Ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει υψηλές εκλογικές επιδόσεις.
Είναι γενική διαπίστωση και ο λόγος είναι απλός: ο Τσίπρας βρήκε τρόπο επαφής με την κεντροαριστερή βάση της ευρύτερης Δημοκρατικής Παράταξης.
Ακριβώς όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επαφή με τη ριζοσπαστικοποιημένη κοινωνία της δεκαετίας του ’70, ή τη νεολαία της προηγουμένης.
Αυτό είναι πολιτική. Να μιλάς απευθείας στον πολίτη και να βρίσκεις «δια-δραστικά» την πολιτική αντίληψη, την ιδεολογία, την παράδοση, το συναίσθημα, την αισθητική, την ελπίδα και την προσδοκία που τον διακρίνει. Μόνο αυτό σε καθιστά λαϊκό ηγέτη.
Ο Τσίπρας έχει αυτό το ηλεκτροφόρο πλεονέκτημα της δημόσιας παρουσίας, που ενισχύεται από την ηλικία του, από τον δομημένο λόγο του, την αύρα της οικειότητας που εκπέμπει.
Κυρίως έχει προοδευτική ματιά του στα πράγματα και την διαδρομή του : ήταν παρών στους αγώνες της γενιάς του. Δεν είναι «ο καταληψίας» όπως πλασάρει η Δεξιά- για όσους αγωνίζονται και δεν μένουν μόνο «στα μαθήματα τους», όπως έλεγε ένας μακαρίτης πλέον.
Αν λοιπόν τοποθετήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στα μαρμαρένια αλώνια της πολιτικής αντιπαράθεσης, οι αντίπαλοι αυτού του κόμματος έναν στόχο έχουν: να πλήξουν τον επικεφαλής του. Τα υπόλοιπα είναι εύκολα γι’ αυτούς.
Η ΝΔ του Μητσοτάκη το δοκίμασε με την παλιά μέθοδο που είχε χρησιμοποιηθεί από την πλευρά της μέχρι και την εποχή του Αβέρωφ για τον Ανδρέα Παπανδρέου: δεν φοράει γραβάτα, δεν υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό, πίνει, είναι πράκτορας και άλλα συναφή
Δεν προσπαθούσε δηλαδή να αντιπαρατεθεί μαζί του στο πεδίο της πολιτικής, αλλά να φορτίσει αρνητικά το όνομα του.
Με τον Τσίπρα αυτό πήρε χαρακτηριστικά γενικευμένης επιχείρησης με συστράτευση οικονομικών παραγόντων, μιντιαρχών, ειδικών του πολιτικού μάρκετινγκ και τυχοδιωκτικών στοιχείων της δημόσιας σφαίρας: από δημοσιογράφους μέχρι αδέσποτους κομματικούς.
Εν μέρει απέδωσε. Είναι πολλοί όσοι ψήφισαν ΝΔ το 2019 αποκλειστικά «για να φύγει ο Τσίπρας». Δεν είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη του Μητσοτάκη και την πολιτική του. Απλώς ήθελαν να εξαφανιστεί ο αντίπαλός του- επηρεασμένοι από την προπαγάνδα εναντίον του.
Οι ψηφοφόροι δεν τους έκαναν τη χάρη ως το τέλος. Ψήφισαν τον Μητσοτάκη, αλλά δεν εξαφάνισαν τον Τσίπρα.
Πρώτοι το αναγνωρίζουν οι πολυπληθείς επικοινωνιακοί και πολιτικοί σύμβουλοι του Μητσοτάκη. Οι επαγγελματίες του πολιτικού μάρκετινγκ που σκηνοθετούν τη δημόσια παρουσία του, προσπαθούν να συνεχίσουν την επιχείρηση φθοράς.
Η επιδημία ήταν η ευκαιρία να «ηγετοποιήσουν» τον σημερινό πρωθυπουργό και να αφοπλίσουν τον αντίπαλό του.
Για μερικές εβδομάδες το πέτυχαν. Αλλά ήταν αρκετές μια -δυο δημόσιες εμφανίσεις του Τσίπρα για να απογοητευτούν: πολύ σκληρός για να πεθάνει.
Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει αμέτρητα λάθη σε ό,τι αφορά πρόσωπα και επιλογές- από το 2018.
