που οδηγεί σε μια γάγγραινα που καταβροχθίζει τα πάντα. Ξέρουμε ότι το πάθος δεν έχει ούτε αιτίες, ούτε αφορμές, ούτε καν βάσιμο λόγο όταν έρθει, αλλά όταν καταφτάσει, καλό είναι να παραμερίσουμε, γιατί τίποτα δεν μπορεί να του κόψει το δρόμο.
Στο επίκεντρο της ιστορίας «Κάποια Μέρα Θα Πούμε τα Πάντα ο Ένας στον Άλλον» βρίσκεται η Μαρία, μια 19χρονη που παλεύει με την πολυπλοκότητα της προσωπικής της ζωής εν μέσω των ευρύτερων πολιτικών αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στη Γερμανία. Ο κόσμος της Μαρίας είναι ήδη κατακερματισμένος από το διαζύγιο των γονιών της και την αδυναμία της μητέρας της να τη στηρίξει. Βρίσκει καταφύγιο και ζεστασιά στους κόλπους της οικογένειας, του αγοριού της, του Γιοχάνες. Η οικογένεια υποδέχεται θερμά την μέλλουσα νύφη και την αγκαλιάζει σαν δικό της παιδί. Η Μαρία προτιμά να χάνεται στα βιβλία παρά να φροντίζει την αποφοίτηση της και το μέλλον της. Ωστόσο, η αθόρυβη ισορροπία που έχει δημιουργηθεί, καταρρέει όταν η Μαρία διασταυρώνεται με τον Χένερ, έναν σχεδόν μεσήλικα, μοναχικό, λίγο αγροίκο και αινιγματικό αγρότη που ζει εκεί κοντά.
Παρά το σημαντικό ηλικιακό χάσμα που τους χωρίζει, η Μαρία και ο Χένερ έλκονται ο ένας από τον άλλον σε μια δίνη πάθους και λαχτάρας. Η μυστική τους σχέση γίνεται μια αναμφισβήτητη φωτιά, που καταπίνει τη ζωή της Μαρίας και την αφήνει με περισσότερα ερωτήματα από ότι απαντήσεις. Ένα μυστικό πάθος γεμάτο λαχτάρα και επιθυμία που καταβροχθίζει τα πάντα στο πέρασμά του, θα θέσει πολλά βασανιστικά ερωτήματα στη νεαρή γυναίκα, η οποία χωρίς να θέλει να προδώσει αυτούς που τη στήριξαν και την αγκάλιασαν, δεν θέλει όμως κι αυτά τα δυνατά και μοναδικά συναισθήματα τα οποία αισθάνεται για τον Χένερ να μην τα αφήσει να εκραγούν εντός της. Καθώς διαχειρίζεται την ένταση των συναισθημάτων της για τον Χένερ, η Μαρία παλεύει με τις ηθικές συνέπειες της σχέσης τους και τον αντίκτυπο που θα έχει στο μέλλον της.
-Περιπλανιόμαστε χωρίς προορισμό, είμαστε τα σύννεφα που διώχνει μακριά ο άνεμος, διαβάζει κάποια στιγμή η Μαρία μπροστά από το υποφωτισμένο παράθυρο της αγροικίας.
Στο "Κάποια μέρα θα τα πούμε όλα ο ένας στον άλλο", η σκηνοθέτης Εμιλί Ατέφ Emily («Πιο Πολύ από Ποτέ», «Τρεις Μέρες στο Κιμπερόν») η οποία έγραψε το σενάριο μαζί με την Ντανιέλα Κριν, συνθέτει μια δυνατή αφήγηση με φόντο το βαρυσήμαντο καλοκαίρι του 1990 στη γερμανική ύπαιθρο, όπου η Ανατολική και η Δυτική Γερμανία βρίσκονται στο μεταίχμιο της ενοποίησης.
Μέσα από το ταξίδι της Μαρίας, η Aτέφ εμβαθύνει στην πολυπλοκότητα της απαγορευμένης αγάπης και στις συνέπειες, του να ακολουθεί κανείς τις επιθυμίες του ενάντια στους κοινωνικούς κανόνες. Η ταινία αποτυπώνει την ωμή ένταση της σχέσης της Μαρίας και του Χένερ, απεικονίζοντας τη συναισθηματική τους εμπλοκή με λεπτότητα, ευαισθησία και ενδιαφέρουσες αποχρώσεις.
Με φόντο μία από τις πλέον ταραχώδεις και γεμάτες ανακατατάξεις εποχή, αυτή της επανένωσης της Γερμανίας έπειτα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Εμιλί Ατέφ επιστρέφει με μια ακόμη δυνατή ιστορία, πυξίδα της οποίας είναι το ταξίδι της αινιγματικής, τολμηρής, αλλά και καθηλωτικής κεντρικής ηρωίδας.
