Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ«Το Πολυτεχνείο είναι μια στοιχειωμένη ιστορία, και οι στοιχειωμένες ιστορίες δεν ησυχάζουν», εκτιμά ο Αντώνης Λιάκος, με συνέντευξή του στο iEidiseis, ενώ απαντά σε μείζονα ερωτήματα σε μια εποχή που επιχειρείται η «αναθεώρηση» της ιστορίας.
«Το Πολυτεχνείο δεν ηττήθηκε, δεν έφυγαν μόνοι τους οι άνθρωποι από τον δημόσιο χώρο που είχαν καταλάβει βλέποντας ότι δεν μπορούν να κουνήσουν τη δικτατορία. Το Πολυτεχνείο ανακόπηκε. Όχι μόνο αυτό, αλλά η καταστολή, το τανκ που ρίχνει την πύλη του Πολυτεχνείου με τη σημαία, η αγωνία του εκφωνητή του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου που απαγγέλει τον εθνικό ύμνο, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, είναι τα ιδεώδη συστατικά ενός εθνικού-δημοκρατικού συμβόλου.
Και αυτός ο συμβολισμός –με ότι έχει μέσα όπως ισχυρή συγκίνηση, αξίες και ιδέες- μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και στο λαό, το κάνει χάος», επισημαίνει ο εκ των κορυφαίων ιστορικών της χώρας και απαντά μεταξύ άλλων για την επίδραση της εξέγερσης στην πτώση της χούντας, αλλά και γιατί διαφέρει ο γιορτασμός του Πολυτεχνείου από το γιορτασμό της μεταπολίτευσης:
«Η επέτειος του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου, είναι μια επέτειος των «από κάτω» και η δεύτερη των «από πάνω». Η πρώτη γιορτάζεται στους δρόμους και κυριαρχεί το λαϊκό στοιχείο, η δεύτερη στο προεδρικό μέγαρο με θεσμικούς εκπροσώπους. Με διαφορετικούς ήχους, διαφορετικές εικόνες, και διαφορετικές συμπεριφορές εκφράζουν και οι δυο το διφυές της μετάβασης στη δημοκρατία, το διπλό χαρακτήρα της Μεταπολίτευσης. Κοινός και διαφορετικός ταυτόχρονα», αναφέρει.
Το Πολυτεχνείο είναι μια στοιχειωμένη ιστορία, και οι στοιχειωμένες ιστορίες δεν ησυχάζουν.
Η έννοια του στοιχειωμένου πάει σε αυτό που έχει μια διπλή διάσταση. Το βλέπουμε αλλά διαφωνούμε τι βλέπουμε, αλλά παρόλα αυτά μας προκαλεί έντονα συναισθήματα, δέος και πάθος. Το στοιχειωμένο δεν το αγγίζουμε. Το Πολυτεχνείο έχει αυτή τη διπλή δύναμη. Δεν είναι μια ιστορία όπως οι άλλες. Λέγεται με έναν ορισμένο τρόπο, επιβάλει μια τελετουργία, έκφραση συναισθημάτων, η οποία επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, επί 50 παρά ένα χρόνια, με την ακρίβεια μιας θρησκευτικής τελετουργίας. Για τους μεν είναι η κατεξοχήν ηρωική ιστορία που δεν την ακουμπάς, παρά μόνο για να την επιβεβαιώσεις. Έχει την ιερότητα μιας θυσίας στα θεμέλια της δημοκρατίας. Και κάθε μια από τις τέσσερις γέφυρες της συλλογικής μνήμης, της εθνικής μας μνήμης, δηλαδή η Επανάσταση του 21, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή και η Αντίσταση, θεμελιώθηκαν με ανθρώπινη θυσία στα θεμέλιά τους. Και το Πολυτεχνείο είναι συστατικό στοιχείο της Μεταπολίτευσης, είναι γέφυρα δική μας προς το προηγούμενο παρελθόν μας, και ταυτόχρονα γέφυρα όχι απλώς από τη Δικτατορία στη δημοκρατία, αλλά από ένα καθεστώς που δημιουργείται στον εμφύλιο, και το οποίο είχε θεμελιωθεί και αυτό σε αίμα-προς ένα καθεστώς που βάζει ως αρχή του την ελευθερία και τη συμφιλίωση.
