Η τελευταία ελπίδα της γιαγιάς για την επιστροφή του άντρα της Θεόφιλου Κογκαλίδη απο τα κάτεργα της Μικράς Ασίας χάθηκε κάπου στον πόλεμο. Κάθε φορά που κάτι λεγόταν απο τον Ερυθρό Σταυρό και άλλες οργανώσεις, όπως «οτι κάποιοι "αιχμάλωτοι" των Νεότουρκων μπορεί να επιστρέψουν», αναπτερωνόταν η ελπίδα της. Όμως με την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου έσβησε κάθε ελπίδα. Με την αντρική προστασία του πατέρα της Κυριάκου, μεγάλωσε την μονάκριβη κόρη της. Το πεντάχρονο αγόρι της, τον Ηρακλέα -οπως τον έλεγε -τον έχασε δύο χρόνια μετά την ελευσή της στην Πάτρα.
Η οικογένεια του άντρα της Θέφιλου, δηλαδή τα δύο αδέλφια του, ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί στον Οθωμανικό στρατό, που λιποτάκτησαν αμέσως με την απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη. Εντάχθηκαν αμέσως στον στρατιωτικό κύκλο του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, έλαβαν μέρος σε όλες της επιχειρήσεις της εκστρατείας μέχρι και την τραγική ήττα και οπισθοχώρηση. Ο ένας, Κώστας Κογκαλίδης δολοφονήθηκε απο αντιβενιζελικούς το 1926 στην οδό Σταδίου στην Αθήνα. Η Κατίνα δεν συμπαθούσε τους στρατιωτικούς καθ'ότι τους θεωρούσε υπεύθυνους για την τραγωδία που έζησε η οικογενειά της και τον χαμό του άντρα της που δεν ήταν στρατιωτικός. Οι οικογένειες των Μικρασιατών που οι συγγενείς τους λιποτακτούσαν από τον Τουρκικό στρατό υπέφεραν ενώ άλλοι εκτελούνταν από τους εξαγριωμένους τσέτες.
Όμως αυτή η γυναίκα παρ'όλη την φτώχεια και τον πόνο που βίωσε στην ζωή της δεν έχασε απο μέσα της την αξία της αλληλεγγύης και της βοήθειας στον άλλον που εχει ανάγκη. Δεν είχε κάποια συμπάθεια σε πολιτικά κόμματα και ιδεολογίες της ταραγμένης εποχής. Το 1949 στο προσφυγικό δίχωρο σπίτι με την αποθήκη που φαίνεται στο βάθος, προσέφερε καταφύγιο σε μια κατατρεγμένη 28χρονη κοπέλα, της οποίας τα δύο αδέλφια είχαν εκτελεστεί, μόλις ενα χλμ απο το σπίτι μας, σε χώρο εκτελέσεων που λειτούργησε καθ'ολη την διάρκεια του εμφυλίου εως και το 1952. Ευτυχώς σήμερα ο δήμος Πατρέων με την συνδρομή και του προσφυγικού Πολιτιστικού συλλόγου Γηροκομείου έχει κάνει ένα λιτό μνημείο. Από «καλοθελητές» δεν αργεί να το μάθει η αστυνομία και για την πράξη της συλλαμβάνεται καταδικάζεται και μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα με προορισμό κάποιο ξερονήσι.
Η Κατίνα λίγο καιρό αργότερα αφέθηκε ελεύθερη μετά απο παρέμβαση του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, απο τον απόστρατο βετεράνο της Μικράς Ασίας και παλιό του συνεργάτη Γιώργο Κογκαλίδη, -αδελφό του Θεόφιλου και την ανηψιά του (μητέρα μου) Παρή Κογκαλίδου, οι οποίοι τον συνάντησαν στο σπίτι του στην Αθήνα ζητώντας του να μεσολαβήσει. Η Παρή θυμόταν αυτό το ταξίδι στην Αθήνα και τις λεπτομέρειες της συνάντηση της με τον στρατηγό, όχι μόνο για τον ιερό σκοπό της αποστολής που είχε αναλάβει έναντι της μητέρας της και της δικής της δύσκολης ιστορίας που γράφτηκε αθελά της, αλλά και σαν πράξη χειραφέτησης της ιδίας από τα «πλίθινα όρια» της προσφυγικής κάμαρας.
Η γιαγιά Κατίνα λίγο καιρό αργότερα επέστρεψε στην Πάτρα, πέθανε το 1978 πλήρης ημερών, αρνούμενη παρά τις προτάσεις ακόμη και απο τον πατέρα της, να ξαναφτιάξει την ζωή της, ποιός ξέρει ίσως στο βάθος να έλπιζε στα θαύματα.
Κάποιες φορές την θυμάμαι που τραγουδούσε ακατάληπτους αμανέδες, αλέθοντας στο μπρούντζινο γουδί τα μυρωδάτα ανθόφυλλα της τριανταφυλλιάς μας, που όμοια είχε στην πατρίδα της, την Μενεμένη, για να φτιάξει το Λιβάνι για το μνημόσυνο και το διάβασμα των ψυχών της Παρασκευής.
Τέλος την θυμήθηκα την γιαγιά Κατίνα, σήμερα, ημέρα μνήμης των νεκρών και ζωντανών μαρτύρων αυτής της τραγωδίας της Μικρασιατικής καταστροφής.