Μακεδονίας στην επιστημονική ημερίδα που διοργανώθηκε στο Πάρκο Εθνικής συμφιλίωσης στον Γράμμο. Η ζωή των πολιτικών προσφύγων επηρεαζόταν πολλές φορές είτε από τις εσωτερικές ανακατατάξεις στο ΚΚΕ είτε από τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό σύστημα και στόχος των ιστορικών είναι να φωτιστούν οι «σκοτεινές» πλευρές της σχέσης τους με τις κρατικές αρχές των χωρών υποδοχής τους,
Τα τελευταία χρόνια η ιστορική έρευνα με την βοήθεια των αρχείων των χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης φωτίζει ακόμη και "σκοτεινές" πλευρές ορισμένων προσφύγων με τις υπηρεσίες ασφαλείας και τους μηχανισμούς ελέγχου των κρατών αυτών.
Η έρευνα των ιστορικών Στράτου Δαρδανά και Βαϊου Καλογρηά στα Γερμανικά αρχεία της ΣΤΑΖΙ, εντόπισε πλειάδα Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που ζούσαν στην τότε Ανατολική Γερμανία που για πολλά χρόνια μέχρι και την πτώση τείχους, ήταν είτε πληροφοριοδότες, είτε πράκτορες της ΣΤΑΖΙ. Οι περισσότεροι από τους στρατολογηθέντες προέρχονται από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παρουσιάστηκε η περίπτωση με ντοκουμέντα και εκθέσεις ενός εκ των 15 Ελλήνων προσφύγων, πρακτόρων της ΣΤΑΖΙ με το ψευδώνυμο Αντον. Ένα πρόσωπο με μεγάλη αναγνωρισιμότητα στα Γερμανικά και ελληνικά γράμματα με μεταφράσεις έργων Γερμανών και Ελλήνων συγγραφέων και με σημαντική ενεργό δράση στα θέματα πολιτισμού. Με σπουδές στην δημοσιογραφία, καθηγητής επί πολλά έτη στο πανεπιστήμιο της Λειψίας ο Αντον ταξίδευε με ευκολία στο δυτικό Βερολίνο και σε πολλές Γερμανικές πόλεις αλλά και με «αποστολή» σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Με σχέσεις φιλίας με την αφρόκρεμα της Γερμανικής διανόησης όπως ο Βολφ Μπίρμαν κ.α.
Ο Αντον επέστρεψε στην Ελλάδα το 1992 , και οταν πέθανε υπηρξαν εκτενή δημοσιεύματα στο Ριζοσπάστη για την προσφορά και την δραση του.
Άγνωστες ιστορίες μέσα από τα Γιουγκοσλαβικά αρχεία για τους πολιτικούς πρόσφυγες που διαμένουν στην τότε «Λαϊκή δημοκρατίας της Μακεδονίας» εντοπίζονται από τον Κώστα Κατσάνο. Στο τέλος του 1950 στην ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων υπάρχουν 20.000 πρόσφυγες και στο τέλος του 1960 ο αριθμός τους ανέρχεται στις 35.000. Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μια ομάδα από δώδεκα μαθητές κατέφευγαν στην Ελληνική Προξενική αρχή ζητώντας την παλλινοστισή τους. Το Ελληνικό προξενείο απέρριψε το αίτημα τους και δεν μπήκε στο κόπο να χορηγήσει ούτε άσυλο στους μαθητές. Η τιμωρία δεν άργησε να'ρθει από τις τοπικές υπηρεσίες ασφαλείας και οι δώδεκα μαθητές μετακινούνται στην περιοχή του Κουμανοβο και υποχρεώνονται έκτοτε να ασκούν το επάγγελμα του βοσκού. Μετά την περίοδο εξομάλυνσης των σχέσεων της Ελλάδας με τον Γιουγκοσλαβικό παράγοντα 3.000 πρόσφυγες δήλωσαν στις προξενικές αρχές την επιθυμία να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η απάντηση των τοπικών αρχών ασφαλείας ήταν οι τακτικές προσαγωγές στα αστυνομικά τμήματα και στην ασφάλεια για ελέγχους. Καταγράφονται αρκετά περιστατικά από πρόσφυγες που καταφέρνουν να περάσουν παράνομα τα σύνορα στην Φλώρινα ενώ οι πιο πολλοί δεν τα καταφέρνουν.