εκτός των άλλων ψαλιδίζει τον Πόρο ανάπτυξης, δηλαδή το κονδύλι που υποτίθεται ότι παρέχεται στις τοπικές κοινωνίες για άλλους σκοπούς (περιβάλλον / ποιότητα ζωής /πράσινες επενδύσεις) κι όχι βέβαια για μετεγκαταστάσεις οικισμών.
Ξεκαθαρίζουμε εκ προοιμίου ότι δεν είμαστε εναντίον των δύο μετεγκαταστάσεων, οι οποίες έχουν καθυστερήσει πολύ (και αμφιβάλουμε αν τελικά θα γίνουν μέσα στα – συνεχώς κυλιόμενα- χρονοδιαγράμματα).
Πιστεύουμε όμως ότι η φόρμουλα χρηματοδότησης που ψηφίστηκε είναι απαράδεκτη για τους εξής λόγους:
1. Δημιουργεί «τετελεσμένα γεγονότα» στρεβλής χρηματοδότησης για επόμενες περιπτώσεις. Π.χ το ίδιο μπορεί να γίνει μελλοντικά στο Μαυροδέντρι. (Η μελέτη του ΑΠΘ για τη βιωσιμότητα του χωριού εκτιμά ότι το Μαυροδέντρι δύσκολα θα τα βγάλει πέρα μετά τη διάνοιξη του ορυχείου Ποντοκώμης και τις σοβαρότατες περιβαλλοντικές παρενέργειες που θα προκαλέσει. Δικαίως το χωριό κάποια στιγμή θα ζητήσει μετεγκατάσταση, και προφανώς θα επαναληφθεί η σημερινή συνταγή χρηματοδότησης με τον κρατικό κορβανά να φορτώνεται το 50% της μετακίνησης του οικισμού)
2. Η δαπάνη της μετεγκατάστασης πρέπει να ενσωματώνεται στο κόστος λιγνίτη. Οι οικισμοί αυτής της κατηγορίας μεταφέρονται γιατί δεν μπορούν να ζουν δίπλα στις αποθέσεις και την τέφρα, με κατεστραμμένα νερά και εδάφη. Τουτέστιν η μετεγκατάσταση τους οφείλεται στις παρενέργειες της εξόρυξης και επομένως η αντίστοιχη δαπάνη πρέπει να επιβαρύνει το κόστος εξόρυξης του λιγνίτη και την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται τα ορυχεία, (είτε είναι δημόσια είτε ιδιωτική). Φυσικά αυτό δεν συμφέρει όσους χρόνια τώρα μας πλασάρουν τη θεωρία του φτηνού λιγνίτη, εντός και εκτός ΔΕΗ.
3. Με αυτό τον τρόπο μεικτής χρηματοδότησης συνεχίζεται το καθεστώς των κρυφών επιδοτήσεων στο λιγνίτη και στη ΔΕΗ. Όταν το κράτος αναλαμβάνει μέρος των οικονομικών υποχρεώσεων της επιχείρησης, τότε τις μεταφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό ή και στις τοπικές κοινωνίες. Είναι η ίδια λογική που απάλλαξε τη ΔΕΗ από το φόρο στερεών καυσίμων, που μετέθεσε στους Δήμους το αυξημένο κόστος εκμετάλλευσης των πληγέντων υδροφορέων κλπ. Από την προνομιακή αυτή μεταχείριση της ΔΕΗ ωφελούνται σκανδαλωδώς οι μέτοχοί της, αλλά κι όσοι ιδιώτες μπαίνουν ή θα μπουν στη λιγνιτοπαραγωγή με το ίδιο καθεστώς φοροαπαλλαγών και προνομίων. (Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι σε αυτές τις κοστολογικές «ταχυδακτυλουργίες» βασίστηκε επί 60 χρόνια ο μύθος της «φτηνής λιγνιτικής κιλοβατώρας», τον οποίο μόλις τώρα .. εδέησαν να καταλάβουν κάποιοι βουλευτές μας !).
