να τα ανατρέψουν.
Στα τραγικά αυτά συνεπακόλουθα μας οδηγεί το στραβό μας το κεφάλι που μας έκανε να ψηφίζουμε με ενθουσιασμό παρατάξεις που μας έμαθαν να ζούμε με δανεικά, δουλεύοντας λιγότερο και κοροϊδεύοντας τους πάντες πολύ περισσότερο. Είχαμε εξιδανικεύσει το Δημόσιο, είχαμε βυθίσει στην ανυποληψία τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και είχαμε πεισθεί πως το πάρτυ της διαβίωσης με δανεικά και με λεφτά που ουδέποτε είχε η χώρα μας παράγει, θα συνεχιζόταν επ’ αόριστο.
Κι όταν άρχισε να εμφανίζεται ο λογαριασμός – όταν δηλ. οι διεθνείς τράπεζες έκοψαν τον χαμηλότοκο δανεισμό απαιτώντας εγγυήσεις και δημοσιονομική ισορροπία – βρεθήκαμε στο κενό. Η χώρα, ακόμα και τώρα που μιλάμε, ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα παράγει. Το εισόδημά μας δεν φτάνει για να καλύψει τους μισθούς του δημόσιου τομέα και τις συντάξεις, καθώς και κάποιες ζωτικές εισαγωγές (λ.χ πετρέλαιο, φυσικό αέριο αλλά και τρόφιμα). Το πρόβλημά μας διαφέρει ριζικά από το αντίστοιχο άλλων χωρών. Χρωστάμε σχεδόν τα πάντα στο εξωτερικό. Χρεοκοπημένο είναι το κράτος και όχι ο ιδιωτικός τομέας. Και σαν οικονομία έχουμε σχεδόν μηδενική παραγωγική βάση για να εμπνεύσουμε εμπιστοσύνη για ενδεχόμενη δυναμική μελλοντική ανάπτυξη. Κανείς λοιπόν δεν είχε την διάθεση να μας δανείσει. Με επιτόκια που να είναι κάπως λογικά. Η ασφάλεια των δανείων προς την Ελλάδα (Credit Default Swaps) έγινε η πλέον επικερδής στο εξωτερικό οικονομική δραστηριότητα.
Κι εφευρέθηκε το δανειακό σχήμα ΕΕ, ΕΤ και ΔΝΤ για την διάσωσή μας. Με πολύ κόπο και μεγάλη αγωνία αποφασίσθηκε να προχωρήσει το σχετικό πρόγραμμα. Κανείς δεν ήρθε να μας εκμεταλλευθεί. Θα ήσαν όλοι ευτυχέστατοι αν μπορούσαν να απαλλαγούν από την παρουσία μας. Δύο υπήρξαν οι λόγοι που τους οδήγησαν στην σχετική απόφαση. Ο ένας είναι το άγχος για τις συνέπειες μιας κατάρρευσης χώρας μέλους της ευρωζώνης. Που βέβαια εντελώς αφύσικα (και με πλαστά στοιχεία) είχαμε κατορθώσει να γίνουμε. Και ο άλλος βέβαια υπήρξε το άνοιγμα (η διατήρηση δηλ στο ενεργητικό τους) σημαντικών ευρωπαϊκών τραπεζών σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Που μια κατάρρευσή μας θα υποχρέωνε αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (σύμφωνα και με το παράδειγμα της Ιρλανδίας) να το καλύψουν με επιβάρυνση των προϋπολογισμών τους.
Οι καινούργιοι μας δανειστές (ΕΕ, ΕΤ, ΔΝΤ) ανέλαβαν ουσιαστικά τις υποχρεώσεις μας για τρία περίπου χρόνια. Για να μην πτωχεύσουμε, μείνουμε δίχως συνάλλαγμα, αδυνατούμε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις, δεν έχουμε ενέργεια και ηλεκτρισμό και έχουμε, μεταξύ πολλών άλλων, έλλειψη τροφίμων. Κι αναλάβαμε την υποχρέωση στο ίδιο διάστημα να βάλουμε τάξη στα δημοσιονομικά μας, να οργανώσουμε ορθολογικά την οικονομίας μας και να αρχίσουμε να έχουμε πλεόνασμα. Να βγάζουμε δηλ. περισσότερα από όσα ξοδεύουμε. Ώστε να μπορούμε από μόνοι μας να επιβιώσουμε. Και να αρχίσουμε σιγά – σιγά να ξεπληρώνουμε και αυτά που χρωστάμε. Είναι αυτονόητο, πως για να γίνουν αυτά θα χάναμε την βόλεψή μας. Δεν γινόταν διαφορετικά. Αν δεν κάνουμε οικονομίες πως θα βγούμε από το οικονομικό αδιέξοδο. Να συνεχίσουμε λοιπόν να ζούμε στον ίδιο ρυθμό και στα ίδια επίπεδα καλοπέρασης είναι αδύνατον.
Ισχυρίζονται κάποιοι πως οι ξένοι κερδοσκοπούν σε βάρος μας. Γιατί μας δανείζουν με 5% περίπου, ενώ αυτοί δανείζονται τα χρήματα αυτά με 3%. Αυτό είναι ακριβές. Αλλά είναι η κάλυψη του ρίσκου που αναλαμβάνουν. Διότι δανείζονται και μας δίνουν χρήματα που είναι λογικά αμφίβολο (αν δεν κάνουμε μέχρι τέλους ριζικές μεταρρυθμίσεις) αν θα πάρουν πίσω. Οι διεθνείς αγορές εκτιμούν το αντίστοιχο ρίσκο με επιτόκια σήμερα πάνω από 10%. Σαν συνέπεια ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΤ κινούνται σε ένα τεντωμένο σκοινί. Δεν κερδίζουν από εμάς. Διακινδυνεύουν δικούς τους πολύτιμους πόρους.
Καλό είναι να τα σκεφτόμαστε όλα αυτά πριν εξακοντίσουμε τα βέλη μας εναντίον των κακών πάντα ξένων.