Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τετάρτη, 15 Ιουνίου 2011 00:48

Στη δημοκρατία, οι ντόπιοι έχουν την τελευταία κουβέντα

Στη δημοκρατία, οι ντόπιοι έχουν την τελευταία κουβένταΟ Ντάνι Ρόντρικ είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Χάρβαρντ, ένας από τους κορυφαίους οικονομολόγους στον πλανήτη και ειδικός σε θέματα ανάπτυξης και παγκοσμιοποίησης. Με αφορμή το τελευταίο κείμενό του για την Ελλάδα, που παρουσιάζουμε παρακάτω, η Ελλάδα μοιάζει να κέρδισε λίγο χρόνο με το νέο πακέτο βοήθειας αλλά η χώρα δεν έχει ξεφύγει τον κίνδυνο. Mένει να δούμε αν οι πολιτικές μεγαλύτερης λιτότητας που υποσχέθηκε ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, θα αποδειχτούν πολιτικά αποδεκτές και εφαρμοστέες.

Η ιστορία προσφέρει έδαφος για σκεπτικισμό. Στη δημοκρατία, όταν οι χρηματαγορές και οι ξένοι πιστωτές συγκρούονται με τους εργαζόμενους, τους μισθωτούς και τη μεσαία τάξη, συνήθως οι ντόπιοι έχουν την τελευταία κουβέντα.

Η έξοδος της Βρετανίας από τον Κανόνα του Χρυσού το 1931 παραμένει το ιστορικό ορόσημο. Αφού έκανε το λάθος και αποκατέστησε την ισοτιμία του χρυσού σε ένα επίπεδο που άφησε την οικονομία απελπιστικά μη-ανταγωνιστική, η Βρετανία αντιμετώπισε πολλά χρόνια αποπληθωρισμού και αύξησης της ανεργίας. Βιομηχανίες όπως αυτή του άνθρακα, του ατσαλιού, και η ναυπηγική βιομηχανία χτυπήθηκαν σκληρά και οι μάχες με τους εργάτες ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Ακόμα και όταν η ανεργία έφτασε στο 20% η Τράπεζα της Αγγλίας ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί υψηλά επιτόκια προκειμένου να αποφευχθεί μαζική εκροή χρυσού. Σταδιακά, η αυξανόμενη πίεση των χρηματαγορών ώθησε τη χώρα εκτός χρυσού τον Σεπτέμβριο του 1931.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η οικονομική «εντιμότητα» οδηγούσε την πραγματική οικονομία στο να υποφέρει υπό τον Κανόνα του Χρυσού. Αυτό που ήταν διαφορετικό ήταν η ίδια η Βρετανία, που είχε γίνει περισσότερο δημοκρατική: η εργατική τάξη είχε συνδικαλιστεί, το δικαίωμα ψήφου είχε επεκταθεί σε τετραπλάσιο μέρος του πληθυσμού από ότι πριν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έφερναν πλέον στη δημοσιότητα την κακή οικονομική κατάσταση των απλών ανθρώπων – ενώ ταυτόχρονα ένα σοσιαλιστικό κίνημα περίμενε να αποκτήσει φτερά. Παρά τα ένστικτά τους, οι κεντρικοί τραπεζίτες και τα πολιτικά αφεντικά τους κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να παραμένουν ανεπηρέαστοι από τις συνέπειες της ύφεσης και της υψηλής ανεργίας.

Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι και οι επενδυτές κατανοούσαν την κατάσταση. Αμέσως μόλις οι χρηματαγορές άρχισαν να αμφισβητούν την αξιοπιστία και την αφοσίωσης της κυβέρνησης σε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, μετατράπηκαν σε αποσταθεροποιητική δύναμη. Με τη πρώτη υποψία ότι τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς οι επενδυτές και οι καταθέτες απέσυραν τα χρήματά τους και έστειλαν το κεφάλαιο εκτός της χώρας, προκαλώντας έτσι την κατάρρευση του νομίσματος.

Αυτό το έργο επαναλήφθηκε στην Αργεντινή στα τέλη της δεκαετίας του '90. Ο κεντρικός μοχλός της οικονομικής στρατηγικής της Αργεντινής μετά το 1991 ήταν η Μετατρεψιμότητα, ο νόμος που σύνδεσε νομικά την ισοτιμία του πέσο με το δολάριο των ΗΠΑ σε αναλογία ένα-προς-ένα, εξαλείφοντας και κάθε περιορισμό κίνησης των κεφαλαίων.

Ο υπουργός Οικονομίας της Αργεντινής, Domingo Cavallo, οραματίστηκε τον Μετατρεπτικό Νόμο ως μια μηχανή ανάπτυξης για την οικονομία. Η στρατηγική αυτή λειτούργησε στην αρχή φέρνοντας την πολυπόθητη σταθερότητα των τιμών, όμως μέχρι το τέλος της δεκαετίας ο εφιάλτης επέστρεψε και εκδικήθηκε την Αργεντινή.

