Ένωσης για την Διατήρηση της Φύσης», (International Union for Conservation of Nature - IUCN), με δήλωση εκφράζει την ανησυχία της σχετικά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)για τη μετακίνηση του λύκου (Canis lupus) από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα ΙΙΙ της σύμβασης της Βέρνης, καθώς και για τη σχετική πρόθεση μετακίνησης του είδους στη συνέχεια, από το Παράρτημα IV στο Παράρτημα V της οδηγίας 92/43 για την προστασία των οικοτόπων και ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος.
Όπως σημειώνεται στη σχετική δήλωση, η οποία δημοσιεύθηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Περιβαλλοντική Οργάνωση «Καλλιστώ», δύο στελέχη της οποίας μετέχουν στο core group του LCIE, «το LCIE δεν αντιτίθεται από θέση αρχής στην έννοια της αλλαγής του επιπέδου νομικής προστασίας των ειδών (ή των πληθυσμών τους). Ωστόσο, η παρούσα πρόταση της Ε.Ε εγείρει σοβαρά ερωτήματα, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα της σημαντικής αρχής ότι οι αποφάσεις σχετικά με τη διατήρηση και τη διαχείριση της άγριας πανίδας και χλωρίδας, πρέπει να υποστηρίζονται από έγκυρη επιστημονική τεκμηρίωση και όχι (μόνο) από πολιτικούς λόγους και σκοπιμότητες. Όπως αναλύεται στη συνέχεια, αυτή τη στιγμή, η προτεινόμενη γενικευμένη υποβάθμιση του νομικού καθεστώτος του λύκου σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο δεν φαίνεται να δικαιολογείται».
Μάλιστα υπενθυμίζεται ότι «η πρόταση της Ελβετίας το 2022 για την υποβάθμιση της νομικής προστασίας του λύκου δεν υιοθετήθηκε από τη Μόνιμη Επιτροπή της σύμβασης της Βέρνης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, σχετική έκθεση για την κατάσταση διατήρησης των Ευρωπαϊκών πληθυσμών του λύκου που συντάχθηκε από το LCIE. Από το 2022 που απορρίφθηκε η πρόταση της Ελβετίας μέχρι το έτος 2023 που η ΕΕ αποφάσισε να επιδιώξει την υποβάθμιση του λύκου από το παράρτημα ΙΙ στο παράρτημα ΙΙΙ της σύμβασης, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει σημαντικά, όπως επιβεβαιώνεται και από την σχετική έκθεση που συντάχθηκε για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2023».
«Η αποδοχή της πρότασης από τη Μόνιμη Επιτροπή της Σύμβασης της Βέρνης, μπορεί να δημιουργήσει ένα ανησυχητικό προηγούμενο, το οποίο ενδεχομένως θα επηρεάσει μελλοντικές αποφάσεις (υποβάθμισης ή ακόμα και απένταξης από προστατευτικό καθεστώς) και για άλλα είδη της άγριας πανίδας της Ευρώπης», τονίζει στη δήλωση της η Πρωτοβουλία για τα Μεγάλα Σαρκοφάγα της Ευρώπης.
«Υπό το πρίσμα των παγκόσμιων και Ευρωπαϊκών πολιτικών που στοχεύουν στην αντιστροφή της απώλειας της βιοποικιλότητας, στην αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και στην προώθηση της συνύπαρξης ανθρώπου-άγριας ζωής, θεωρείται σημαντικό να δοθεί η δυνατότητα στους λύκους (και σε άλλα μεγάλα σαρκοφάγα) να ζουν ως λειτουργικά και δυναμικά συστατικά των Ευρωπαϊκών οικοσυστημάτων στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις, τις βιοποριστικές ανάγκες και τις δραστηριότητες των τοπικών ανθρώπινων κοινωνιών», τονίζει το LCIE και καταλήγει:
«Η θετική εξέλιξη των περισσότερων πληθυσμών λύκων στην Ευρώπη αποτελεί επομένως σημαντικό λόγο εορτασμού των επιτυχών προσπαθειών για την ανάσχεση απώλειας της βιοποικιλότητας. Η τελευταία εκτίμηση του LCIE, που ολοκληρώθηκε πολύ πρόσφατα, εκτιμά τον συνολικό αριθμό των λύκων στην Ευρώπη σε 23.000, με τους περισσότερους πληθυσμούς να παρουσιάζουν ανοδική τάση17.
Ωστόσο, η τρέχουσα πρόταση υποβάθμισης του νομικού καθεστώτος του λύκου εκτιμάται ότι είναι πρόωρη και λανθασμένη, για τους λόγους που περιγράφηκαν παραπάνω, και το LCIE δεν συνιστά την υιοθέτησή της».
Ολόκληρη η δήλωση του LCIE σε pdf στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Από το Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας
«Καλλιστώ»