Ναι για αυτές τις ισχυρές συνδηλώσεις του αμφισβητείται με τόση εμμονή και επιμονή το Πολυτεχνείο. Για χρόνια ακούγαμε ότι δεν υπάρχουν νεκροί στο Πολυτεχνείο, ότι δεν υπήρχαν νεκροί εντός του περιβόλου του Πολυτεχνείου, ότι το Πολυτεχνείο ήταν ανωφελές γιατί οι λαϊκοί αγώνες δεν έριξαν την δικτατορία. Ακούμε ακόμη ότι το Πολυτεχνείο ήταν και επιζήμιο γιατί προκάλεσε μια χειρότερη δικτατορία η οποία με τη σειρά της προκάλεσε το πραξικόπημα στην Κύπρο. Όλες αυτές οι αντιρρήσεις εκφράζουν το στοιχειωμένο της ιστορίας.
Οι αντιπαραθέσεις για το Πολυτεχνείο αφορούν την μεταπολιτευτική δημοκρατία, την έκταση και το βάθος της. Οι υποστηρικτές μιας αυταρχικής δημοκρατίας ή μιας δημοκρατίας αφυδατωμένης από το λαϊκό στοιχείο περιορίζουν την έκταση και τη σημασία του Πολυτεχνείου. Και βέβαια η άκρα Δεξιά δεν θέλει να ακούσει για Πολυτεχνείο.
Με δυο λόγια, η ιστορία του Πολυτεχνείου έχει στοιχειώσει και τους υποστηρικτές και τους αντιπάλους, γιατί είναι μια ιστορία που αφορά το παρόν, επικοινωνεί με ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, αφορά θεμελιακά ζητήματα της πορείας της χώρας και όχι δευτερεύοντα ή επί μέρους ζητήματα. Μπαίνει, έχει μπει από καιρό στο επίκεντρο των πολέμων της μνήμης, και οι πόλεμοι της μνήμης αφορούν ταυτότητες.
Και κυρίως η ιστορία του Πολυτεχνείου απορροφά κάθε φορά καινούργια αιτήματα. Γι αυτό κουβεντιάζουμε για το «νόημα του Πολυτεχνείου». Γιατί το γεγονός αυτό βρίσκεται ανάμεσα στην ιστορικοποίηση και στην προσδοκία. Ανάμεσα στο δίλλημα αν εκπληρώθηκαν τα αιτήματα του Πολυτεχνείου ή αν έχουν μείνει ανεκπλήρωτα και δημιουργούν το χρέος νέων αγώνων.
Το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση ανήκουν σε έναν κοινό τόπο μνήμης. Ανήκουν σε έναν «χρονοτόπο», όπως λ.χ. ο Ρήγας Φεραίος συγκαταλέγεται στους ήρωες της Επανάστασης του 21, κι ας έδρασε πριν από 25 χρόνια. Ένας χρονοτόπος έχει χρονικές αναφορές οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους (π.χ. Νοέμβριος 1973- Ιούλιος 1974) με κοινές μνήμες (γι αυτό μιλάμε μεταφορικά και για «μνημονικό τόπο») αλλά και με ένα κοινό χρωματισμό της μνήμης, δηλαδή ένα λόγο που περιέχει ερμηνείες, καθορίζει συναισθηματικές στάσεις, αλλά από αυτά απορρέει και ένα «δια ταύτα.
