μιλάνε στο messenger. Κάποιοι λίγοι ξεμείνανε στα sms. Στέλνουμε φωτογραφίες το ποτό που πίνουμε, τα λουλούδια στη βεράντα, την γάτα, τα μαλλιά, τα πόδια μας, τα βαμμένα νύχια μας. Ζορίζουμε το μυαλό μας να γράψει κάτι καλό. Να πούμε κάτι που είδαμε, κάτι που σκεφθήκαμε. Να παραμείνουμε εδώ γύρω. Να μην εξαφανισθούμε. Γράφουμε ''αχ'' και πατάμε γκλιν να φύγει. Αχ, γκλιν, στάλθηκε, παραδόθηκε, διαβάστηκε. Στον πραγματικό κόσμο οι περισσότεροι προσαρμοζόμαστε. Τα βράδια φευγαλέα κοιτάμε τη πράσινη τελίτσα για να δουμε όσους είναι ακόμα μέσα. Μοιάζει με βόλτα στο κατάστρωμα πλοίου που ταξιδεύει βράδυ. Δεν σε παίρνει ο ύπνος και ρίχνεις μια ματιά να δεις ποιοι άλλοι είναι άγρυπνοι κι αυτοί. Μπορεί ποιος ξέρει να ξέμεινε κανένας φίλος ή κανένας ''τι θέλεις εσύ βραδιάτικα''. Στον πραγματικό κόσμο αυξάνονται ραγδαία τα chat, λιγοστεύουν οι κουβέντες, φτιάχνοντας μια αλληλουχία σχέσεων που δημιουργούνται με την ίδια ευκολία που χαλάνε. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται σε λίγα τετραγωνικά του δρόμου.
Στο φανταστικό κόσμο πάμε βόλτες στους δρόμους, τις έναστρες νύχτες. Μαστορεύουμε ξύλινες βάρκες σε χρωματιστά καρνάγια. Μαζεύουμε ναρκισσάκια σε απόκρημνα παραθαλάσσια βράχια. Στο φανταστικό κόσμο καθόμαστε στις αποβάθρες, πάνω στις εφηβικές βαλίτσες μας και περιμένουμε τα πλοία της γραμμής για την Αμοργό. Στρέφουμε περήφανα το βλέμμα στο ένδοξο μέλλον. Στον φανταστικό κόσμο οι σκέψεις στέκουν έξω από τη πόρτα του σπιτιού αδέσποτες, βρεγμένες μέχρι το εσώρουχο. Στον φανταστικό κόσμο τα μάτια γυαλίζουν από ευτυχία.
Στον αληθινό κόσμο, η δροσερή μυρωδιά του νερού ανακατεύεται με τη σκόνη του δρόμου και αφήνει το άρωμα που δίνει η ψυχή στο χώμα και το κάνει άνθρωπο. Στην αληθινή ζωή ο ήλιος όταν προβάλλει μέσα από τα σύννεφα ειναι πιο δυνατός κι απ΄την λιακάδα. Η γλυκιά μελαγχολία αντί να σε σταναχωρεί σε δυναμώνει.
Oι κόσμοι αυτοί τρέχουν παράλληλα. Ο καθένας ζει σε όποιο κόσμο διαλέξει. Κάπου ανάμεσα, χωρίς λύση, χωρίς εξήγηση, σωστή απάντηση. Ο καθένας ζει σε όποιο κόσμο αντέχει.