Η Εμιλί Ατέφ μίλησε για το θέμα της ταινίας της «Η απεικόνιση της επιθυμίας μιας νεαρής γυναίκας, της σεξουαλικής της επιθυμίας, με όλες τις πτυχές της. Η Μαρία γοητεύεται από τον Χένερ και τον τρόπο που την κάνει να νιώθει - τη βλέπει και τη θέλει, όπως κανείς άλλος γύρω της. Την ιντριγκάρει και η Μαρία θέλει να δοκιμάσει τα όριά της. Θα καεί ξεκινώντας μια σχέση με αυτόν τον άντρα που έχει τα διπλά της χρόνια; Αποφασίζει να ακολουθήσει την επιθυμία της, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να καεί και να πληγώσει τους ανθρώπους που της έδωσαν ένα σπίτι. Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, θέλει να βιώσει αυτή τη σεξουαλική έλξη που στη συνέχεια γίνεται σιγά σιγά ρομαντική. Και πάλι το γεγονός ότι της επιτρέπεται να το κάνει αυτό ως γυναίκα, ειδικά ως νεαρή γυναίκα, είναι κάτι που με ενδιέφερε πολύ».
Με φόντο μια διαιρεμένη Γερμανία στα πρόθυρα της επανένωσης, η ταινία εξερευνά θέματα αγάπης, επιθυμίας και αυτογνωσίας. Η αντιπαράθεση της προσωπικής αναταραχής της Μαρίας με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο προσθέτει βάθος στην ιστορία, αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους οι ατομικές ζωές διαπλέκονται με τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Καθώς εκτυλίσσεται το καλοκαίρι του 1990, η Μαρία παλεύει με το αναπόφευκτο της αλλαγής και τη συνειδητοποίηση ότι η ζωή της δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Το "Κάποια μέρα θα τα πούμε όλα ο ένας στον άλλον" είναι μια εξερεύνηση της αγάπης και της νοσταλγίας, με φόντο μια κομβική στιγμή της ιστορίας.
Οι ερμηνείες στο «Κάποια Μέρα Θα Πούμε τα Πάντα ο Ένας στον Άλλον» είναι εξαιρετικές, η Μαρλένε Μπάροου αποδίδει μια χυμώδη, γεμάτη ένταση και πνοή ερμηνεία ως Μαρία, αποτυπώνοντας την εσωτερική της ταραχή με αυθεντικότητα και βάθος. Ο Φέλιξ Κράμερ φέρνει μια μαγνητική παρουσία στην οθόνη ως Χένερ, προσδίδοντας στον χαρακτήρα του ένα μείγμα μυστηρίου και ευπάθειας που είναι τόσο γοητευτικό όσο και ανησυχητικό.
Η σκηνοθεσία της Aτέφ αποτυπώνει με ευαισθησία τη σχέση της Μαρίας και του Χένερ, απεικονίζοντας τη μαγνητική έλξη μεταξύ τους με απτή ένταση και αισθησιασμό. Κάθε σκηνή σφύζει από ωμό συναίσθημα, παρασύροντας μας στη δίνη του πάθους και της επιθυμίας που κατατρώει τη Μαρία. Η κινηματογράφηση, που χαρακτηρίζεται από πλούσια τοπία και οικεία κοντινά πλάνα, ενισχύει την υποβλητική ατμόσφαιρα της ταινίας, βυθίζοντας μας στο συναισθηματικό και αισθησιακό ταξίδι της νεαρής γυναίκας. Αν η ταινία δεν ολοκληρωνόταν με κάποιες αναίτιες ευκολίες, θα μιλούσαμε για μια εξαιρετική προσπάθεια.
Κεντρικό ρόλο στη δομή της ταινίας παίζει η εξερεύνηση θεμάτων ταμπού και οι συνέπειες της απαγορευμένης αγάπης. Η Aτέφ εμβαθύνει άφοβα στην πολυπλοκότητα της επιθυμίας και του πόθου. Η ταινία δεν αποφεύγει τις άβολες αλήθειες της σχέσης τους, προκαλώντας μας να αντιμετωπίσουμε τις δικές τους προκαταλήψεις για την αγάπη και την ηθική, όμως οι σεναριακές λύσεις που δίνονται δεν είναι οι πιο ευφάνταστες, οι πιο εύστοχες και οι πιο τολμηρές.
Όλοι προσπαθούμε να δώσουμε λίγη ένταση στη ζωή μας, να βάλουμε μικρές φωτιές στον βίο μας. Κάποτε επιθυμούμε να πυρπολήσουμε τη ζωή μας, αλλά ξεχνάμε να ψάξουμε να βρούμε αυτούς που θα έρθουν σαν άνεμος να φουντώσουν τις φλόγες που θα μας καταπιούν. Και συνεχίζουμε, κάθε μέρα, να ανάβουμε μικρές φλογίτσες εδώ κι εκεί, για να μη χάσουμε τον δρόμο, που μας οδηγεί με ασφάλεια, στη ρουτίνα και την αέναη επανάληψη.