Στο συναρπαστικό βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί Φωτίσεως» - είχαμε αναφερθεί παλιότερα αναλυτικά – οι πολίτες μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας ψηφίζουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία λευκό! Το λευκό αναδεικνύεται πρώτη δύναμη με ποσοστό 70% την πρώτη Κυριακή και εξαιτίας αυτού του λόγου, αυτής της «επικίνδυνης παρέκκλισης», οι εκλογές επαναλαμβάνονται την επόμενη Κυριακή, όπου οι πάντες προσπαθούν να επαναφέρουν το εκλογικό σώμα στο δρόμο της «πολιτικής αρετής».
Αυτή τη φορά όμως, το λευκό εξακοντίζεται και φτάνει το εκπληκτικό ποσοστό του 80%! (Φαίνεται ότι σ’ αυτήν τη χώρα που δεν κατονομάζεται, τα λευκά ψηφοδέλτια έχουν κάποια θεσμική αξία σε αντίθεση με τη χώρα μας και τη… δημοκρατία μας).
Στο συναρπαστικό αποτέλεσμα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών στην γνωστή χώρα «Ελλάδα», οι πολίτες δεν επέλεξαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία το λευκό, αλλά την αποχή! Αν μάλιστα σ’ αυτήν προστεθούν τα λευκά και τα άκυρα, πάνω από το 50% των πολιτών – 60% και πλέον τη δεύτερη Κυριακή - αρνήθηκε να «πάρει μέρος» στις εκλογές. Δυστυχώς, στη χώρα μας, η αποχή, τα λευκά και τα άκυρα απ’ ότι φαίνεται δεν έχουν την παραμικρή θεσμική αξία. Η ζωή απλά συνεχίζεται, με μια υποσημείωση, με έναν αστερίσκο ότι «το μήνυμα των απογοητευμένων πολιτών ελήφθη».
Αλλά όμως «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα σχεδόν γι’ αυτό, παρά μόνο να συνεχίσουμε τις ίδιες πολιτικές που γεννούν την αποχή, το λευκό και το άκυρο». Κάπως έτσι το 20 ή 30 ή 40% μετατράπηκε σε απόλυτη πλειοψηφία, εξασφαλίζοντας την εντολή σε κάποιες μειοψηφίες, ενίοτε οικτρές, να ασκήσουν ως πλειοψηφίες τη μικρή τους «εξουσία».
Αρχικά υποστήκαμε, όπως πάντοτε, ένα διάστημα (πολύ σύντομο, είναι αλήθεια, λόγω της ρευστής πολιτικά και οικονομικά συγκυρίας) αφόρητης φλυαρίας: με ερμηνείες, τηλεοπτικούς διαξιφισμούς, θριαμβολογίες σχεδόν όλων των κομμάτων για τα εκλογικά αποτελέσματα και μηνύματα που ελήφθησαν ή δεν εστάλησαν ποτέ. Ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα, όπως συνήθως, με τη λογική του μισογεμάτου ποτηριού. Ανταλλάσσοντας πυρά για το ποιος πήρε το μήνυμα και τι το έκανε. Και για ακόμη μια φορά απέφυγαν την αυτοκριτική τους. «Τον τρελό τον φτύνανε και έλεγε πως έβρεχε», λέει ένα… γνωμικό.
«Το γεγονός πως περίπου το μισό εκλογικό σώμα αγνόησε τις εκλογές δεν δημιούργησε καμιά σκέψη στους πανηγυρίζοντες. Η απώλεια περίπου ενάμιση εκατομμυρίου ψηφοφόρων από τον δικομματισμό δεν δημιούργησε κανέναν ίλιγγο. Η εικονική πραγματικότητα των ποσοστών ήταν αρκετή, άσχετα αν στην αλήθεια τους ήταν ακριβώς τα μισά, σε σύγκριση με τις περσινές βουλευτικές εκλογές…».
