Όλοι καταλαβαίνουμε ότι, όταν χρωστάς, δεν είσαι ελεύθερος. Όταν χρωστάς, εξαρτάσαι από τους πιστωτές σου και είσαι αναγκασμένος να ακούς κι αυτά που λένε. Είσαι αναγκασμένος να παρακολουθείς τις αγορές, πόσο μάλλον όταν οι ίδιες οι αγορές, κάποια στιγμή, έρχονται και λένε: «δεν μπορείς πια να δανειστείς από εμάς».
Όλοι, λοιπόν, ξέρουμε την κατάσταση. Και όλοι αναγνωρίζουμε και τα αίτια. Και ο Πρόεδρος αναφέρθηκε στις μακροχρόνιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος.
Όλοι ξέρουμε ότι το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε πρόσφατα. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Έχει να κάνει με το τι είδους κράτος έχουμε δημιουργήσει, με τις σχέσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με τα κίνητρα και τα αντικίνητρα, με το πολιτικό μας σύστημα.
Όλοι τα ξέρουμε αυτά, απλώς για πολύ καιρό δεν θέλαμε να τα δούμε κατάφατσα.
Βέβαια, όλοι αναγνωρίζουμε ότι με μία παθογένεια - που ήταν αυτή που ήταν - τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν απολύτως καταστροφικά. Γιατί ένα σύστημα το οποίο, παρά τις δυσκολίες του, κουτσά στραβά προχωρούσε και μπορούσε κάποιος να το αναμορφώνει, τώρα πια έχει φτάσει στο απόλυτο αδιέξοδο και είναι η ώρα των αποφάσεων.
Η τελευταία πενταετία ήταν κρίσιμη για δυο λόγους. Καταρχάς, γιατί τα νούμερα, τα ψυχρά νούμερα, δείχνουν την εικόνα της κατάρρευσης. Και κατά δεύτερον, γιατί μας έχουν αφήσει ένα τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας που θα πάρει πολύ καιρό ακόμα, για να το αντιμετωπίσουμε.
Τα νούμερα τα ξέρουμε όλοι, δεν θα τα επαναλάβω. Αλλά το έλλειμμα, όπως ήταν στο τέλος του χρόνου, με τελικό το 13,6%, που μπορεί να φτάσει και στο 14%, ήταν τρομακτικό με τις δαπάνες να αυξάνονται δυο φορές πιο γρήγορα απ’ ότι τα έσοδα.
Όλοι οι διεθνείς αναλυτές κοιτούν την πορεία του χρέους και να αναρωτιούνται, αν αυτό το χρέος μεσοπρόθεσμα είναι βιώσιμο γι’ αυτή τη χώρα. Και βέβαια η δυσκολία μας είναι να πείσουμε και για τα προφανή, ότι αυτά που λέμε θα τα κάνουμε, ότι αυτά που κάναμε τα κάναμε πράγματι.
Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτή την κατάσταση που την ξέρουν οι πολίτες πάρα πολύ καλά και την έχουν χρεώσει, μας λένε: «ωραία και εσείς τώρα τι κάνετε; Από εδώ και πέρα τι κάνετε»;
Οι πολίτες έχουν τεράστιες προσδοκίες και καλά κάνουν, γιατί εμείς τις δημιουργήσαμε. Δημιουργήσαμε μεγάλες προσδοκίες γιατί πήραμε μία συγκεκριμένη εντολή αλλαγών και πολύ ριζικών αλλαγών. Δεν ζήτησαν έναν διαφορετικό και καλύτερο διαχειριστή, ζήτησαν κάποιον που θα τα αλλάξει όλα. Αυτή την εντολή πήραμε.