Η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση και η υποτίμηση του νομίσματος της Βραζιλίας στις αρχές του 1999 έκαναν το σκληρό πέσο σοβαρά υπερτιμημένο. Εμφανίστηκαν αμφιβολίες για την ικανότητα της Αργεντινής να ανταπεξέλθει στο πολλαπλασιασμένο εξωτερικό χρέος, η εμπιστοσύνη των αγορών κατέρρευσε και σε ελάχιστο χρόνο η πιστοληπτική ικανότητά της υποχώρησε κάτω από ορισμένων αφρικανικών χωρών.

Τελικά αυτό που σφράγισε το μέλλον της Αργεντινής δεν ήταν η έλλειψη της πολιτικής βούλησης αλλά η αδυναμία εφαρμογής των ολοένα και πιο επίπονων μέτρων. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση της Αργεντινής ήταν διατεθειμένη να έρθει σε ρήξη σχεδόν με το σύνολο του εκλογικού σώματος - τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους, τους καταθέτες των τραπεζών και τις επαρχιακές κυβερνήσεις- προκειμένου να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των ξένων πιστωτών.

Οι επενδυτές όμως γίνονταν όλο και πιο δύσπιστοι σχετικά με το αν η Αργεντινική Βουλή, οι επαρχίες και οι απλοί άνθρωποι θα ανέχονταν τις πολιτικές λιτότητας που απαιτούνταν προκειμένου να συνεχιστεί η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Όσο οι μαζικές διαδηλώσεις εξαπλώνονταν αποδεικνυόταν ότι οι ανησυχία τους ήταν δικαιολογημένη. Όταν η Παγκοσμιοποίηση συγκρούεται με την εσωτερική πολιτική η έξυπνη κίνηση είναι να βάλεις τα λεφτά σου στην τοπική ομάδα.

Ίσως να υπάρχει και άλλος δρόμος. Ας δούμε την Λετονία, η οποία βρέθηκε πρόσφατα αντιμέτωπη με οικονομικές δυσκολίες παρόμοιες με αυτές που αντιμετώπισε η Αργεντινή πριν από μία δεκαετία. Η Λετονία είχε ραγδαία ανάπτυξη από το 2004, οπότε και εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που βασίστηκε σε μεγάλης κλίμακα εξωτερικό δανεισμό και σε μια εγχώρια φούσκα ακινήτων. Κατέληξε με ένα μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και ένα εξωτερικό χρέος που κυριολεκτικά ήταν ανάλογο με αυτό της Ελλάδας.

Όπως ήταν αναμενόμενο η παγκόσμια οικονομική κρίση και η απότομη αντιστροφή της ροής κεφαλαίων το 2008 άφησε εκτεθειμένη την οικονομία της Λετονίας. Ο υπέρογκος δανεισμός έφερε κατάρρευση στις τιμές των ακινήτων, η ανεργία αυξήθηκε στο 20% το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 18% το 2009. Το Ιανουάριο του 2009 η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με τις χειρότερες ταραχές από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η Λετονία είχε σταθερή νομισματική ισοτιμία και ελεύθερη ροή κεφαλαίων όπως ακριβώς και η Αργεντινή. Το νόμισμά της είχε προσδεθεί στο ευρώ το 2005. Σε αντίθεση με την Αργεντινή όμως οι πολιτικοί της χώρας τα κατάφεραν χωρίς να υποτιμήσουν το νόμισμά τους και χωρίς να περιορίσουν τη ροή των κεφαλαίων.

Αυτό που φαίνεται να άλλαξε την ισορροπία πολιτικού κόστους και οφέλους ήταν η προοπτική της επίτευξης του στόχου -γη της επαγγελίας- για την ένταξη στην ευρωζώνη που απαιτούσε τη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής. Η σταθερότητα αυτή αύξησε την αξιοπιστία της χώρας παρόλο το πολύ υψηλό οικονομικό και πολιτικό κόστος.

Η Ελλάδα θα γίνει η επόμενη Αργεντινή ή Λετονία; Τα οικονομικά στοιχεία δεν είναι ενθαρρυντικά. Αν η ελληνική οικονομία δεν ανακάμψει, το να προσθέσει επιπλέον χρέος θα είναι μόνο προσωρινά ανακουφιστικό αφού στο τέλος θα απαιτείται ακόμα περισσότερη λιτότητα. Και όσο η εγχώρια αγορά παραμένει σε ύφεση οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, - η ιδιωτικοποίηση και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και υπηρεσιών- είναι απίθανο να φέρουν την απαιτούμενη ανάπτυξη.

Η εμπειρία της Βρετανίας του μεσοπολέμου, της Αργεντινής και της Λετονίας δείχνουν πως η πολιτική είναι αυτή που καθορίζει τελικά το αποτέλεσμα. Για να έχει κάποια τύχη το ελληνικό πρόγραμμα, η κυβέρνηση Παπανδρέου πρέπει να κάνει μια μνημειώδη προσπάθεια προκειμένου να πείσει στο εσωτερικό της χώρας ότι τα επίπονα οικονομικά μέτρα είναι το τίμημα για ένα καλύτερο αύριο και όχι απλά ένα μέσο για την ικανοποίηση των εξωτερικών πιστωτών.

πηγή: ThePressProject.gr

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 15 Ιουνίου 2011 00:54