Το μνημονικό γεγονός δεν είναι μια αλήθεια ορφανή από υποκείμενα. Είναι ένα γεγονός του οποίου η αλήθεια, εμφανής ή τεκμαιρόμενη, «υποχρεώνει». Ωστόσο, η επέτειος του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου, είναι μια επέτειος των «από κάτω» και η δεύτερη των «από πάνω». Η πρώτη γιορτάζεται στους δρόμους και κυριαρχεί το λαϊκό στοιχείο, η δεύτερη στο προεδρικό μέγαρο με θεσμικούς εκπροσώπους. Με διαφορετικούς ήχους, διαφορετικές εικόνες, και διαφορετικές συμπεριφορές εκφράζουν και οι δυο το διφυές της μετάβασης στη δημοκρατία, το διπλό χαρακτήρα της Μεταπολίτευσης.
Κοινός και διαφορετικός ταυτόχρονα. Επιμένω σε αυτές τις δυαδικότητες, γιατί τα γεγονότα, είτε τα ιστορικά είτε τα τωρινά δεν είναι συμπαγείς ουσίες. Είναι σχέσεις. Το τότε επηρεάζει το τώρα, το τώρα κρίνεται εν πολλοίς και με αναφορές στο τότε. Δεν συμβαίνει για όλα τα γεγονότα, συμβαίνει για τα κρίσιμα και καθοριστικά που έχουν δίλημματικό χαρακτήρα, και για αυτό στοιχειώνουν τη συλλογική μας ζωή, τη σκέψη και τις συμπεριφορές μας.
Η κατάληψη του Πολυτεχνείου ήταν αρχικά μια αντιστασιακή πράξη του φοιτητικού κινήματος, η οποία όμως ταχύτατα βγήκε έξω, διαχύθηκε συγκεντρώνοντας πλήθη και καταλύοντας την τάξη στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν μια εξέγερση; Αρχόμενη εξέγερση ναι. Γι' αυτό και καταπνίγηκε γρήγορα, πριν πάρει μεγαλύτερη έκταση, και κατέβηκε ο στρατός και κηρύχτηκε η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Το Πολυτεχνείο δεν ηττήθηκε, δεν έφυγαν μόνοι τους οι άνθρωποι από τον δημόσιο χώρο που είχαν καταλάβει βλέποντας ότι δεν μπορούν να κουνήσουν τη δικτατορία. Το Πολυτεχνείο ανακόπηκε.
Όχι μόνο αυτό, αλλά η καταστολή, το τανκ που ρίχνει την πύλη του Πολυτεχνείου με τη σημαία, η αγωνία του εκφωνητή του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου που απαγγέλει τον εθνικό ύμνο, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, είναι τα ιδεώδη συστατικά ενός εθνικού-δημοκρατικού συμβόλου. Και αυτός ο συμβολισμός –με ότι έχει μέσα όπως ισχυρή συγκίνηση, αξίες και ιδέες- μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και στο λαό, το κάνει χάος. Μιλώ για λαό γιατί συμβαίνει ακριβώς αυτό: πολίτες με διαφορετικό βαθμό ανοχής ή αντίθεσης στη δικτατορία ενοποιούνται εναντίον της.
Ο Παπαδόπουλος, εγκαινιάζοντας το πείραμα Μαρκεζίνη σκόπευε να δημιουργήσει βάσεις νομιμότητας του καθεστώτος και ταυτόχρονα να επιμερίσει την αντίθεση σε διαφορετικά κόμματα. Πολλοί πολιτικοί, περιλαμβανομένης και της Αριστεράς (π.χ. ο Λεωνίδας Κύρκος) προβληματίζονταν για αυτή την εξέλιξη και για το κόστος της αποχής από ενδεχόμενη πορεία μετεξέλιξη του καθεστώτος. Εξηγήσιμοι ενδοιασμοί των αριστερών ηγεσιών με βάση την ιστορική εμπειρία τους. Το Πολυτεχνείο, στο οποίο άλλωστε δεν μπήκαν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς με ενθουσιασμό, ανέτρεψε αυτή την πορεία δείχνοντας ότι ο βαθμός ριζοσπαστικοποίησης ήταν πολύ μεγαλύτερος. Επαλήθευσε και τους φόβους των πιο σκληρών του καθεστώτος περί «επιστροφής του πεζοδρομίου», εναντίον του οποίου άλλωστε είχε γίνει το πραξικόπημα.