Οι πολίτες περίμεναν ότι μέσα σε έξι μήνες θα έχουμε αντιμετωπίσει τις παθογένειες δεκαετιών. Αυτό, προφανώς, είναι αδύνατον. Όμως, μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες, έχουμε ανοίξει όλα τα μέτωπα και έχουμε κάνει - αν δει κάποιος και το νομοθετικό μας έργο, αλλά και όλες τις πρωτοβουλίες που έχουμε ξεκινήσει - πράγματα που άλλες Κυβερνήσεις δεν έχουν κάνει, όχι σε έξι μήνες, ούτε σε έξι χρόνια, ούτε και παραπάνω.
Όμως, σήμερα, είμαστε σε μία πολύ ιδιαίτερη συγκυρία. Θέλαμε να έχουμε περισσότερο χρόνο, ελπίζαμε ότι θα μπορέσουμε να έχουμε την πολυτέλεια του να απλώσουμε τις μεταρρυθμίσεις μας, να απλώσουμε τις αλλαγές και να κάνουμε αυτά που πραγματικά πρέπει να γίνουν.
Αντί γι’ αυτό πιεζόμαστε, πιεστήκαμε και θα συνεχίσουμε να πιεζόμαστε από διεθνείς αγορές, που ποντάρουν κατά της Ελλάδας. Από μία πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη που δεν βοηθάει, γιατί πολλές φορές υπάρχουν διαφορετικές φωνές και λείπει η καθαρότητα.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη κατάσταση έχουμε ένα πολύ μεγάλο κεκτημένο. Και αυτό το μεγάλο κεκτημένο είναι ο μηχανισμός στήριξης. Και είναι απολύτως ανεύθυνες όλες οι φωνές που ακούγονται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, που δεν αντιλαμβάνονται το πόσο κρίσιμο εργαλείο είναι για τη χώρα αυτή ο μηχανισμός στήριξης.
Σκεφτείτε πού θα ήμασταν, αν δεν υπήρχε με όλες του τις δυσκολίες αυτός ο μηχανισμός στήριξης. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μία στιγμή όπου - με τον μηχανισμό στήριξης να έχει εξειδικευτεί - καλούμαστε να τον χρησιμοποιήσουμε. Θέλαμε και ελπίζαμε ότι δεν θα χρειαστεί. Θέλαμε και ελπίζαμε ότι και μόνο η δημιουργία του, θα ήταν αρκετή για να αποτρέψει. Φάνηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό και σήμερα καλούμαστε να κάνουμε μία δύσκολη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Μην γελιέστε, δεν υπάρχει καλός και κακός σ’ αυτή την υπόθεση. Υπάρχουν τρεις οργανισμοί που λίγο-πολύ συμπλέουν στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα πράγματα. Υπάρχει μία διαπραγμάτευση η οποία θα μας οδηγήσει σε ένα τριετές οικονομικό πρόγραμμα, ένα εξαιρετικά δύσκολο τριετές οικονομικό πρόγραμμα. Μέσα τριετία θα χρειαστεί να κάνουμε τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή, που έχει γίνει ποτέ σ’ αυτή τη χώρα. Θα χρειαστεί να μειώσουμε τις δαπάνες, θα χρειαστεί να αυξήσουμε τα έσοδα. Και βέβαια, να κάνουμε πράγματα για τα οποία έχουμε, ήδη, δεσμευτεί και πράγματα τα οποία είναι και στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Αλλά, επειδή, ξεκινάμε από μια πιο δύσκολη αφετηρία, από το έλλειμμα στο 13,6%, θα είναι μεγαλύτερη η ανάγκη της προσαρμογής. Ταυτόχρονα, θα μας ζητηθεί - και θα εξαρτηθεί κι η χρηματοδότηση που θα έχουμε τα επόμενα χρόνια - μια σειρά πολύ συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών, αλλαγές που εμείς πρώτοι έχουμε περιγράψει.
