεγάλος αριθμός απωλειών του αμερικανικού στρατού και οι εικόνες των αμερικανικών θηριωδιών κατά του λαού του Βιετνάμ είχαν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς έδωσαν τροφή και γιγάντωσαν το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ. Ο Μάρσαλ ΜακΛούαν έγραψε σχετικά το 1975 ότι «η τηλεόραση έφερε την ωμότητα του πολέμου μέσα στην άνεση του σαλονιού. Το Βιετνάμ χάθηκε στα σαλόνια της Αμερικής – όχι στα πεδία των μαχών». Τα μαθήματα από τον πόλεμο του Βιετνάμ υπήρξαν οδηγός για τις μελλοντικές πολεμικές συγκρούσεις. Η Μάργκαρετ Θάτσερ ακολουθεί μια διαφορετική στρατηγική κατά τον πόλεμο των Φώκλαντ, επιτρέποντας πρόσβαση μόνο σε λίγους και επιλεγμένους δημοσιογράφους, οι οποίοι ήταν εξαρτημένοι από τις στρατιωτικές επικοινωνίες, σε μια – επιτυχημένη – προσπάθεια να ελέγξει το αφήγημα της αναμέτρησης. Την ίδια πρακτική κυβερνητικού ελέγχου ακολούθησε και η αμερικανική κυβέρνηση Μπους κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου το 1991, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος «τηλεοπτικά ζωντανός» πόλεμος. Οι δημοσιογράφοι που επιλέχθηκαν να καλύψουν τον πόλεμο ήταν κυρίως συμβεβλημένοι των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και προσέφεραν οπτικό υλικό, το οποίο συνόδευε τα επίσημα αφηγήματα, σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν οι αστοχίες του Βιετνάμ. Η πρακτική αυτή τελειοποιήθηκε το 2004, κατά τη δεύτερη εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Οι δημοσιογράφοι ήταν πλέον πλήρως ενσωματωμένοι με τα στρατιωτικά τμήματα που επιχειρούσαν στη χώρα της Μέσης Ανατολής. Η επίσημη δικαιολογία για αυτήν την πρακτική ήταν ότι η ενσωμάτωση προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια στους δημοσιογράφους, ενώ στο ίδιο καθεστώς βρίσκονταν και δημοσιογράφοι οι οποίοι προέρχονταν από Μέσα, τα οποία δεν ήταν ιδιαίτερα κοντά στο Αμερικανικό Πεντάγωνο. Στην πράξη αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς για την αμερικανική πολιτική, καθώς οι δημοσιογράφοι ήταν υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν με κανόνες για το τι έπρεπε να δημοσιεύσουν και τι όχι, ενώ οι ενσωμάτωση τους στην καθημερινότητα μιας στρατιωτικής μονάδας τους οδήγησε στο να «δεθούν» με τους στρατιώτες και να υιοθετήσουν την νοοτροπία τους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μεροληψία στην αναμετάδοση του πολέμου.
Φτάνοντας στο σήμερα, η περαιτέρω ανάπτυξη των τεχνολογιών επικοινωνίας και ιδιαίτερα η εισαγωγή των ψηφιακών μέσων και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης αλλάζουν περαιτέρω τη συνεισφορά των media στις πολεμικές συγκρούσεις. Πλέον οι εικόνες και οι πληροφορίες μπορούν να έρχονται «ζωντανά», όχι μόνο από επαγγελματίες δημοσιογράφους αλλά κυριολεκτικά από τον οποιονδήποτε. Οι μάχες πλέον δεν δίνονται μόνο στο έδαφος, αλλά και στον χώρο του διαδικτύου τόσο με «κυβερνοεπιθέσεις» όσο και με ιδεολογικο-πολιτικές διαμάχες στα ΜΚΔ για την επικράτηση του κυρίαρχου αφηγήματος που θα καθορίσει την κάθε σύγκρουση στις καρδιές και τα μυαλά του κοινού. Η ιστορική αναδρομή σε προηγούμενες πολεμικές επιχειρήσεις, όπως αυτές που παρατέθηκαν σε προηγούμενες παραγράφους, καταδεικνύει τη μείζονα σημασία της μάχης της πληροφόρησης κατά την εξέλιξη πολεμικών συγκρούσεων. Έτσι τις τελευταίες εβδομάδες, παράλληλα με την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία, παρακολουθούμε και την εξέλιξη μιας άνευ προηγουμένου «πολεμικής» αναμέτρησης στο επίπεδο της πληροφορίας με τη στράτευση τόσο επαγγελματιών δημοσιογράφων και δημοσιογραφικών οργανισμών όσο και στρατιών διαδικτυακών σχολιαστών, έμμισθων και μη.
