την εξαίρεση των εκπομπών co2 από το χρηματιστήριο ρύπων. Η απόφαση πάρθηκε με την αιτιολογία της ποσοστιαίας μείωσης του ΑΕΠ των χωρών τους. Η Ελλάδα για ελάχιστο ποσοστό (περίπου 2 μονάδων) από τον πήχη που ετέθη, δεν περιλήφθηκε στους ευνοημένους της απόφασης. Η κυβέρνηση Σαμαρά -Βενιζέλου λόγω απουσίας σχεδίου για το μέλλον των λιγνιτών και επαρκούς γνώσης για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την συνέχιση λειτουργίας της λιγνιτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, δεν διαπραγματεύτηκε ούτε «στήλωσε τα ποδάρια» που λέει ο λαός για να κερδίσει το κρίσιμο 2% που της έλλειπε από τον πήχη του ποσοστού μείωσης του ΑΕΠ που είχε θέσει η ΕΕ.
Τα αποτελέσματα αυτής της επιπόλαιης και εγκληματικής πολιτικής συμπεριφοράς που επηρεάζει το εθνικό συμφέρον της χώρας το πληρώνουμε στην συνέχεια, με το κ. Χατζηδάκη ως υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην κυβέρνησης της ΝΔ, να προσπαθεί να αποδείξει ότι «ο λιγνίτης είναι ζημιογόνος για την ΔΕΗ εξαιτίας της επιβάρυνσης περί των 300 εκ € κατ’ έτος από τις εκπομπές co2». Η κυβέρνηση όπως μας έλεγε ο κ. Χατζηδάκης «ορθώς προχωρά στη βίαιη απολιγνιτοποίηση αφού η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων γίνεται ασύμφορη».
Όταν πολλοί εξ ημών λέγαμε ότι «δεν μπορεί ακόμη και για λόγους εθνικής ενεργειακής ασφάλειας να απεμπολείς το εγχώριο καύσιμο σου, ακόμη κι αν φαντάζει ακριβότερο από το εισαγόμενο φυσικό αέριο» ο κ. Χατζηδάκης, οι πρωθυπουργικοί φίλου και άλλοι λοιδορούσαν τις ανησυχίες. Ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία για να επιβεβαιώσει την ορθότητα των παραπάνω ισχυρισμών και ταυτόχρονα να αναδείξει την εγκληματική αμέλεια των κυβερνόντων Σαμαρά- Βενιζέλου που ακόμη κα σήμερα οι λαλίστατοι τοπικοί υπουργικοί παράγοντες εκείνης της εποχής (Π. Κουκουλόπουλος και Μ. Παπαδόπουλος) δεν έχουν απαντήσει επαρκώς για τις παραλείψεις της κυβέρνησης τους.
Δυστυχώς, 8 χρόνια μετά η Ελλάδα σε μια αντίστοιχη διαπραγμάτευση που κρίνει θέματα προμήθειας ΦΑ, ενέργειας αλλά και του συστήματος τιμολόγησής της δεν κατάφερε να κερδίσει κάτι με βάση τις ιδιαιτερότητες της. Ο πρωθυπουργός ως «δεδομένος» σύμμαχος όπως κατ’επανάληψη έχει δηλώσει, στοιχήθηκε πίσω από τους μεγάλους παίκτες της Ε. Ένωσης ενώ η Πορτογαλία και Ισπανία με την απειλή του βέτο κατάφεραν να κερδίσουν την εξαίρεση των χωρών τους, κερδίζοντας το αυτονόητο δηλαδή «να μπορούν να ορίζουν με βάση τις ιδιεταιρότητές τους την τιμολογιακή πολιτική και να μην πληρώνουν οι πολίτες τους την χρηματιστηριακή κερδοσκοπία των μεγάλων ενεργειακών εταιριών.
Η Ελλάδα αν και βρίσκεται στο ενεργειακό δικτυακό άκρο της Ευρώπης, με ότι αυτό συνεπάγεται σε θέματα κόστους κι ανταγωνστικότητας, με την εμπροσθοβαρή απολιγνιτοποίηση από όλες τις μεγάλες λιγνιτικές δυνάμεις της ΕΕ, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να αναδείξει αυτές τις παραμέτρους, να τις προβάλλει και να διεκδικήσει εξ ονόματος τους. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω να μην κερδίσει απολύτως τίποτα που να αφορά το συμφέρον των πολιτών της.
Κατώτεροι των περιστάσεων οι Σαμαράς Βενιζέλος το 2013-14 για την δεδομένη στάση τους εν μέσω μνημονίων, αλλά περισσότερο κατώτερος των περιστάσεων ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2022, που χωρίς μνημόνια κι άλλες εποπτείες, χωρίς σχέδιο και προνοητικότητα δε κατάφερε να φέρει κάτι ξεχωριστό για τη χώρα του.
Φυσικά γι’αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να αυτοθαυμάζεται.