Από την ιστορία, την ευρύτερη ιστορία, ξέρουμε ότι στις περιπτώσεις εξεγέρσεων που έχουν διακοπεί πριν ολοκληρωθούν, συμβαίνουν δύο τινά. Υπάρχουν δηλαδή βασικά δυο ενδεχόμενα: Το πρώτο είναι να νικήσουν παρά την ήττα τους. Το πιο λαμπρό παράδειγμα είναι πώς ενώ οι Χαρτιστές και οι εξεγέρσεις τους στην Αγγλία του 19ου αιώνα ηττήθηκαν, στη συνέχεια όμως τα αιτήματά τους υιοθετήθηκαν από την εξουσία και συνέβαλα στην φιλελεύθερη μετεξέλιξη της αγγλικής πολιτικής ζωής.
Η νίκη δηλαδή επί μιας εξέγερσης έχει κοντά ποδάρια, ο φόβος μιας επανάληψής της, λειτουργεί καταλυτικά προς την υιοθέτηση των αιτημάτων της σε ένα πλαίσιο όπου δεν γίνεται διακινδύνευση του καθεστώτος. Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι η εξέγερση να έχει προκαλέσει τρόμο και αντισυσπείρωση στις ανώτερες τάξεις και η εξέλιξη να είναι η ενδυνάμωση αυταρχικών και φασιστικών τάσεων με λαϊκό έρεισμα. Και εδώ το πιο δυνατό παράδειγμα είναι η Γερμανία μετά τις εξεγέρσεις των εργατικών συμβουλίων και την κατάπνιξή τους το 1918-19. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στα Δεκεμβριανά το 1944 στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την ταχύτατη διολίσθηση στον εμφύλιο.
Ας αποκλείσουμε κατ’ αρχάς το δεύτερο. Και είναι σημαντικό να πούμε ότι αυτή η αρχόμενη εξέγερση που διακόπηκε, δεν δημιούργησε έναν γενικευμένο φόβο στις ανώτερες τάξεις και στα συντηρητικά στρώματα, ένα είδος αντι-αριστερού σύνδρομου, τον πανικό από το λαϊκό στοιχείο. Ισα-ίσα τα παιδιά του Κολλεγίου πύκνωναν τις γραμμές της Αντίστασης, τα παιδιά των συντηρητικών εξεγείρονταν εναντίον των γονέων τους. Χαρακτηριστικά, ο στρατηγός Σόλων Γκίκας έγραφε στον Καραμανλή λίγους μήνες μετά το Πολυτεχνείο:
«Ο αριστερισμός νομίζω ότι διογκούται ιδία μεταξύ των νέων. Το χειρότερον είναι ότι έχει δημιουργηθή πνεύμα ανοχής των αστών έναντι των κομμουνιστών και το πνεύμα αυτό είναι φυσικόν να σταθεροποιήται εφ’ όσον παρατείνεται η δικτατορία. [...]». Ας μην ξεχνούμε, και συχνά δεν αναφερόμαστε σ’ αυτό, ότι ζούσαμε στην εποχή της «αμφισβήτησης» στην αντιαυταρχική κουλτούρα των sixties, των χρόνων του εξήντα. Ήταν ένα παγκόσμιο πνεύμα αυτό, δημιούργησε μόδα, απέρρεε από τη μουσική, το σινεμά, τον τρόπο ζωής. Η αμφισβήτηση, η αντίσταση, άρεσε. Το πνεύμα της εποχής δεν ευνοούσε την άκρα δεξιά και την αναδίπλωση σε συντηρητικές αξίες όπως τώρα. Ο φόβος από μια επανάληψη του πεζοδρομίου, από μια εκτεταμένη λαϊκή εξέγερση ήταν παρών στους αρμούς της διδακτορικής εξουσίας αλλά και στους πολιτικούς που είχαν ανοιχτούς διαύλους με τους στρατιωτικούς και τους αμερικανούς .