Σήμερα ανέχεται τον εγκλωβισμό του από την παρακμιακή γραφειοκρατία της Κουμουνδούρου. Διστάζει να κάνει τη μεγάλη κίνηση σύγκλησης Αριστεράς- Κεντροαριστεράς, στον νέο ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά παραμένει φυσικός επικεφαλής της Δημοκρατικής Παράταξης. Ο μόνος αντίπαλος του Μητσοτάκη. Γι’ αυτό η επιχείρηση αποδόμησής του συνεχίζεται.
Όμως τι να προσάψεις σε κάποιον που- παρά τις παλινωδίες και τα λάθη του στην κυβέρνηση- πήρε μια χώρα χρεοκοπημένη και στο διεθνές περιθώριο και μια κοινωνία καθημαγμένη και παρέδωσε για πρώτη φορά μια διαχειρίσιμη οικονομία- εκτός Μνημονίου;
Είναι ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης που δεν προέρχεται από τζάκι, αλλά και ο πρώτος πρωθυπουργός για τον οποίο το κόμμα που τον νίκησε στις εκλογές δεν τόλμησε να ισχυριστεί ότι του παρέδωσε «καμένη γη».
Έβαλε τάξη σε ακανθώδη πεδία, όπως το τηλεοπτικό, έλυσε το Μακεδονικό, πήρε τον διεθνή έπαινο για τους χειρισμούς στο μεταναστευτικό και έφυγε από την κυβέρνηση χωρίς την παραμικρή σκιά σκανδάλου.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι προπαγάνδας: καλά όλα αυτά, αλλά είναι φίλος των τρομοκρατών, των ‘μπαχαλάκηδων’ και των εγκληματικών στοιχείων της κοινωνίας.
Με αφορμή τον εμπρησμό της Μαρφίν, που απέληξε στο θάνατο τριών ανθρώπων, η ΝΔ ως κυβέρνηση έπιασε αυτό το νήμα από εκεί που το άφησε ως αντιπολίτευση.
Δεν ήταν ο Τσίπρας στην κυβέρνηση για να του καταλογιστεί σήμερα ευθύνη στην αποτυχία εντοπισμού των ενόχων.
Επιπλέον τιμά την μνήμη των θυμάτων με την αρμόζουσα ευπρέπεια και χωρίς κομματικές φανφάρες.
Αυτό του καταλογίζεται ως «ανοχή» στη βία.
Επειδή δεν δέχεται να εξευτελίσει τον εαυτό του παριστάμενος σε μια εκδήλωση για τα θύματα και την καταδίκη των ενόχων, που μετατράπηκε από την κυβέρνηση σε κομματική.
Δεν δέχεται να καθίσει δίπλα σε Γεωργιάδηδες, Μπογδάνους, και Κυρανάκηδες που έχουν ξεράσει τα άντερά τους κατά του κόμματός του σ’ αυτά θέματα.
Δεν θα βρεθεί στην ίδια εκδήλωση απότισης τιμής με τον Βορίδη που του λέει την παραμονή ότι έχει «εκλεκτικές συγγένειες» με το χώρο των ενόχων– τον οποίο προσδιορίζει ο ίδιος κατά πώς τον βολεύει.
Δεν θα πάει να ακούσει τις εκ του ασφαλούς νύξεις του Μητσοτάκη- δίκην χτυπημάτων κάτω από τη μέση- χωρίς να μπορεί να του απαντήσει.
Με άλλα λόγια κάνει το χρέος του απέναντι στα θύματα και καταδικάζει τη βία, χωρίς να πέφτει στην κυβερνητική παγίδα.
Είναι κρίμα ότι του την «πέφτει» ο καλύτερος αρθρογράφος της χώρας ο Μιχάλης Μητσός.
Από τη στήλη του στα ΝΕΑ ρίχνει νερό σ’ αυτό το μύλο με αφορμή τη Μαρφίν -και αφού βάλει και λίγο κορονοϊό- αναζητά κάποιον από τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιγράψει τον διάδοχο του Κόρμπιν στην Αγγλία και να χρεώσει «εντίμως και ευθαρσώς» στον Τσίπρα την ευθύνη για την περσινή εκλογική ήττα.
Το πιάσαμε το υπονοούμενο.