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσίασε η έρευνα των Αλβανικών αρχείων για τους Έλληνες αιχμαλώτους της Αλβανίας, Ο Σταύρος Ντάγιος μέσα από τα ντοκουμέντα των κρατικών Αλβανικών αναφορών της εποχής διαπιστώνει ότι υπάρχουν 750 Έλληνες που κάποιοι εξ αυτών ήταν αιχμάλωτοι του ΔΣΕ και κάποιοι άλλοι ήταν αιχμάλωτοι του Αλβανικού στρατού που είχαν συλληφθει γιατί παραβίασαν τα σύνορα. Μέχρι το 1954 θεωρούντο ανύπαρκτοι και η Αλβανική κυβέρνηση αρνούνταν κάθε τους ύπαρξη στους διεθνείς οργανισμούς και τον ΟΗΕ. Τελικά με παρέμβαση των Γάλλων, το 1956 οι Αλβανικές αρχές επιτρέπουν τον επαναπατρισμό 222 ατόμων που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των αιχμαλώτων, Μέχρι το 1962 θα επιστρέψουν οι περισσότεροι αλλά κάποιοι θα μείνουν αφού έχουν δημιουργήσει ήδη οικογένειες και μια νέα ζωή. Μετά το μοίρασμα των προσφύγων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στην Αλβανία έμειναν περίπου 2500 άτομα. Εκτός από τους αιχμαλώτους, έμειναν 750 μαχητές του ΔΣΕ αλλά και 400 βοσκοί που πέρασαν μετακινήθηκαν με εντολή του ΔΣΕ προς Αλβανία με τα ζώα τους και τις οικογένειες για να γλυτώσουν από τις αιματηρές συγκρούσεις στον Δυτικό Γράμμο και στα βουνά της Θεσπρωτίας. Κάποιοι από τους παραπάνω θα συμπεριληφθούν στην κατηγορία των αιχμαλώτων και θα επιστρέψουν μέχρι το 1962.
Παρότι έχουν περάσει 67 χρόνια από την λήξη του εμφυλίου η καταγραφή και η έρευνα όλων των γεγονότων ακόμη και των πιο σκοτεινών από τους ιστορικούς δεν περνά απαρατήρητη και άλλοτε συγκρούεται με τις μικρές και μεγάλες τραγωδίες ανώνυμων ανθρώπων στην πλευρά των νικητών και πολύ περισσότερο στην πλευρά των ηττημένων.
Μια ομάδα πολιτών που ανήκουν στο ΚΚΕ, και παιδιά πολιτικών προσφύγων κατά την έναρξη της ημερίδας επιτέθηκαν με σφοδρότητα στους ιστορικούς που βρίσκονταν στο στρογγυλό τραπέζι καθώς και στον επικεφαλή της ομάδας Νίκο Μαραντζίδη θεωρώντας ότι με το έργο τους διαστρεβλώνουν την αλήθεια και όσα έζησαν οι ίδιοι ως παιδιά των προσφύγων με τους γονείς τους στις χώρες που τους φιλοξένησαν. Μάλιστα προσκάλεσαν τους ιστορικούς αντί να διαστρεβλώνουν την ιστορία της δικιάς τους ζωής να ασχοληθούν με την σκοτεινή ιστορία των βρεφών και παιδιών των ιδρυμάτων της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης που πουλήθηκαν κατά εκατοντάδες σε άτεκνες οικογένειες στην Ευρώπη και κατά κύριο λογο στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον Νίκο Μαραντζίδη αμέσως μετά με την ολοκλήρωση της έρευνας θα υπάρξει έκδοση του υλικού σε συλλογικό τόμο με κεντρικό θέμα τους Πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου, οι χώρες υποδοχής και οι Mηχανισμοί επιτήρησης και τιμωρίας των Ελλήνων στις Λαϊκές Δημοκρατίες