του Ρογήρου
Μέρος Α΄: ο πόλεμος ξεσπά το ’38 – Βέρμαχτ εναντίον Československá armáda»
Στο εξαιρετικό βιβλίο τους « Barbarossa: 1941. La guerre absolue » (Passés/Composés, Παρίσι 2019, 950 σελ. στην πρώτη έκδοση και 1879 σελ. στην έκδοση «τσέπης» που κυκλοφόρησε το 2021), οι Ζαν Λοπέζ
και Λάσα Οτχμεζούρι εξετάζουν, εκτός των άλλων, τέσσερα εναλλακτικά σενάρια σχετικά με την έναρξη και τα πρώτα στάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ας δούμε αυτές τις εναλλακτικές εκδοχές, αρχίζοντας με την πλέον προφανή.
Ι. No peace for our time: Τι θα συνέβαινε αν η Γαλλία και η Βρετανία δεν έπεφταν στην παγίδα του κατευνασμού της ναζιστικής Γερμανίας; Τι θα γινόταν αν οι επονείδιστες Συμφωνίες του Μονάχου δεν συνάπτονταν ποτέ; Ας υποθέσουμε, επομένως, ότι οι δύο μεγάλες δυτικές δυνάμεις αποφασίζουν να βοηθήσουν στρατιωτικά τη σύμμαχο Τσεχοσλοβακία, όπως οφείλουν βάσει συνθηκών. Στην περίπτωση αυτή και ο Στάλιν θα πρέπει να φανεί πιο πρόθυμος να συνδράμει, ανεξαρτήτως αν η Πολωνία και η Ρουμανία δεχθούν το αίτημα διέλευσης του Κόκκινου Στρατού από τα εδάφη τους. Ο Χίτλερ είναι αναγκασμένος να ανοίξει τα χαρτιά του και να περάσει σε ένοπλη δράση. Και η Τσεχοσλοβακία, καθόσον δεν αισθάνεται ότι οι σύμμαχοί της την έχουν εγκαταλείψει, θα απαντήσει στην πρόκληση. Τι θα μπορούσε να συμβεί σε μια υποθετική σύγκρουση Γερμανίας-Τσεχοσλοβακίας;
Α. Μια ανέτοιμη Βέρμαχτ: Μπορεί η Βέρμαχτ το 1940 και, κυρίως, το 1941, να αποτελεί την καλύτερη πολεμική μηχανή στον κόσμο, το 1938, όμως, δεν βρίσκεται στον ίδιο βαθμό ετοιμότητας, αξιόμαχου και εξοπλιστικής πληρότητας. Τον επόμενο χρόνο, άλλωστε, η εκστρατεία στην Πολωνία θα αναδείξει μια σειρά από αδυναμίες που θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για τους Γερμανούς αν οι Πολωνοί δεν μάχονταν μόνοι και αβοήθητοι. Το ερώτημα, συνεπώς, συνίσταται στο ποια ακριβώς είναι η αξία των τσεχοσλοβακικών ενόπλων δυνάμεων.
Β. Η ιδιαίτερα αξιόμαχη Československá armáda: Τα τσεχικά εδάφη (Βοημία και Μοραβία) αποτελούσαν τη βιομηχανική καρδιά της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Από την ίδρυσή του, το τσεχοσλοβακικό κράτος καταλεγόταν, επομένως, μεταξύ των πιο προηγμένων βιομηχανικά χωρών της Γηραιάς Ηπείρου. Συνακόλουθα, το στράτευμά της ήταν από τα πλέον αξιόμαχα και καλύτερα εξοπλισμένα στην Ευρώπη.
Η Československá armáda αριθμεί περί τις 650 χιλιάδες άνδρες. Σε περίπτωση επιστράτευσης ο αριθμός αυτός μπορεί να ανέλθει στο 1,4 εκατομμύριο. Ο στρατός ξηράς διαθέτει 21 μεραρχίες πεζικού, 2 ορεινών καταδρομών, 1 μηχανοκίνητη και 4 μεραρχίες ταχείας επέμβασης (μηχανοκίνητες δυνάμεις μαζί με ιππικό), καθώς και μονάδες συνοριοφυλακής. Πρωτίστως, έχει στο δυναμικό του περίπου 550 άρματα μάχης, τα οποία κατασκευάζει η Σκόντα και τα οποία ίσως, τη δεδομένη χρονική στιγμή, είναι τα καλύτερα στην Ευρώπη. Η τσεχοσλοβακική πολεμική αεροπορία διαθέτει περίπου 900 αεροσκάφη, όχι τελευταίας τεχνολογίας, αλλά ικανά να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα στη Λουφτβάφε.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο τσεχοσλοβακικός στρατός δεν μπορεί να νικήσει μόνος του τη Βέρμαχτ. Μπορεί, όμως, να την καθυστερήσει σημαντικά, όσο δηλαδή χρειάζεται μέχρι να φτάσει η εξωτερική βοήθεια, μάλλον γαλλική (η Γαλλία έχει προβεί σε μερική επιστράτευση τον Σεπτέμβριο του 1938), ίσως και σοβιετική (αν και στην περίπτωση αυτή τα ερωτηματικά είναι περισσότερα).
