Μετά από δύο αναβολές πραγματοποιήθηκε επιτέλους η επίσκεψη της Υπουργού Π.Ε.Κ.Α. κ. Μπιρμπίλη στους λιγνιτοφόρους νομούς Κοζάνης και Φλώρινας. Η Υπουργός «κατάφερε» να δυσαρεστήσει όλους σχεδόν τους εκπροσώπους των περιβαλλοντικών οργανώσεων, αλλά και όσους φίλους του ΠΑΣΟΚ πίστεψαν στις προεκλογικές εξαγγελίες περί «πράσινης στροφής». Το κυβερνητικό κλιμάκιο γι άλλη μια φορά δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις σε φλέγοντα θέματα και κυρίως στο ποιό θα είναι το μίγμα καυσίμου την επόμενη δεκαετία και πόσο θα μειωθεί ο λιγνίτης στην ηλεκτροπαραγωγή. Βέβαια η σύγχυση αυτή στον τομέα της ενέργειας δεν μπορεί να φορτωθεί αποκλειστικά στην κ. Μπιρμπίλη. Η Κυβέρνηση εξακολουθεί να ακροβατεί ανάμεσα στο λιγνιτικό λόμπυ που πιέζει για νέα ορυχεία & μονάδες της ΔΕΗ και στα προεκλογικά της συνθήματα περί «πράσινης ανάπτυξης», δραστικής μείωσης του λιγνίτη και γενναίας υποστήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ).
Η πρώτη ένσταση μας, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αφορά το οργανωτικό –διαδικαστικό κομμάτι της επίσκεψης. Εξελίχτηκε σε έναν διάλογο για τους λίγους και επώνυμους, (βουλευτές, δημάρχους, συνδικαλιστές),οι οποίοι στο κάτω κάτω έχουν συνευρεθεί με την ηγεσία του Υπουργείου αρκετές φορές. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και οι σύλλογοι πληττομένων του Ν. Κοζάνης έμειναν θεατές. Κατανοούμε ότι δεν είναι δυνατόν η υπουργός να μιλήσει με όλους και για όλα και ότι αυτή η «επαφή με τις τοπικές κοινωνίες» είναι κυρίως επικοινωνιακή. Όμως θα μπορούσε να έχει και μια παραγωγική διάσταση, αν η οργάνωση ήταν διαφορετική. Για παράδειγμα, αν στον ίδιο χρόνο λειτουργούσαν τρία παράλληλα τραπέζια διαλόγου με την παρουσία βασικών συνεργατών της υπουργού, η όλη διαδικασία θα αποκεντρώνονταν και θα ήταν πιο ουσιαστική. Τα τρία θεματικά τραπέζια μπορούσαν να είναι:
1) Περιβαλλοντικές επιπτώσεις – μετεγκαταστάσεις,
2) Το μέλλον της ηλεκτροπαραγωγής – λιγνίτες,
3) Μεταλιγνιτική περίοδος και τοπική απασχόληση.
Σημειώνεται εν παρόδω ότι η Αναφορά συντάχτηκε από την Οικολογική Κίνηση Κοζάνης με τη νομοτεχνική υποστήριξη των Οικολόγων Πράσινων και περιλαμβάνει τις κυριότερες περιβαλλοντικές παραβάσεις της ΔΕΗ, οι οποίες αποδεικνύονται με στοιχεία του ΤΕΙ & του ΥΠΕΧΩΔΕ, με πορίσματα των Επιθεωρητών περιβάλλοντας, του Συνηγόρου του Πολίτη κλπ. Η δε πρόταση για τις 3000 θέσεις εδράζεται σε έγκυρα διεθνή δεδομένα για την πράσινη απασχόληση και βασίζεται σε παραδείγματα άλλων χωρών που επένδυσαν στον ήλιο και στον αέρα, χωροθετώντας τις εγκαταστάσεις κατασκευής πράσινου εξοπλισμού στις περιοχές που θα έκλειναν ορυχεία.(Γερμανία). Παρότι η επεξεργασία αυτής της πρότασης από τη ΔΕΗ καθυστερεί απελπιστικά, το παρήγορο είναι ότι αρχίζει και «αντιγράφεται» και από πολιτευτές, βουλευτές, τοπικούς παράγοντες αλλά και την ίδια την κ. Μπιρμπίλη. Βέβαια, η οικειοποίηση του “copy right” είναι το μικρότερο κακό. Το μεγαλύτερο είναι να καθυστερήσουμε και στο θέμα αυτό καμιά εικοσαριά χρόνια, όπως συνέβη και με τις υπόλοιπες νεωτεριστικές ιδέες του διεθνούς οικολογικού κινήματος, οι οποίες «ανακαλύπτονται» από τα ελληνικά κόμματα κατόπιν εορτής (ενεργειακοί κανονισμοί κτιρίων, βιολογική γεωργία, πράσινες θέσεις εργασίας κλπ).
