Τίποτα δεν πάει χαμένο στην χαμένη μας ζωή. Κοιτά την κάμερα 3 κατάματα και δακρύζει. Μετά την κάμερα 2 και σηκώνει την γροθιά. Ο κόσμος συγκινείται. Η εκπομπή συνεχίζεται, κερδοφορεί. Ο κύριος Χ χειροκροτείται. Οι παλάμες κατακόκκινες από το χειροκρότημα, ελευθερώνονται και σφίγγουν την παλάμη του διπλανού. Οι τηλεθεατές, οι θεατές, το πλήθος, το κοινό αγαλιάζει και ονειρεύεται μια πλατεία. Ο κύριος Χ αφήνει για το τέλος να πει ένα αστείο. Να χαλαρώσει η διάθεση. Να αποφευχθεί η πολλή συγκίνηση. Δεν ξέρεις καμιά φορά που σε βγάζει. Να μην χαθούμε στην μετάφραση των αντιφάσεων.
Το αστείο πιάνει. Πάντα πιάνει. Έχει τους κανόνες του το παιχνίδι της δημοσιότητας. Το πλήθος γελάει. Ξεκαρδίζεται στα γέλια, σαν να μην έχει γελάσει ποτέ ξανά. Ευκαιρία δευτερολέπτου να ζήσει.Όσο κρατάει μια τζούρα από ένα τσιγάρο. Ο κύριος Χ είναι ο άνθρωπος μας , είναι ο επαναστάτης που δεν μπορέσαμε να γίνουμε εμείς. Ο δούρειος ίππος στην καρδιά του συστήματος. Δεν σε άκουσα τι λες; Θέλεις να βγεις από το σύστημα; Άσε ρε φίλε για κουκίδες μας μιλάς;
Τα φώτα σβήνουν. Οι κάμερες σταματούν. Ο κόσμος φεύγει, γλυστρά στα μικρά, στα καθημερινά και στ΄ασήμαντα. Ο κύριος Χ βγάζει τα ρούχα της δουλειάς, ξεκολάει τα δάκρυα και τα βάζει στην θήκη που γράφει απ΄έξω ''εργαλεία για νοικοκοιραίους''. Μπαίνει στο καλογυαλισμένο σκούρο αμάξι με τα φιμέ τζάμια και αναπτύσει ταχύτητα. Να φύγει, να ξεκολήσει από τους απλούς ανθρώπους. Δεν αντέχει άλλη επαφή μαζί τους. Θα γυρίσει σπίτι του, θα βάλει το ουισκάκι του, θα κάνει τα τηλεφωνήματα του με το σμαρτφόν του, θα μιλήσει με τους αριθμούς του. Μετά θα γίνει λίγο γονιός, άνετος σαν αυτούς που βλέπουμε στις γαλλικές ταινίες. Θα ξαπλώσει στην μπαμπουδενια πολυθρόνα του και στο εναλλακτικά ημιφωτισμένο σπίτι του και θα μιλήσει με το παιδί του για λίγα λεπτά. Με το μοναχικό παιδί, με το πληγωμένο παιδί. Δύο χτυπήματα στην πλάτη, μπορεί και ένα στίχο του Σεφέρη. Και η ζωή θα συνεχιστεί.
Από την άλλη στους συρμούς , στις στάσεις και στις πλατείες, οι κάτοικοι αυτής αλλά και της άλλης πόλης τρέχουν από συνήθεια. Μπορεί από την όρεξη και την βιασύνη στα χρόνια της ευφορίας να έμεινε κουσούρι. Τρέχουν οι άνθρωποι έτσι. Σαν καθημερινό ραντεβού με την αλλοτινή ευτυχία τους. Και αυτή να μην έρχεται στη συνάντηση ποτέ. Είχε έρθει άραγε ποτέ στο ραντεβού; Το βράδυ κάθονται στην άκρη του κρεβατιού τους, στην άκρη του μπαρ , στην άκρη του δρόμου, στην άκρη του γκρεμού και ξεφυσάνε τις ίνες που έχουν αποσυνθέσει τα έλκη τους. Αιωρούνται στην πτώση. Οι ιδέες αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια και ποτέ δεν μπαίνουν μέσα.
Αυτά τα προεκλογικά λευκά μάρμαρα του συντάγματος σε χωρίζουν από το βαγόνι που κάθε μέρα σε πάει σπίτι σου. Θες δεν θες κάποια στιγμή από κει θα περάσεις. Εκεί έξω συναντάς συνήθως τα παιδιά που πουλούν την Σχεδία. Να σου πω την αλήθεια θα προτιμούσα το περιοδικό να το ονομάσουν '' Σα δε ντρέπεστε''. Να δίνουμε 3 ευρώ για να εξαγοράζουμε τις ενοχές μας. Μετά μ΄ένα μακροβούτι στα έγκατα της γης θα βρεθείς στην πλατφόρμα και θα περιμένεις το βαγόνι σου. Αυτό που θα σε πάει κοντά στο δικό σου παιδί. Αυτό που περιμένει την κουβέντα, το χάδι, το βλέμμα σου. Όχι για να καλύψει την μοναξιά του.
Η μοναξιά δεν καλύπτεται με ανθρώπους. Δεν είναι τρύπα, είναι εξόγκωμα. Αλλά για να συνεχίσει. Να σχηματίσει ικανότητα να φτιάξει νόημα. Μπορείς να του δώσεις; Νόημα; Να συνεχίσει η ζωή. Να μην καταστραφεί άλλη μια γενιά.
Μετακινείς το βάρος σου από το ένα πόδι στο άλλο. Ακούς το τραίνο να πλησιάζει. Κοιτάς όλο αυτό τον κόσμο δεξιά κι αριστερά. Κρατάνε όλοι από 'ενα κομμάτι βαμβάκι και ψάχνουν για λίγο μπεταντίν.