Υπάρχουν πολλά τεκμήρια και έχουν δημοσιευτεί. Π.χ. ο Μακαρέζος, την άνοιξη του 1974, προειδοποιούσε τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, ο οποίος συνομιλούσε με την αμερικανική ηγεσία ότι το ερχόμενο φθινόπωρο «δεν αποκλείεται επανάστασις, αυτή την φοράν προερχομένη εκ του λαού», θεωρώντας μάλιστα βέβαιο πως «εάν κληθούν ο στρατός και τα τανκς να την πατάξουν, θα ευρεθούν αυτήν την φοράν αλληλέγγυοι με τους επαναστάτας». Στο ίδιο μήκος ήταν και ο Αβέρωφ, σε ένα υπόμνημά του στους Αμερικανούς τον Ιανουάριο του 1974, δυο μήνες μετά το Πολυτεχνείο και επτά μήνες πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τους έλεγε:
«Αν σήμερα συμβή ένα επεισόδιον όπως εκείνο του Πολυτεχνείου, ή άλλο ανάλογον, δεν θα βοηθήσουν 15.000 άτομα αλλά 150.000 άτομα, και έπειτα από ολίγους μήνας 500.000 άτομα διαφόρων προελεύσεων και στάσεων». Ο φόβος μιας επανάληψης του Πολυτεχνείου, και μάλιστα μιας διευρυμένης επανάληψης της εξέγερσης δεν ήταν μόνο παρών, αλλά καταλυτικός στον τρόπο που οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί χειρίστηκαν την αποτυχία τους να εμποδίσουν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και το ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία.
Ακριβώς. Ένας πόλεμος δεν αποδυναμώνει αναγκαστικά ένα δικτατορικό καθεστώς. Μπορεί και να το ενισχύσει. Όπως πέτυχε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 να αναδείξει τον Μεταξά εθνικό ηγέτη. Βεβαίως ο Ιωαννίδης δεν είχε την προσωπικότητα του Μεταξά. Αλλά και το 1974 δεν θα μπορούσε κανείς εκ των προτέρων να αποκλείσει ενδεχόμενα, όπως α) η επιμονή των στρατιωτικών να χειριστούν οι ίδιοι την κρίση και να συσπειρώσουν κάτω από τη σημαία και με πατριωτικά συνθήματα, β) το μερικό άνοιγμα με τη στρατολόγηση πρόθυμων πολιτικών, γ) ένα καινούργιο πραξικόπημα με μια άλλη ομάδα αξιωματικών. Γιατί υποχώρησαν άτακτα, και μάλιστα αποδεχόμενοι τους όρους που τους έθεσαν οι πολιτικοί και ο Καραμανλής;
Ο ίδιος ο αρχηγός του στρατού ο Γρηγόριος Μπονάνος εξέφραζε ρητά τον φόβο «ότι η επιστράτευσις ενήργει καταλυτικώς επί της παντοδυναμίας [του Ιωαννίδη] και η ισχύς του εμειούτο ταχέως, καθώς οι επίστρατοι αξιωματικοί και οπλίται, εισερχόμενοι στας Ενόπλους Δυνάμεις, έφερνον μαζί των και ένα φιλελεύθερον πνεύμα, προσεγγίζον ενίοτε την απειθαρχίαν, αλλά πάντως υπονομεύον οπωσδήποτε την κυριαρχίαν των αφοσιωμένων εις αυτόν αξιωματικών». Η ηγεσία του στρατού, αλλά και οι παράγοντες με τους οποίους συνομιλούσαν εκείνες τις κρίσιμες ώρες φοβούνταν πως μια ακόμα επανάληψη στρατιωτικής κυβέρνησης θα προκαλούσε γενική κατακραυγή και θα πυροδοτούσε τη συνέχεια του Πολυτεχνείου. Σύμφωνα με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, οι στρατιωτικοί, πανικόβλητοι, δεν άφηναν τους πολιτικούς να φύγουν πριν αναγγείλουν τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης.