τη συνέχιση του σημερινού ενεργειακού μοντέλου (λιγνιτοκεντρικού και ρυπογόνου) με τα κακά της υπερσυγκεντρωτικής ηλεκτροπαραγωγής (μεγάλες – και ακριβές - απώλειες μεταφοράς), της καταστροφή των φυσικών πόρων και των υψηλών προστίμων λόγω CO2 (~ 1 δις/έτος μετά το 2013)
ή τη δραστική απεξάρτηση από το λιγνίτη και τη στήριξη στις ΑΠΕ, με παράλληλα προγράμματα ενίσχυσης των τοπικών κοινωνιών και δημιουργίας θέσεων πράσινης απασχόλησης
Οι Οικολόγοι Πράσινοι καλούν την Κυβέρνηση να εγκαταλείψει τη διγλωσσία στον τομέα της ενέργειας. Να αναγνωρίσει ότι η «χρυσή εποχή» του λιγνίτη τέλειωσε κι ότι ήδη έχουμε μπει στη μεταλιγνιτικη περίοδο. Να αντιληφθεί ότι οι «νέες αντιρρυπαντικές τεχνολογίες» δεν μπορούν να λύσουν τα σοβαρά μειονεκτήματα του λιγνίτη και πέραν των οριακών βελτιώσεων στους σταθμούς δεν αντιμετωπίζουν τις σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα ορυχεία (καταστροφή νερών –εδαφών, μετεγκαταστάσεις οικισμών, υψηλές εκπομπές σκόνης). Να ομολογήσει επιτέλους ότι ο λιγνίτης δεν είναι φτηνός και ότι τα αφανή κόστη του και οι κρυφές επιδοτήσεις πληρώνονται από τις επόμενες γενιές και τις τοπικές κοινωνίες. Να συνειδητοποιήσει ότι αν εμείς δεν σχεδιάσουμε το μεγάλο άλμα από τη βρώμικη στην πράσινη ενέργεια, θα μας υποχρεώσουν να το κάνουμε τα βαρύτατα πρόστιμα και οι νέες αυστηρές ευρωπαϊκές οδηγίες. Και τότε θα παρακαλούμε πάλι για νέες εξαιρέσεις και παρατάσεις, αγοράζοντας χρόνο, διογκώνοντας τα «περιβαλλοντικά spreads» και μεταθέτοντας τα χρέη – όπως και στην οικονομία- στους επόμενους. Η ευθύνη για μια τέτοια εξέλιξη δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, καθώς και τους τοπικούς άρχοντες και φορείς που πιέζουν για τη συνέχιση του ίδιου, αδιέξοδου και ρυπογόνου ενεργειακού μοντέλου.
Όσον αφορά στις τοπικές κοινωνίες που θέλοντας ή όχι εισέρχονται στη μεταλιγνιτική εποχή, χρειάζονται ένα ρεαλιστικό πλαίσιο διεκδίκησης που να περιλαμβάνει :
·Στρατηγικό σχεδιασμό 20ετίας στα πλαίσια ενός πράσινου συμβολαίου, που θα ορίζει τον νέο αναπτυξιακό προσανατολισμό της περιοχής και τον καθορισμό χρήσεων γης (και το ιδιοκτησιακό) στα 250.000 απαλλοτριωμένα στρέμματα της ΔΕΗ.
·3000 πράσινες θέσεις εργασίας την επόμενη δεκαετία στον τομέα κατασκευής πράσινου ενεργειακού εξοπλισμού (ισοδυναμούν με τις θέσεις που δίνουν έξι μονάδες της ΔΕΗ, μαζί με τα ορυχεία τους).
·Γενναία χρηματοδότηση από τις εξής τρεις πηγές α) τον φόρο στερεών καυσίμων (περίπου 80.000.000 /έτος για ΛΚΔΜ) ο οποίος πρέπει επιτέλους να θεσπιστεί με νόμο β) τον Πόρο ανάπτυξης λιγνιτικών περιοχών, ο οποίος επιβάλλεται να τριπλασιαστεί (Στις ΑΠΕ υπάρχει ένα 2,5 % για τοπικές κοινωνίες, ενώ εδώ το ποσοστό είναι μόνο 0,4%) και γ) το εξωτερικό ή περιβαλλοντικό κόστος του λιγνίτη, το οποίο είναι τεράστιο (περίπου 1 δις/ έτος για το ΛΚΔΜ). Πρέπει ένα μέρος του κόστος αυτού να επιστραφεί αναδρομικά και να επενδυθεί τοπικά ως «τέλος μείωσης λιγνιτικής ισχύος» για κάθε λιγνιτική μονάδα που θα κλείνει.