Περικλής Κοροβέσης, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010
Δυστυχώς, και στην Ελλάδα, πολλοί μπερδεύουν – σκόπιμα; - την πολιτική με τις εντυπώσεις. Αλλά το χειρότερο είναι ότι υπάρχουν αρκετοί πολιτικοί – για να μην πούμε πολλοί – που νομίζουν ότι αυτό ακριβώς είναι η πολιτική, να κερδίζεις τις εντυπώσεις. Το βιώσαμε άλλωστε σχετικά πρόσφατα και αυτό. Για τις εντυπώσεις, λοιπόν, ξαναστήθηκε μια ολόκληρη επιχείρηση ερμηνειών, αναλύσεων και αντεγκλήσεων μεταξύ των κομμάτων. Ύστερα, καθώς η εικόνα καταστάλαξε, αναδύθηκε και πάλι η ίδια Ελλάδα: έντρομη, αναζητώντας την ελπίδα, αναζητώντας μια ταυτότητα. Το σπουδαίο, σε αυτή την αναζήτηση, είναι να αποφύγει τους παραμορφωτικούς φακούς, που την οδήγησαν στη σημερινή απαξία. Τότε θα κερδίσει όχι απλώς ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και κάτι ίσως δυσκολότερο: τον αυτοσεβασμό της.
Η σκληρή προεκλογική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, κυρίως, χρωμάτισε την περίοδο των εκλογών. Ευλόγως. Διότι ο αρχηγός της Ν.Δ. έθεσε εξ αρχής ως στόχο του να αποδοκιμαστεί η κυβερνητική πολιτική και ο πρωθυπουργός απάντησε θέτοντας το γνωστό δίλημμα.
«Η κυβέρνηση θεωρεί ότι σήκωσε το γάντι από την αντιπολίτευση όταν μίλησε για «κινδύνους αστάθειας» εάν υπάρξει στις σημερινές εκλογές μήνυμα κριτικής στο μνημόνιο και στην πολιτική της.
Φοβάμαι, ότι με τέτοιες αντιλήψεις το μακρόχρονο κόστος για τη δημοκρατία θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τον όποιο περιορισμό κόστους που θα έχει η κυβέρνηση, αν θα έχει.
Πρώτον, λέγοντας η κυβέρνηση ότι η ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης δημιουργεί πρόβλημα σταθερότητας στη χώρα, άθελά της (έτσι θέλω να ελπίζω) υπονομεύει τον πυρήνα της ίδιας της σημερινής δημοκρατίας. Και αυτό, διότι υποστηρίζει η κυβέρνηση ότι η έκφραση της θέλησης του λαού μπορεί να είναι, ως τέτοια, επικίνδυνη για τη χώρα. Με άλλα λόγια, ότι αν θέλουν οι πολίτες τη σταθερή ησυχία τους, πρέπει να παραιτηθούν από την ελεύθερη άσκηση των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων και φοβισμένοι να τα ασκήσουν με κριτήρια πέραν της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
…Τέταρτον, η κυβέρνηση επισείει τον μπαμπούλα τον εκλογών. Πρόκειται για την πλήρη μετατροπή της «γιορτής της δημοκρατίας» σε εφιάλτη. Το ερώτημα είναι για ποιον…».
Του Νίκου Κοτζιά, Συγγραφέα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
Τα εκβιαστικά διλήμματα των ηγετών προς τους κομματικούς υπηκόους συνήθως πιάνουν, γιατί οι τελευταίοι έχουν πολλά να χάσουν. Ο ελληνικός λαός, όμως, όταν φτάνει σε απόγνωση και αισθάνεται ότι δεν έχει να χάσει τίποτα, γυρίζει την πλάτη. Και αυτό ακριβώς απέδειξε με τη στάση του. Όμως, τόσο η άκρατη πολιτικοποίηση των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών όσο και η προβολή της «απειλής» για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές, αν προκύψει «αδιέξοδο», είχαν διπλό αντίκτυπο. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, όπου ανέβηκε το θερμόμετρο της κομματικής αντιπαράθεσης, και στις διεθνείς αγορές, όπου ανέβηκαν τα επιτόκια δανεισμού, τα περίφημα πια spreads. Βέβαια, οι εκλογές δεν είναι απειλή για τους πολίτες.