«Είχον παραλύσει αισθανόμενοι δέος προ του συγκεντρωμένου πλήθους, του οποίου η ηρεμία –και εις αυτό ορθώς εξετίμησαν– υπήρχε κίνδυνος να μεταβληθή εις αγριότητα εάν αντί κυβερνήσεως τους εδίδετο η πληροφορία περί νέας αναβολής. Δηλαδή δεν υπήρχον περιθώρια και εμείναμεν εκεί καθηλωμένοι, έχω την γνώμην, οι περισσότεροι δυσφορούντες». Ο φόβος φυλάει τα έρημα, λέει μια παροιμία. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε καταλυθεί, αλλά ο φόβος της τους είχε στοιχειώσει όλους.
Ναι αλλά ανταποκρίνονταν αυτοί οι φόβοι στην πραγματικότητα;
Στον πόλεμο του 40 πολλοί φυλακισμένοι και εξόριστοι αντίπαλοι του Μεταξά (από τον Κ. Τσάτσο ως τον Ν. Ζαχαριάδη), του έστειλαν επιστολές και του ζήτησαν να πολεμήσουν ή να χρησιμοποιηθούν υπό τις διαταγές του. Τίποτε, μα τίποτε παρόμοιο δεν συνέβη το 1974. Κανείς δεν προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Γιατί; Γιατί είχαν κάνει το πραξικόπημα στη Λευκωσία, αλλά κυρίως διότι το ρήγμα που άνοιξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, έχασκε με όλο το χαώδες βάθος του. Κανείς δεν τολμούσε να το υπερβεί. Όσοι, όπως κι εγώ ο ίδιος, είχαμε την εμπειρία της επιστράτευσης εκείνες τις μέρες δεν μεταφέρουν μόνο το χάος και το ανοργάνωτο του στρατού, αλλά κυρίως την απειθαρχία των επίστρατων, ή μάλλον το πώς η μαζική εισβολή των επίστρατων οι οποίοι εμπνέονταν από αισθήματα εχθρότητας και αμφισβήτησης του χουντικού καθεστώτος , κατέλυσε κάθε πειθαρχία.
Έχω γράψει γι αυτά σ’ ένα αυτοβιογραφικό κείμενο. Αλλά και ο αρχηγός του στρατού, ο Μπονάνος αυτά επεσήμαινε. Ο Σταύρος Ψυχάρης στο βιβλίο του «Τα παρασκήνια της Αλλαγής» έγραφε πως «λίγα 24ωρα μετά την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει.Πρώτα-πρώτα δεκάδες χιλιάδες επιστρατευμένοι Έλληνες έχουν καταταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις και είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν θα υπακούσουν σε διαταγές των "ολίγων αφρόνων"». Και ακόμη « το απόγευμα της 23ης Ιουλίου. [...] Το ποτάμι είχε ξεκινήσει και θα έπνιγε όποιον τολμούσε να αντισταθεί στον ρου που ακολουθούσε. Γι' αυτό και δεν υπήρξε αντίδραση από εκείνους που κάθε άλλο παρά ήθελαν την αλλαγή ή από εκείνους που ήθελαν κάποια άλλη «προσχεδιασμένη» μεταβολή».