4. Ο Πόρος ανάπτυξης δεν έχει αυτόν τον προορισμό. Με βάση το υφιστάμενο νομικό καθεστώς και τη σχετική υπουργική απόφαση η χρησιμοποίηση του πόρου για μετεγκαταστάσεις είναι παράτυπη. Δεν φτάνει που μέχρι σήμερα διασπαθίστηκε σε μικρά έργα και σε παραγοντίστικες παροχές, δεν φτάνει που δεν διεκδικήσαμε την αύξηση του (με αφορμή το υψηλότερο τέλος ΑΠΕ που θέσπισε η κυβέρνηση), θα δεχτούμε τώρα να διατεθεί ο πόρος για να καλύψει κι άλλες υποχρεώσεις τρίτων ;;
Η ΔΕΗ βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν είναι υποχρεωμένη με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο να πληρώνει μετεγκαταστάσεις οικισμών που δεν έχουν στο υπέδαφος τους κάρβουνο, (ακόμη και αν βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα ορυχεία!) Έτσι λοιπόν στην περίπτωση Ακρινής & Αναργύρων, που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία οικισμών, η ΔΕΗ εμφανίζεται ότι κάνει παραχώρηση και βάζει το χέρι στη τσέπη, υπερβαίνοντας τις τυπικές της υποχρεώσεις. Φυσικά η ουσία είναι διαφορετική και δεν μπορεί να την κρύβουμε πίσω από το γράμμα ενός απαρχαιωμένου νόμου που πρέπει επιτέλους να αλλάξει και να θέσει την Επιχείρηση προ των ευθυνών της. Και το θέμα δεν είναι να παζαρέψουμε τη χρηματοδότηση των μετεγκαταστάσεων με τη ΔΕΗ, ζητώντας να αυξηθεί η συμμετοχή της και να μηδενιστεί η αντίστοιχη του τοπικού πόρου ή να μειωθεί η κρατική. Αυτή είναι η λάθος οπτική των τοπικών αρχόντων και των βουλευτών, που επιχειρούν να διασώσουν τον τοπικό πόρο (αδιαφορώντας λίγο πολύ για άλλη μια αιμορραγία του κρατικού κορβανά), ώστε να συνεχίσουν τη διανομή και τη νομή του πόρου δια πάσαν νόσον. Πρόκειται ουσιαστικά για άλλη μια έκδοση ενός παρωχημένου τοπικισμού, που βασίζεται σε ψηφοθηρικά και παραγοντίστικα κριτήρια και βλέπει το δέντρο αντί για το δάσος. Η ριζική και μόνιμη λύση είναι να αλλάξει εκ βάθρων το νομικό πλαίσιο των μετεγκαταστάσεων. Να επεκταθεί δηλαδή (ως υποχρέωση της ΔΕΗ) και στους οικισμούς που δεν έχουν λιγνιτοφόρο υπέδαφος, αλλά καθίστανται μη βιώσιμοι από τις επεκτάσεις των ορυχείων, (γεγονός που θα πιστοποιείται με συγκεκριμένους δείκτες περιβαλλοντικής / αειφορικής υποβάθμισης).
Προφανώς η λύση αυτή δεν αρέσει στη ΔΕΗ και τους συνοδοιπόρους της γιατί μειώνει την κερδοφορία της ΔΕΗ. Δεν αρέσει σε βουλευτές, τοπάρχες, συνδικαλιστές και γενικά όσους στήριξαν το λιγνιτοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης της περιοχής και έδωσαν γη και ύδωρ, χωρίς να εξασφαλίσουν εναλλακτικές λύσεις, χωρίς να σχεδιάσουν έγκαιρα και σοβαρά μια πράσινη μεταλιγνιτική περίοδο. Οι απλοί πολίτες όμως πρέπει να απαιτήσουν μια τέτοια αλλαγή του νομικού πλαισίου για τις μετεγκαταστάσεις, εφόσον ενδιαφέρονται για τον τόπο τους, για τα χωριά τους, για το μακροπρόθεσμο συμφέρον της περιοχής κι όχι για τη «λαθραία» κερδοφορία της ΔΕΗ (και των ιδιωτών μετόχων της). Δεν μπορεί ο λιγνίτης να εμφανίζεται πλασματικά φτηνός, δεν μπορεί να υπάρχουν κρυφά κόστη που φορτώνονται στις πλάτες των τοπικών κοινωνιών και των ελλήνων φορολογουμένων. Δεν μπορεί εν τέλει η ενεργειακή πολιτική στον 21ο αιώνα να σχεδιάζεται με λογικές του 1960.