Απειλή ήταν μόνο για το ΠΑΣΟΚ, που ρισκάρισε να χάσει την εξουσία που κατέχει. Όπως έχει πει παλιότερα και ο υπουργός Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση δεν είχε τη νομιμοποίηση για την πολιτική που εφάρμοσε. Με άλλο πρόγραμμα της έδωσε εντολή το εκλογικό σώμα πριν από ένα και πλέον χρόνο.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, τα καταγραφέντα εκλογικά κέρδη από τις περιφέρειες έδωσαν τη δυνατότητα στη ζαλισμένη ηγεσία της να φαντασιώνεται κάτι που μοιάζει με επιτυχή διαχείριση διάσωσής της εν μέσω θυέλλης. Με την ανέλπιστα «θετική» για το ΠΑΣΟΚ έκβαση κυρίως του δεύτερου γύρου των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών - που ήρθε μεν πρώτο, αλλά έχασε πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2009 - η κυβέρνηση θεωρεί ή καλύτερα θεωρούσε ότι «έλυσε» το πρόβλημα της αμφισβητούμενης, πολύ έντονα μέχρι πρόσφατα, πολιτικής νομιμοποίησής της, να πάρει όσα νέα μέτρα θεωρεί αναγκαία για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. «Επιβεβαιώθηκε η πολιτική μας, συνεχίζουμε», δήλωσε απερίφραστα ο Πρωθυπουργός! Ενώ στο στρατόπεδο τού αντιπάλου η ηγεσία φαντασιώνεται – ακόμα; - κάποια «επαναφορά», βασισμένη στα δικά της μικρά κέρδη και στη σταθεροποίηση του αρχηγού στο κόμμα.
Πόσο μάλλον που η αντιμνημονιακή επιλογή της Ν.Δ., που πόνταρε ενάντια στην αντιδημοφιλή κυβερνητική πολιτική, αποδοκιμάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το εκλογικό σώμα διότι διατήρησε μεν το ποσοστό της, αλλά έχασε περισσότερες από 500.000 ψήφους. Απλώς η Ν.Δ. δεν πέφτει τόσο γρήγορα όσο το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κινδυνεύει να τη δει κάποια στιγμή από πάνω του. Το βέβαιο είναι όμως, ότι η χώρα διαθέτει πλέον το κουρασμένο πολιτικό σύστημα μιας εξουσίας χωρίς δύναμη…
Απίστευτα λοιπόν λίγες οι ψήφοι που συγκέντρωσαν στις εκλογές οι δύο «μεγάλοι», με μετεκλογικά δεδομένα μια πρωτοφανή αποχή και τον εντυπωσιακά αυξημένο αριθμό λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων. Εντυπωσιακή και η έκταση της επιτυχίας μεγάλου αριθμού ανεξάρτητων υποψηφίων σε όλη τη χώρα. Το ποσοστό της αποχής ήταν το υψηλότερο στην εκλογική ιστορία της χώρας - ξεπερνώντας κατά… πολύ το ποσοστό της αποχής στις περσινές ευρωεκλογές που είχε θεωρηθεί, τότε, εξαιρετικά μεγάλο - αφού πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος προτίμησε να απέχει (πλησίασε το 60% στην Αττική). Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η χώρα «εκσυγχρονίζεται», αφού το ποσοστό που ψήφισε είναι αντίστοιχο εκείνου που καταγράφεται στη Γαλλία και την Ιταλία, χώρες με περίπου κοινά με τη χώρα μας πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Την «πρωτοπορία» βέβαια στην αποχή, όπως γνωρίζουμε, κατέχουν οι ΗΠΑ, αφού εκεί ψηφίζει κατά κανόνα μόλις το 35% του εκλογικού σώματος. Την ερμηνεία του «εκσυγχρονισμού» φαίνεται να υιοθετεί μέρος της κυβέρνησης, το οποίο ενδιαφέρεται για τη νίκη με όποιο τρόπο. Και, φυσικά, παρά τα παραπάνω, και οι δύο «κέρδισαν» και οι δύο «νίκησαν», όπως ισχυρίζονται σχεδόν πάντα με εξαιρετική επιμονή και περισσή υποκρισία.