Στο επίπεδο της «παραδοσιακής» δημοσιογραφίας, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επέφερε μια σειρά κυρώσεων σε ρωσικά Μέσα από δυτικές χώρες και διαδικτυακές πλατφόρμες με την κατηγορία ότι ελέγχονται από τη ρωσική κυβέρνηση και διακινούν ψευδείς ειδήσεις. Ούτως ή άλλως εδώ και κάποια πλέον χρόνια τα κρατικά Μέσα χωρών όπως η Ρωσία και η Κίνα είχαν σχετικές σημάνσεις που «προειδοποιούσαν» τους χρήστες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Φυσικά αυτό δεν έγινε ποτέ για τα δυτικά κρατικά media, ούτε έχουν υπάρξει οι κατάλληλες σημάνσεις για αμερικανικά Μέσα που έχουν ιδιοκτησιακές σχέσεις με επιχειρήσεις που ανήκουν στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας και έχουν προκαλέσει τα πυρά αναλυτών των ΜΜΕ. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπεν Μπαγκντίκιαν, «όταν τα ΜΜΕ μέσω της ιδιοκτησίας τους έχουν κοινά συμφέροντα με το ‘στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα’, είναι αμφίβολο το κατά πόσο μπορούν να καλύψουν έναν πόλεμο ανεξάρτητα και κριτικά». Επομένως, γίνεται ξεκάθαρο ότι η απαγόρευση των ρωσικών media δεν γίνεται στο όνομα της ανεξάρτητης πληροφόρησης, αλλά πρόκειται για μια προσπάθεια ελέγχου του αφηγήματος της πολεμικής σύγκρουσης μιας και οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν ξεκάθαρη εμπλοκή σε ό,τι οδήγησε σε αυτήν.
Μια, ακόμη και πρόχειρη, εξέταση της κάλυψης του πολέμου από τα ΜΜΕ των δυτικών χωρών αποκαλύπτει την αποκοπή του από το ιστορικό και γενικό του πλαίσιο, καθώς και την αναγωγή του στην ατομική αυτενέργεια του Βλαντίμιρ Πούτιν. Τα ΜΜΕ επιλέγουν να εστιάσουν στην εξέλιξη των μαχών και σε οτιδήποτε έχει συμβεί μετά την 24η Φεβρουαρίου, χωρίς να αναλύουν καθόλου τις ιστορικές ευθύνες που φέρει και η ίδια η Δύση στα γεγονότα που οδήγησαν εδώ, ιδιαίτερα από το 2004 και την πορτοκαλί επανάσταση, αλλά και στα γεγονότα του «ΕυρωΜαϊντάν» το 2014. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Ρωσία, εν προκειμένω, έχει εισβάλει παράνομα στην Ουκρανία και δεν έχει καμία δικαιολογία για τις πολεμικές πράξεις της, ωστόσο η ανιστόρητη κάλυψη της σύγκρουσης συγκαλύπτει το γεγονός ότι ο ουκρανικός λαός συνθλίβεται από την όξυνση των ανταγωνισμών και των αντιμαχόμενων ιμπεριαλισμών στην περιοχή. Σε δεύτερη ανάλυση, η αναγωγή των γεγονότων στο προσωπικό επίπεδο και η προσωποποίηση τους στους ηγέτες των αντιμαχόμενων στρατοπέδων, αποκρύπτει τα πολιτικά και οικονομικά διακυβεύματα της σύγκρουσης που εν τέλει οδήγησαν σε αυτή, παρουσιάζοντας ανταυτού τη σύγκρουση σαν αποτέλεσμα προσωπικών «καπρίτσιων». Στον αντίποδα, από την πλευρά της Ρωσίας παρουσιάζεται μια πλασματική εικόνα του στρατού της χώρας ως «απελευθερωτή» της Ουκρανίας