Για να παραμείνει ευτυχισμένος τo έκρυψε καλά. Αγώνα έδινε μονάχα για να το βρίσκει εκείνος ο ίδιος. Αν το έχανε ήξερε πως θα ήταν όπως παλιά, τότε που ζούσε σ΄ένα κουτάκι άδειο. Τότε που σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του και έδειχνε την ευτυχία από μακριά. Έτσι όμως όποιος κάνει, ξεχνάει την ευτυχία του.
Τα ήξερε αυτά καλά. Όπως και πως ζήλεια προκαλεί μονάχα στους ομοίους του γιατί οι ξεχωριστοί έχουν το δικό τους κουτάκι πάνω από το ύψος των ματιών του και δεν τους βλέπει όσο κι αν τεντώνεται.
Είχε καταλάβει πια πως όσο κι αν τους προκαλέσει να δουν το άδειο κουτάκι του, εκείνοι έχουν κλείσει το δικό τους και δεν ακούν τίποτα. Και ας γύρναγε φωνάζοντας με ντουντούκα στις γειτονιές ''έχω ένα μεγάλο κουτάκι ευτυχίας''. Και ας έγραφε με μεγάλα γράμματα την λέξη ευτυχία. Το κουτάκι μίκραινε και αυτός μαζί. Και όσο πιο πολύ κόσμο μάζευε να δει την ευτυχία του, τόσο πιο μόνος ένιωθε και όλο περισσότερο έμοιαζε σαν δολοφόνος μιας πιθανά μεγάλης ευτυχίας.
Το κουτάκι της αληθινής ευτυχίας το βρήκε μέσα στον ίδιο καιρό. Στα καλοπλυμένα και καλοχτενισμένα καθημερινά. Με το ούτε τους περισσότερο, ούτε τους λιγότερο. Με το τόσο τους. Σαν μια στάλα ήταν το κουτάκι. Και αλήθεια μια στάλα είναι τα χρόνια που ζούμε μπροστά σ΄κείνο το επ΄άπειρον που θα θέλαμε να ζούμε. Αυτό που περιμένουμε σαν καθυστερημένη ποθητή είδηση ακόμα και την τελευταία μας στιγμή.
Άρχισε να κάνει ησυχία, ν΄αποκτά ισορροπία.Ακόμα και όταν έχανε το δρόμο για την κρυψώνα έκανε πάλι ησυχία. Έψαχνε τότε στους χάρτες που αφήνουν τ΄αλάτια της θάλασσας στα πουκάμισα. Περπατούσε σε μονοπάτια μουσικών λέξεων μέχρι να μπορέσει ξανά να συννενοηθεί με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό του χωρίς φασαρία.
Ηξερε πως οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν κάνουν φασαρία. Δεν γράφουν με μεγάλα γράμματα, δεν κουνούν χέρια και πόδια για να τους προσέξουν. Έχουν συνείδηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται και απλά την σέβονται.
Η ευτυχία κάνει ησυχία.