Η εξέλιξη αυτή λοιπόν, «φαίνεται» να απομακρύνει μάλλον και τα όποια σενάρια για «ανασύνθεση» του πολιτικού σκηνικού κυκλοφορούν. Γκρίζος, βαρύς λοιπόν ο ουρανός του δικομματισμού. Αν και οι σημερινές «προβλέψεις» για κατάρρευση του δικομματικού συστήματος εξουσίας, όσο δεν διαφαίνεται καμιά εναλλακτική λύση, είναι τουλάχιστον πολύ πρόωρες.
Η υποχώρηση ή το ξεθώριασμα ενός από τους ισχυρότερους συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ πολιτικών και εκλογικού σώματος που ήταν οι πελατειακές σχέσεις, άμεσες και έμμεσες, είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός λόγος αλλά όχι αρκετός από μόνος του για να πλήξει καίρια τον πυρήνα του. Παρά λοιπόν την αυξανόμενη αποχή, ο δικομματισμός καλά κρατεί και η κρίση δεν μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή του αν δεν υπάρξουν εναλλακτικές προτάσεις, όπως υποστηρίζουν αρκετοί αναλυτές. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που βλέπουν ποιοτικές αλλαγές στην αποχή και υποστηρίζουν ότι: «Αυτή τη φορά η αποχή ήταν ενεργητική. Υπάρχει μία στάση αναμονής και πιστεύω ότι ένα τμήμα της αποχής θα ριζοσπαστικοποιηθεί».
«Κάτι αλλάζει στα σίγουρα. Εξαιρετικά ανήσυχες, όχι άδικα, οι ηγεσίες των δύο «μεγάλων» παρακάμπτουν βιαστικά την πραγματικότητα και προτιμούν να παραμείνουν στους γνωστούς ρόλους τους, κινούμενες σε ένα δικό τους μετεκλογικό πεδίο, όπου «νικητές» και «ηττημένοι» συμπλέκονται – άκεφα είναι η αλήθεια - χωρίς να συγκινούν παρά ελάχιστα ακροατήρια «ενδιαφερομένων». Ουσιαστικά, οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας κοιτάζουν η μία την άλλη, ανταλλάσσοντας «άγριες» ματιές και ρητορικές επιθέσεις παλαιοκομματικού τύπου, που μόνο πλήξη προκαλούν πλέον στο ευρύ κοινό και απελπίζουν ακόμη και την πιο ανάλαφρη «ενημέρωση» ορισμένων ΜΜΕ. Ο καιρός τους τελειώνει…»
«Ο Κόσμος του Επενδυτή», 20-21/11/2010
Προσπάθησαν πολύ – και πολλοί - είναι αλήθεια, να πείσουν τους πολίτες να συμμετέχουν στις «αυτοδιοικητικές εκλογές». Να δείξουν εμπράκτως την εμπιστοσύνη τους στους «νέους θεσμούς Αυτοδιοίκησης» που καθιερώνει το σχέδιο «Καλλικράτης». Να πείσουν τους πολίτες για τα «ορθά» κριτήρια της ψήφου, ότι αυτές οι «αυτοδιοικητικές εκλογές», οι δέκατες αν δεν κάνουμε λάθος από τη μεταπολίτευση, είναι οι πιο κρίσιμες από κάθε άλλη φορά και το αποτέλεσμά τους θα επηρεάσει άμεσα την πορεία της χώρας.