για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα της εισβολής. Ο Χιλέλ Νόσεκ, ερευνώντας τη συμπεριφορά των ΜΜΕ κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων, ανακάλυψε ότι οι δημοσιογράφοι εν καιρώ πολέμου τείνουν να αφήνουν στην άκρη τις δημοσιογραφικές αξίες και να δίνουν μεγαλύτερο βάρος στην υπεράσπιση των εθνικών θέσεων, και δυστυχώς αυτό επιβεβαιώνεται και στην ουκρανική κρίση. Ωστόσο, αυτού του είδους η κάλυψη που αποσιωπά και ενίοτε αποκρύπτει τα βαθύτερα αίτια της σύγκρουσης, δεν προσφέρει ούτε στην επίλυση της ούτε στην αποτροπή μελλοντικών συγκρούσεων, καθώς ρίχνει νερό στον μύλο της περαιτέρω εθνικιστικής περιχαράκωσης όλων των εμπλεκόμενων πλευρών.
Μια ανάλογη κατάσταση επικρατεί σε μεγάλο βαθμό και στα ελληνικά ΜΜΕ, τα οποία, όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενα άρθρα, αντανακλούν τους στόχους και τις επιδιώξεις των ιδιοκτητών τους και έχουν σε μεγάλο βαθμό συνταχθεί με την κυβέρνηση της χώρας που έχει από την πρώτη στιγμή επιδιώξει να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο στην πληροφόρηση. Επομένως, δεδομένου ότι αποτελεί στρατηγική επιλογή τόσο της αστικής τάξης όσο και της κυβέρνησης να εμπλακεί η Ελλάδα πέραν του δέοντος στην ουκρανική κρίση, βλέπουμε τα κυρίαρχα μέσα της χώρας να ακολουθούν τις προαναφερθείσες «κακές» δημοσιογραφικές πρακτικές ως προς τα αφηγήματα του πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της κυβέρνησης να στείλει πολεμικό υλικό στην Ουκρανία δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαλόγου και κριτικής στα ΜΜΕ.
Ο ρόλος της δημοσιογραφίας, ιδίως σε τέτοιες συνθήκες, δεν είναι να υποστηρίζει τις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις, αλλά αντίθετα να ασκεί την έρευνα με κριτική και ενδελεχή έλεγχο, καθώς οι αποφάσεις αυτές έχουν τεράστιο αντίκτυπο τόσο άμεσα, στην καθημερινότητα του λαού, όσο και μακροπρόθεσμα στις λεπτές ισορροπίες των διεθνών σχέσεων στην ευρύτερη περιοχή μας. Οι δημοσιογράφοι έχουν χρέος να παρέχουν ενημέρωση που να βοηθάει το κοινό να κατανοήσει τα τεκταινόμενα και να έρθει σε επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της ιστορίας εν μέσω μιας κακοφωνίας ψευδών ειδήσεων από όλα τα μέρη. Έχουν επίσης χρέος να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη δημόσια διαβούλευση. Ωστόσο, λόγω των συστημικών ελαττωμάτων των ελληνικών ΜΜΕ, σε ακόμη μία σημαντική κρίση, η δημοσιογραφία αποτυγχάνει να παίξει τον ρόλο της και να συνεισφέρει στη δημοκρατία της χώρας.
*Ο Χρήστος Κωστόπουλος, είναι Λέκτορας Μαζικής Επικοινωνίας, Curtin University Malaysia – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ 6», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
πηγη: https://www.enainstitute.org/ – ena-institute