Απόκρημνες ελπίδες. Μια χώρα του πουθενά και πουθενά χώρος. Βρωμιά, σιχαμένες ανταλλαγές , οικοδομές στην έρημο, ένδοξες τσιμεντοζώνες, χέρσοι δρόμοι, κυνηγημένος έρωτας, κυνηγημένα όνειρα, ίχνη στο χώμα και στην καταραμένη λάσπη που κανείς δεν τα είδε, που ήρθε και τα μπάζωσε κάτω από χυδαίες μίζες.
Ονειρεύτηκα τον μελισσοκόμο. Μπερδεμένο ν΄αλλάζει password, να επισκέπτεται τον εικονικά ιδιωτικό του χώρο, ν΄αλλάζει προφιλ, να διαγράφει όλα όσα δεν ταιριάζουν. Ν΄ανεβάζει τοίχους, να χτίζει τείχη. Είχε πρόσωπο, τώρα απέκτησε και μούρη. Ένας άνθρωπος που χάνει λίγο λίγο τα ίχνη του, που ίσως δεν θα υπάρχει καμιά ένδειξη καν ότι υπήρξε. Ένας ακόμα που αγαπήθηκε για όσα δεν σκέφθηκε και για όσα δεν είπε. Κανείς δεν ανναρρωτιέται αν τους κάνει. Τους κάνει, είναι δεδομένο. Φτάνει που υπάρχει, που είναι εκεί. Γράφει επαναστάτους. Οργίζεται. Τόσο όσο. Αφού έχει τοίχο. Αφού έχει γίνει τοίχος.
Δεν είχε τ΄όνειρο καμιά έυκολη απάντηση. Είχε ψηφιακές επαφές, είχε γραπτά γέλια χαχαχαχα , είχε και το share σε κουμπί. Είχε και κάποιους μετανάστες στο δρόμο , απ΄αυτούς που κατάφεραν να φθάσουν πριν γίνουν κοράλια. Είχε και σένα , είχε και μένα. Αναμενόμενα, διαδικαστικά, αδιάφορα. Μάθαμε να το λέμε ''φυσιολογική εξέλιξη των γεγονότων''. Κάτι σαν, σιγά σιγά γίνομαι αόρατος. Αρχίζω να συμφωνώ μ΄αυτούς που δεν υπάρχουν σε κανένα δρόμο, σε καμιά συζήτηση, σε κανένα κρεβάτι, σε κανένα τηλέφωνο, σε καμιά λύπη, σε κανένα φιλί, σε καμιά ζωή.
Πες μου θυμάσαι ακόμα εκείνο το ηλιοβασίλεμα; Πορτοκαλί. Ο ήλιος, αθεράπευτα εγωιστής, στέκεται μια τόση δα , πελώρια στιγμή. Μπλέκονται στα μαλλιά του τα συναισθήματα μας. Και όταν έρχεται η σειρά του να μιλήσει πέφτει και πνίγεται στην θάλασσα. Ή να είναι ή να μην υπάρχει καθόλου. Λιγότερα δεν αντέχει.
Πες μου θυμάσαι εκείνο το φιλί στο τέλος της συναυλίας;
Τέτοιες μέρες στην χώρα του μελισσοκόμου μετράνε ευχές. Ποιές μπήκαν στο αρχείο; Ποιές άλλες να κάνουμε; Πόσο πήρε να γίνουν κολάσεις οι πόλεις μας; Μέρη που μεγαλώσαμε, που αγαπήσαμε, που αγαπηθήκαμε. Μήπως γνωρίζαμε αντοχή υλικών όταν τα χτίζαμε; Τι να πρωτοευχηθείς;
Να ευχηθείς λίγη ακόμα αξιοπρέπεια; Λίγο ακόμα ήλιο στην μοίρα ; Να λιγοστέψουν οι ενοχές ; Να αναγνωρίσουμε καλύτερα τον ήλιο ; Να δούμε τα καλοκαίρια σαν δυνατότητες να υπάρξουμε; Nα μην παραδινόμαστε στους χειμώνες; Να πάψουμε επιτέλους να ιδιωτεύουμε πνιγμένοι στις συγνώμες;
Την είδα στο τέλος του ονείρου. Γραμμένη κάτω από τα κλειστά πατζούρια ενός απ΄αυτά των τελευταίων μηνών, ερειπωμένου σπιτιού. Κεφαλαία , μαύρα γράμματα. ''ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠ΄ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΜΑΘΑΜΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΧΩΡΙΑ''. Γύρισα την πλάτη και προχώρησα. Όπως γυρνάς την πλάτη σου, στην πλάτη του και το πρωί έχεις δουλειά και στις και μισή κάπου έχεις να βρεθείς,. Πάντα. Γύρισα και έφυγα. Ίσως να μην περίμενα να έχουν οι άμυνες τον πρώτο λόγο στην ζωή μας.
Να μην βρισκόμαστε κάπου αλλού πάντα.
Να μην ζούμε χωριστά.
Να μην πεθαίνουμε χωριστά.
Να μάθουμε να ζούμε.
Όνειρο είναι μην το πιστεύεις μου είπαν. Δεν ήταν όνειρο. Ευχή ήταν. Και το σπίτι που ήταν γραμμένη, ήταν απ΄αυτά που έχουν μια μικρή δροσερή αυλή στο βάθος. Απ΄αυτές που σε κάνουν τον φόβο σου να ξεχνάς. Φτάνει να την δεις.
Καλή χρονιά να έχουμε.