Ότι η διαφαινόμενη αποχή θα οδηγήσει σε στρεβλώσεις και θα περιορίσει τη βάση νομιμοποίησης όσων θα εκλεγούν. Ότι, ότι, ότι… Ναι, πράγματι προσπάθησαν. Και απέτυχαν! Όσο κι αν προσπάθησαν να πείσουν, απέτυχαν στον κύριο(;) στόχο τους που δεν ήταν άλλος παρά η λαϊκή συμμετοχή για να εδραιωθεί από τη μια ο… «Καλλικράτης» και από την άλλη να μην αμφισβητηθεί το ισχύον πολιτικό σύστημα. Γιατί οι πολίτες ψήφισαν – που δεν ψήφισαν στο μεγαλύτερο ποσοστό – πολιτικά. Και όχι αυτοδιοικητικά. Και δεν έδωσαν ουσιαστικά ψήφο εμπιστοσύνης ούτε στον «Καλλικράτη» αλλά κυρίως ούτε στο πολιτικό σύστημα. Αλλά σε ποιον… «Καλλικράτη»;
«Το διακύβευμα αυτή τη φορά είναι ριζικά διαφορετικό από εκείνο που είχαν οι τοπικές εκλογές εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν θα ψηφίσουμε για νομάρχες αλλά για περιφερειάρχες και η διαφορά δεν αφορά τον τίτλο.
Δημιουργούνται μεγάλες περιφέρειες και οι εκλεγμένοι, λόγω αυξημένων αρμοδιοτήτων και εξουσιών, έχουν χαρακτηριστεί περίπου σαν μικροί πρωθυπουργοί. Και οι δήμοι δεν θα είναι ανεπηρέαστοι από τον «Καλλικράτη». Σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν γίνει συνενώσεις όμορων δήμων και ο συνολικός αριθμός τους μειώνεται κατά περίπου δύο τρίτα. Όλες αυτές οι θεμελιακές αλλαγές και ιδιαίτερα η σημασία τους είναι περίπου άγνωστες στη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Μπορεί πολλοί να γνωρίζουν πως θα ψηφίσουν δήμαρχο που θα εκπροσωπεί πλέον τρεις ή τέσσερις πρώην δήμους, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τι επιπτώσεις -θετικές ή αρνητικές- θα έχει αυτό στη ζωή τους.
Ίσως είναι από τις λίγες φορές που για το έλλειμμα αυτό πληροφόρησης των πολιτών η ευθύνη δεν βαραίνει τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία συνήθως εκτρέπουν την ατζέντα προς την παραπολιτική ή τον εντυπωσιασμό. Βαραίνει τους ίδιους τους δημιουργούς του σχεδίου «Καλλικράτης». Οι ίδιοι -η κυβέρνηση δηλαδή- φρόντισαν να δώσουν στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές χαρακτήρα εθνικών εκλογών. Απέφυγαν να μιλήσουν για τον «Καλλικράτη» και προτίμησαν να μιλήσουν για διλήμματα που αφορούν την ίδια την επιβίωση της κυβέρνησης.
Ο «Καλλικράτης» υπονομεύτηκε από τους ίδιους τους εμπνευστές του».
Του Γιάννη Παντελάκη, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010
Όλα αυτά θα έπρεπε να συζητηθούν κυρίως στην προεκλογική εκστρατεία, έτσι ώστε και διάφορα πράγματα να διευκρινιστούν, αλλά και οι πολίτες να είναι ενημερωμένοι για όσα πρέπει να επιτευχθούν, για όσα μέλλει γενέσθαι. Δυστυχώς, με ευθύνη κυρίως των πολιτικών αλλά και των ΜΜΕ, η συζήτηση έμεινε στο Μνημόνιο. Οι επιπτώσεις λοιπόν, αυτής της μη ψήφου εμπιστοσύνης των πολιτών φαίνονται ήδη έμπρακτα και θα φανούν πιο έντονα το αμέσως επόμενο διάστημα. Μέσα στην χειρότερη κρίση που πέρασε η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά αγγίζει όλα τα επίπεδα της κοινωνίας με τελικό αποδέκτη τον καθημερινό άνθρωπο αυτής της χώρας, που αισθάνεται ανήμπορος, παραπεταμένος και ανίκανος να καταλάβει τη σχέση κρίσης και πολιτικής και να δράσει.