Γ. Η ανάγκη εξεύρεσης συμμάχων: Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Γερμανία χρειάζεται οπωσδήποτε συμμάχους πρόθυμους να βοηθήσουν την πολεμική της προσπάθεια.
Η Ουγγαρία είναι η πιο προφανής επιλογή. Οι Ούγγροι διεκδικούν το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Σλοβακίας, η οποία κάποτε αποτελούσε τμήμα του βασιλείου τους και την οποία μέχρι πριν από δύο δεκαετίες διοικούσαν στο πλαίσιο της Διπλής Μοναρχίας. Όσο πρόθυμη, όμως, και να ήταν η Ουγγαρία, η Χόνβεντ, οι ένοπλες δυνάμεις της δηλαδή, δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να αποδειχθεί καθοριστική για την έκβαση της σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, ο αποφασιστικός παράγοντας δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η Πολωνία.
ΙΙ. Ο πολωνικός παράγοντας: Για τον άνθρωπο της εποχής μας, ο οποίος γνωρίζει σε γενικές γραμμές τι συνέβη στην Ιστορία, το ενδεχόμενο μιας γερμανοπολωνικής συμμαχίας φαίνεται αδιανόητο. Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε το 1938.
Η νέα Πολωνία προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει στάση ισορροπίας ως προς τις δύο μεγάλες δυνάμεις που την περιβάλλουν. Πιθανότατα, μάλιστα, η απέχθεια είναι εντονότερη για τον σοβιετικό γίγαντα με τον οποίο η χώρα έχει αναμετρηθεί το 1919-1921 στο πλαίσιο μιας πολεμικής σύρραξης ιδιαίτερης βιαιότητας: τα πολωνικά στρατεύματα είχαν φτάσει αρχικά μέχρι το Κίεβο κι ακόμη πιο ανατολικά, πριν ο Κόκκινος Στρατός αντεπιτεθεί και βρεθεί στα περίχωρα της Βαρσοβίας. Τελικά οι Πολωνοί θα αποκρούσουν την επίθεση, ανακτώντας τις θέσεις που κατείχαν πριν από τη σύγκρουση και διατηρώντας τα εδάφη της δυτικής Λευκορωσίας.
Α. Ένα όχι και τόσο διακριτικό φλερτ: Η Γερμανία, βεβαίως, διεκδικεί την επιστροφή στο Ράιχ της «ελεύθερης πόλης» του Ντάντσιχ (η οποία διοικείται από την Κοινωνία των Εθνών) και τη διασφάλιση του περιβόητου «διαδρόμου» που θα συνδέει την πόλη με τη γερμανική Πομερανία. Ενόψει, όμως, μιας σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ, την οποία ο Χίτλερ θεωρεί όχι απλώς αναπόφευκτη, αλλά και επιθυμητή προκειμένου να υλοποιήσει το όνειρό του περί διεύρυνσης του γερμανικού «ζωτικού χώρου», το Γ΄ Ράιχ εκτιμά ότι η Πολωνία θα μπορούσε να αποτελέσει μια ιδιαιτέρως χρήσιμη σύμμαχο. Για τον λόγο αυτό και οι γερμανοπολωνικές επαφές είναι πολλές (θα αποφέρουν, άλλωστε, ως καρπό και την υπογραφή ενός συμφώνου μη επιθέσεως). Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές έχουν, από τη γερμανική πλευρά, ο Γκέρινγκ και, από την πολωνική, ο Υπουργός Εξωτερικών συνταγματάρχης Γιούζεφ Μπεκ. Οι Γερμανοί διερευνούν τις πολωνικές προθέσεις όσον αφορά μια μελλοντική συμμαχία με στόχο την ΕΣΣΔ, υποσχόμενοι στους συνομιλητές τους εδαφικά κέρδη στη Λιθουανία και την Ουκρανία. Οι Πολωνοί δεν αποδέχονται τίποτε ρητώς, δεν δεσμεύονται, αλλά και δεν απορρίπτουν κατηγορηματικά τις προτάσεις, αφήνοντας όλες τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες μιας γερμανοπολωνικής συμμαχίας πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα ειδικά τις σχέσεις της Βαρσοβίας με την Πράγα.