Αν η ΔΕΗ (και οι λοιποί υποψήφιοι λιγνιτοπαραγωγοί) είναι σε θέση να διανοίξουν ένα ορυχείο διασφαλίζοντας την αειφoρία στους φυσικούς πόρους (νερά εδάφη κ.α), τη βιωσιμότητα των γειτονικών οικισμών, την πλήρη αποκατάσταση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων («φόρος CO2»), και αν έχουν τα απαιτούμενα χρήματα στο πορτοφόλι τους, ας το κάνουν. Διαφορετικά να περιορίσουν τη λιγνιτική παραγωγή, ακολουθώντας – έστω και με καθυστέρηση - την πράσινη ενεργειακή επανάσταση του σύγχρονου κόσμου. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται ένα καθεστώς που χρόνια τώρα φορτώνει τα σπασμένα της ηλεκτροπαραγωγής στους λογαριασμούς των τοπικών κοινωνιών και των ελλήνων πολιτών.
Είναι σαφές με βάση τα παραπάνω ότι οι νέοι Δήμοι και η αιρετή Περιφέρεια πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να θέσουν το πρόβλημα επί τάπητος. Συγκεκριμένα:
• Να επεξεργαστούν και να προωθήσουν από κοινού με τους τοπικούς βουλευτές σχέδιο νόμου (με τη διαδικασία του επείγοντος) για την αλλαγή του καθεστώτος των μετεγκαταστάσεων και τη χρηματοδότηση τους αποκλειστικά από τη ΔΕΗ σε όλες τις περιπτώσεις, είτε αυτές αφορούν μετακινήσεις οικισμών για παραγωγικούς λόγους είτε για περιβαλλοντικούς.
• Να πιέσουν την Κυβέρνηση ώστε η ΔΕΗ να δεχτεί αυτή τη λύση. (Η Κυβέρνηση μπορεί να το κάνει νομίμως, εφόσον το κράτος είναι κατά 51% ιδιοκτήτης της ΔΕΗ).
• Να επιμείνουν στο αίτημα για τη μετεγκατάσταση Ακρινής και Αναργύρων, πιέζοντας για σφιχτότερο χρονοδιάγραμμα και άμεση ένταξη τους στον εν λόγω νομοσχέδιο.
• Να ζητήσουν την τροποποίηση του επίμαχου σημείου της τροπολογίας, (εφόσον τελικά αυτή έλθει στη Βουλή), ζητώντας τη χρηματοδότηση των μετεγκαταστάσεων 100% από τη ΔΕΗ.
• Να προωθήσουν ταυτόχρονα το χρονίζον θέμα της επαναπόδοσης των εδαφών που απαλλοτρίωσε η ΔΕΗ ΑΕ, αφού βεβαίως ολοκληρωθεί η εξόρυξη – αποκατάσταση. (Είναι κι αυτό το ζήτημα σχετικό, διότι η τροπολογία ρυθμίζει (;) και το ιδιοκτησιακό των εδαφών των μεταφερόμενων χωριών)
• Να εντάξουν στο ίδιο «πακέτο» διεκδικήσεων και την αλλαγή του απαράδεκτου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου
Υπάρχουν πολλές κόκκινες γραμμές. Άλλες εξυπηρετούν μια εφήμερη ευημερία ορισμένων προνομιούχων και άλλες τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του τόπου. Καιρός να διαλέξουμε ποιες μας εκφράζουν.
Αυτοδιοικητική Κίνηση «Κοζάνη, τόπος να ζεις»