Πώς να μην απέχει μετά; Πώς περίμεναν κάποιοι να μην αδιαφορήσει για τις εκλογές; Και ιδίως οι νέοι που δεν βλέπουν άλλο μέλλον, εκτός από την ανεργία τους; Και έτσι, από την άποψη αυτή, οι εκλογές του Νοεμβρίου αποδείχθηκαν πολύ περισσότερο πολιτικές, με πολλαπλές σημασίες και αποχρώσεις, παρά αυτοδιοικητικές. Αν εκτιμηθούν σωστά όλες οι πλευρές τους, έκδηλες και αδιόρατες, μπορεί να διαφανεί ότι μέσα από αυτές εκφράστηκε έντονα ένα στρατηγικότερο αίτημα αμφισβήτησης της ηθικής, αλλά και της τεχνικής ικανότητας και ίσως και της μορφωτικής επάρκειας της ελληνικής εξουσίας.
«Είχα έτοιμο - γραμμένο – ένα μακρυνάρι όπου διατύπωνα σκεπτικισμό σχετικά με το νόημα που έχει να πάω να ψηφίσω. Αλλά πάνω που ήμουν έτοιμος να το στείλω για δημοσίευση, έρχεται ο πρωθυπουργός και μου λέει, όχι, τι πας να κάνεις, και βέβαια πρέπει να πας να ψηφίσεις!
Γιατί, ενώ μέχρι τώρα σου έλεγα ότι οι εκλογές είναι αυτοδιοικητικές, τελικά δεν ήταν’ οι εκλογές είναι «ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ» στο μνημόνιο! Είσαι με το μνημόνιο; Γουστάρεις να σου πίνουν το αίμα με το καλαμάκι για χρέη που υπέγραψαν και εξανέμισαν άλλοι;
Ενώ μέχρι τώρα σου έλεγα ότι οι εκλογές είναι δημοψήφισμα για τον Καλλικράτη και σε στρίμωχνα – γιατί εσύ πιστεύεις μεν στην ιδέα του Καλλικράτη, όχι όμως και στους πραιτοριανούς που έχουν αναλάβει να τον διεκπεραιώσουν -, τώρα σου λέω πως όλ’ αυτά ήταν μπλόφα. Ο Καλλικράτης δεν είναι, όπως εσύ νόμιζες, η δυνατότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης να σχεδιάσει το μέλλον της σε ευρύτερη και πιο αποδοτική κλίμακα, να δώσει λύσεις που ασφυκτιούσαν στα στενά όρια των παλιών δήμων. Τώρα σου αποκαλύπτω ότι όλ’ αυτά ήταν παραμύθια, ότι ο Καλλικράτης είναι απλώς και μόνον η αποκέντρωση του μνημονίου. Η ονομασία που έπρεπε να του είχαμε δώσει δεν είναι «Καλλικράτης», αλλά «Προκρούστης» - τον ονομάσαμε έτσι για λόγους ευφημισμού…».
Είναι λοιπόν γεγονός πια ότι οι «αυτοδιοικητικές εκλογές» του Νοεμβρίου κατέγραψαν ένα εξαιρετικά ισχυρό ρεύμα αμφισβήτησης (ή ίσως και απόρριψης) της πολιτικής, μια ισχυρή τάση αντιπολιτικής διαμαρτυρίας. Ακόμη και όταν δεν το ομολογούν δημόσια, οι ηγέτες των κομμάτων εξουσίας συμφωνούν κατά βάση πως οι πρόσφατες εκλογές κατέγραψαν τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Αρκεί να σημειώσουμε τα αρνητικά ρεκόρ στις επιδόσεις της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αύξηση της δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και τις πολιτικές ηγεσίες.