Β. Σχέσεις εχθρότητας: Μολονότι αμφότερες αποτελούν δημιουργήματα της Συνθήκης των Βερσαλλιών, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία διαπιστώνουν από την πρώτη στιγμή ότι έχουν πολλά να χωρίσουν. Το μήλο της έριδας είναι μια περιοχή της Σιλεσίας, το Τσέσυν ή Ζαόλζε (περιοχή πέραν του ποταμού Όλζα), εδάφη τα οποία κάποτε αποτελούσαν το Δουκάτο του Τέσεν και τα οποία κατοικούνται από πληθυσμό κατά πλειονότητα πολωνικό. Στις 23 Ιανουαρίου 1919 και ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πολωνικού στρατού πολεμά στην Ανατολική Γαλικία εναντίον της εφήμερης Εθνικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, οι τσεχοσλοβακικές δυνάμεις υπό τον Γιόσεφ Σνέινταρεκ (βετεράνο της Λεγεώνας των Ξένων) εισχωρούν σε πολωνικό έδαφος και εκμεταλλευόμενες την αριθμητική υπεροχή τους κατανικούν τους Πολωνούς στη Μάχη του Σκότσουφ, απωθώντας τους στον Βιστούλα. Η τσεχοσλοβακική προέλαση και ο Πόλεμος των Επτά Ημερών θα σταματήσουν μόνον κατόπιν της παρέμβασης των δυνάμεων της Αντάντ. Κατόπιν διαιτησίας, η Τσεχοσλοβακία θα κρατήσει το μεγαλύτερο μέρος της Σιλεσίας του Τσέσυν (και, κυρίως, το οικονομικά σημαντικότερο, αυτό όπου βρίσκονταν τα ανθρακωρυχεία και οι μονάδες χαλυβουργίας της περιοχής). Οι Πολωνοί δεν θα ξεχάσουν την απώλεια αυτή.
--------------------------------------------------------------------------
Και τι συνέβη στην πραγματικότητα; Κατά τη διάρκεια της Κρίσης των Σουδητών, η Πολωνία προβαίνει σε κινήσεις που έχουν σαφώς δύο αποδέκτες, την ΕΣΣΔ και την Τσεχοσλοβακία. Τον Σεπτέμβριο του 1938 διεξάγει μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις στη Βολυνία, στα σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση. Παράλληλα, συγκεντρώνει μεγάλες δυνάμεις στα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία, στο Τσέσυν (35 χιλιάδες άνδρες, 100 άρματα μάχης κ.λπ.). Επιπλέον, συνεργάζεται με την Ουγγαρία, στηρίζοντας τα σχέδια της δεύτερης για κατάληψη της Πέραν των Καρπαθίων Ρουθηνίας (με κύρια πόλη το Ούζχοροντ ή, για τους Ούγγρους, Ούνγκβαρ).
Στις 29 Σεπτεμβρίου συνάπτονται οι συμφωνίες του Μονάχου. Στις 30 Σεπτεμβρίου η Τσεχοσλοβακία αποδέχεται τη μοίρα της και συνθηκολογεί. Αυθημερόν, η Βαρσοβία απευθύνει τελεσίγραφο στην τσεχοσλοβακική κυβέρνηση και σχεδόν αμέσως καταλαμβάνει τα τσεχικά εδάφη του Τσέσυν.
Τις κρίσιμες εκείνες ημέρες, ο Βλαντίμιρ Πετρόβιτς Πατιόμκιν, Αναπληρωτής Λαϊκός Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ, δήλωνε στον Γάλλο πρεσβευτή στη Μόσχα, Ρομπέρ Κουλόντρ: «η Πολωνία προετοιμάζει τον τέταρτο διαμελισμό της». Προερχόμενη από έναν αντίπαλο της Πολωνίας, η δήλωση ήταν το δίχως άλλο κυνική. Σύντομα, όμως, θα αποδεικνυόταν και προφητική.