Είμαστε οι πρώτοι που μιλήσαμε για ένα διαφορετικό φορολογικό σύστημα, άλλο τρόπο κατάρτισης του προϋπολογισμού, ένα βιώσιμο ασφαλιστικό, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Όλα αυτά θα είναι κριτήρια για τη συνέχιση της χρηματοδότησής μας από τον μεικτό μηχανισμό των Ευρωπαίων εταίρων μας και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Είναι μία διαπραγμάτευση που γίνεται κι ελπίζουμε μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα έχει ολοκληρωθεί. Υπάρχει μία κρίσιμη ημερομηνία και ένας χρόνος που ακολουθεί. Η κρίσιμη ημερομηνία είναι η 19η Μαΐου, που λήγει ένα ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου των εννέα δισ. ευρώ.
Μέχρι εκείνη την ημέρα, πρέπει όλα να έχουν τελειώσει. Δδεδομένης της αδυναμίας μας πρόσβασης στις αγορές, μέχρι εκείνη την ημέρα, η διαδικασία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, να συμφωνηθεί, να υπογραφεί και να έχει αρχίσει η εκταμίευση των ποσών, τόσο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όσο και από τους Ευρωπαίους εταίρους.
Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι θα φτάσουμε εκεί. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει απρόσκοπτα να δανείζεται, να μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της και να κάνει όλα τα βήματα παραπέρα.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η ημερομηνία κρίσιμη. Διαβάζοντας τους ξένους αναλυτές, διαβάζοντας τις - πολλές φορές - κακόβουλες αναλύσεις βλέπει κάποιος να υπάρχει η αμφισβήτηση των επομένων ετών για τη χώρα. Η αμφισβήτηση του κατά πόσο θα μπορέσουμε να ελέγξουμε την πορεία του δημοσίου χρέους.
Αναρωτιούνται αν αυτή η χώρα θα μπορέσει να ανακάμψει, αν θα μπορέσει να δημιουργήσει αρκετή ανάπτυξη, για να μειώνει το χρέος. Αν θα έχει αυτή η Κυβέρνηση την πολιτική βούληση, μέχρι το τέλος, να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας και να κάνει όλες τις βαθιές αλλαγές τις οποίες έχει δεσμευτεί.
Νομίζω την απάντηση την ακούσαμε όλοι από τον Πρόεδρο. Δεν υπάρχει περιθώριο για οποιαδήποτε υπαναχώρηση. Δεν υπάρχει περιθώριο. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι ότι, τουλάχιστον όσον αφορά στο Υπουργείο Οικονομικών, θα είμαστε απόλυτοι σ’ αυτό. Θα υλοποιήσουμε στο ακέραιο το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα ελέγξουμε όσο μπορούμε τις δαπάνες. Θα κάνουμε όλες τις αλλαγές που χρειάζεται, για να αυξηθούν τα έσοδα και για να γίνουν πάνω απ’ όλα οι αλλαγές, για να επανέλθουμε σε μία πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
Θα είναι εύκολη η πορεία; Προφανώς όχι. Θα συγκρουστούμε; Ναι, θα συγκρουστούμε με πολύ κόσμο. Πρέπει να χαϊδέψουμε αυτιά; Όχι. Πρέπει να πούμε - και το κάνουμε - την αλήθεια στον κόσμο.
Αλλά για ένα πράγμα μπορούμε νομίζω όλοι μας να είμαστε σίγουροι, ότι αν κάνουμε την δουλειά για την οποία μας εξέλεξαν οι Έλληνες πολίτες, σε τρία χρόνια από τώρα, θα μπορούμε να στεκόμαστε μπροστά τους περήφανοι, με σεβασμό στις αξίες μας. Κοιτώντας πίσω μας θα βλέπουμε ότι έχουμε ελέγξει έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ότι έχουμε καταφέρει να τιθασεύσουμε το χρέος που τρώει τα σωθικά μας και που σήμερα το χρεώνουμε στα παιδιά μας. Και θα έχουμε βάλει την οικονομία σε μία νέα τροχιά ανάπτυξης.
Θα το κάνουμε γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε και γιατί είμαστε όλοι μαζί και γιατί έχουμε πάνω απ’ όλα μαζί μας τους Έλληνες πολίτες.