Η πολιτική κρίση επομένως δεν είναι των κομμάτων, όπως θέλουν να την εμφανίζουν τα μεγάλα ΜΜΕ, αλλά του ίδιου του πολιτικού συστήματος που έχει αρχίσει να αποσυντίθεται. Τα κόμματα είναι οι εκφραστές αυτής της κρίσης. Τα κόμματα είναι εκλογικοί μηχανισμοί για την κατάκτηση όλης της εξουσίας ή μέρους της.
Το γεγονός ότι διανύουμε περίοδο κατά την οποία τα κόμματα ως θεμέλιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχουν μπει σε φάση ρευστοποίησης (αρκετοί πια κάνουν λόγο για κόμματα χωρίς μέλη, αλλά απλά πελάτες) με ταυτόχρονη απαξίωση θεσμών όπως η Βουλή και η Δικαιοσύνη, μάλλον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα πάντα πλέον είναι στον αέρα.
Ένας αέρας που όζει από συναλλαγές, συμψηφισμούς, αλληλοκαλύψεις, που έχουν εμπεδώσει το αίσθημα στο πολίτη ότι όλοι τον «εμπαίζουν». Αυτόν λοιπόν τον «εμπαιγμό» ή το «δούλεμα» αν θέλετε, αρνήθηκαν να επιβραβεύσουν σε δύο Κυριακές οι πολίτες, σπάζοντας πρώτη φορά το αίσθημα συνενοχής απέναντι στην ή στις εξουσίες, με τις οποίες μέχρι πριν από λίγο καιρό αισθάνονταν τουλάχιστον αλληλέγγυοι. Η μεγάλη αποχή αποτελεί δείγμα της άποψης στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ότι οι υπάρχουσες δομές και μέθοδοι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν δίνουν ενδιαφέρουσες λύσεις. Ότι οι διαφορές ανάμεσα στους δύο μονομάχους, ίσως ακόμα και ανάμεσα σε άλλα υπάρχοντα κόμματα δεν είναι τέτοιες που να προτρέπουν σε συμμετοχή στις εκλογές. Και μία λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της: η ψήφος στην Ελλάδα είναι ακόμα υποχρεωτική...
Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ακρογωνιαίος λίθος και κύριο χαρακτηριστικό του δημοκρατικού πολιτεύματος, κατακτήθηκε για όλους τους πολίτες έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητο μερικές δεκαετίες πριν. Κι όμως, στις πρόσφατες δημοτικές - περιφερειακές εκλογές η πλειοψηφία των ψηφοφόρων απείχε της εκλογικής διαδικασίας.
Παραιτήθηκαν από το πιο βασικό ίσως δικαίωμα που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος με θυσίες και αίμα. Αρνήθηκαν το θεμελιώδες δημοκρατικό τους δικαίωμα τα τρία πέμπτα σχεδόν του πληθυσμού της χώρας, όταν αλλού δίνονται ακόμα αγώνες για την κατάκτησή του. Η άρνηση του εκλογικού δικαιώματος, μέσω της αποχής, αποκαλύπτει το βαθύτερο αίτημα για αλλαγή του τρόπου άσκησης της δημοκρατίας για να μην αυτο-αναιρεθεί, να μετατραπεί δηλαδή εκ των έσω σε ολιγαρχία ή και μοναρχία (αν αυτό δεν συμβαίνει ήδη). Και τούτο απαιτεί πρωταρχικά παιδεία αλλά κυρίως – ανάμεσα σε άλλα – και αλλαγή του εκλογικού συστήματος. (Συνεχίζεται…)