Πριν το κενό εξουσίας γίνει αισθητό σε όλη τη χώρα, είχε εμφανιστεί μέσα στο στράτευμα. Το πνεύμα της ανοιχτής αμφισβήτησης του καθεστώτος και το αίτημα να φύγει η χούντα έτρεχε και στις πλατείες στις οποίες από τις 23 Ιουλίου άρχισε να συγκεντρώνεται κόσμος. Γράφει ο Γεώργιος Ράλλης: «Περνώντας από την πλατεία Συντάγματος, είδα το πλήθος που ήταν μαζεμένο εκεί και σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν για τα πλήθη αυτά μ’ ένα απλό νεύμα να καταλάβουν τη Βουλή. Θα τελείωνε αμέσως η υπόθεση».
Αν απαντήσουμε κυριολεκτικά θα πούμε όχι. Δεν είναι ακριβές γιατί η χούντα έπεσε το 1974, οκτώ μήνες αργότερα. Οι διαστάσεις όμως μιας εξέγερσης δεν είναι μόνο οι ορατές, δηλαδή ο κόσμος στους δρόμους και η κατάληψη κτηρίων. Είναι και ψυχολογικές και νοητικές ανατροπές που σε κάνουν να βλέπεις τον κόσμο και τα γεγονότα διαφορετικά. Το φοιτητικό κίνημα των τελευταίων δυο χρόνων της δικτατορίας βασίστηκε σε μια ευρύτερη αλλαγή στάσης απέναντι στο καθεστώς. Κολυμπούσε, τροφοδοτούνταν και τροφοδοτούσε αυτή την ευρύτερη αλλαγή στάσης απέναντι στη δικτατορία.
Η ίδια η κατάληψη του Πολυτεχνείου και η αιματηρή καταστολή της μεγάλωσε το ψυχολογικό χάσμα με τη δικτατορία. Από αυτή την άποψη το Πολυτεχνείο υπήρξε πράγματι η καταλυτική στιγμή της δικτατορίας. Το σύνθημα αυτό που τόσο κατηγορήθηκε εμπερικλείει μια αλήθεια που συνδέει την κατάλυση της δικτατορίας με τις λαϊκές κινητοποιήσεις.
Η Μεταπολίτευση δεν ήταν μια διευθέτηση ανάμεσα στις ελίτ που θα ‘θελαν να εξορίσουν το λαϊκό στοιχείο από την Ιστορία. Και ακόμη, η Μεταπολίτευση δεν ήταν στιγμιαία. Και δεν ήταν ενός ανδρός (του Καραμανλή) επίτευγμα. Χρειάστηκαν συνεχείς αγώνες εκδημοκρατισμού, και το Πολυτεχνείο εκπαίδευε και ενέπνεε για αυτούς τους αγώνες. Ακόμη και απονευρωμένο, όπως στις σχολικές γιορτές, ήταν ένα εκπαιδευτικό παράδειγμα δημοκρατίας και αυτοθυσίας.
Όταν διατηρείς κλούβες και πάνοπλους αστυνομικούς μέσα στα Πανεπιστήμια, όταν το καθεστώς των υποκλοπών επαναλαμβάνει τη δικτατορία των παρακολουθήσεων και την εποχή των φακέλων φρονημάτων, όταν επανεμφανίστηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης στα νησιά (τώρα για τους μετανάστες), όταν κατηγορείσαι για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και για απάνθρωπα pushbacks, όταν ελέγχεις ασφυκτικά την ενημέρωση, όταν γλιστράς σε ακροδεξιές αξίες, τότε πρέπει να αποσυνδέσεις τα θεμέλια του καθεστώτος και από τη Μεταπολίτευση και από το Πολυτεχνείο.
Από την άλλη, ο κίνδυνος για τη δημοκρατία που εκφράζουν όλα αυτά, οι πράξεις και οι παραλείψεις της κυβέρνησης, το ύφος και το ήθος της εξουσίας, ανακαλούν τα ιστορικά θεμέλια της τωρινής μας δημοκρατίας που είναι το Πολυτεχνείο και οι αγώνες για τη Δημοκρατία στη Μεταπολίτευση.