Την έβρισκε να πίνει τον καφέ της, να κόβει τα ξερά από τα φυτά στο μπαλκόνι ή να έχει αρχίσει το μεσημεριανό. Έπιανε και της έλεγε τι είχε δει στον ύπνο του. Συχνά τα όνειρα ήταν εφιάλτες. Ξύπναγε ιδρωμένος. Όνειρο ήταν, μονολογούσε και ξανακοιμόταν. Έβρισκε η Μαρίνα τον τρόπο και του έπαιρνε την στιφάδα του ονείρου το πρωί.
Ωραία περνούσαν οι δυο τους. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Κάνανε τα δικά τους τώρα. Κυριακάτικες αποδράσεις, βόλτες τα πρωινά του Σαββάτου στα βιβλιοπωλεία και στα δισκάδικα, τσιπουράκια. Όλα όπως παλιά, όλα ανέπαφα δεν τα χόρταιναν. Τα μέρη αλλάζανε, αυτοί όχι. Τα μαγαζιά κλείνανε, αυτοί όχι. Επέμεναν. Είχε ένα τρόπο η Μαρίνα να κρέμεται από το μπράτσο του. Έριχνε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι, γυρνούσε, τον κοιτούσε, γελούσε και συνέχιζαν την βόλτα τους. Μια ζωή, μια μεγάλη βόλτα.
Πήγαινε και στην αγορά. Ήξερε από που ν' αγοράσει το καλό κρέας, τα φρούτα, το ψάρι. Για τα καλοκαίρια είχαν το τροχόσπιτο. Κλείνανε το σπίτι απλά απλά και φεύγανε. Ήξεραν που να πάνε. Σταματούσανε κάτω κάτω στην θάλασσα. Θα μένανε εκεί βδομάδες. Τα απογεύματα βγάζανε τις καρεκλίτσες τους και περιμένανε το ηλιοβασίλεμα. Βούταγε ο ήλιος στη θάλασσα και έσβηνε μέχρι το άλλο πρωί.
Μια ζωή αγαπούσε το διάβασμα και την μουσική. Βιβλία και δίσκοι παντού μέσα στο διαμέρισμα. Βάλανε ραφάκια ακόμα και στο διάδρομο και στο λουτρό. Πιο πολύ αγαπάς αυτά από μένα, γκρίνιαζε καμιά φορά η Μαρίνα. Την κοίταγε τότε αυτός με το βλέμμα του ντράμμερ που βγήκε να παίξει στη συναυλία και βρήκε την παγκέτα του σπασμένη. Οι φίλοι μου είναι, της έλεγε.
Στο διάδρομο η ποίηση. Στην βιβλιοθήκη ξένη και ελληνική λογοτεχνία. Στην κουζίνα και στο καθιστικό δίσκοι, cd, κασέτες. Τα απογεύματα της Κυριακής της διάβαζε αποσπάσματα. Τα βράδια της έφτιαχνε μουσικό πρόγραμμα και μοχίτο. Μύριζε δυόσμο το διαμέρισμα. Τις αργίες, τις απεργίες και τις εθνικές γιορτές της κολλούσε αποσπάσματα στον καθρέφτη του λουτρού.
''Θα περάσετε από πάνου
απ΄τη θάλασσα του κόσμου
σαν πνοή
μαλακώτατου μαϊστρου,
που το πλάθει ως και το κύμα
κάνοντας το μιας παρθένας
λυγερής κορμί''
Κωστής Παλαμάς
Η Μαρίνα έφυγε αναπάντεχα. Από τότε η ζωή έγινε μονότονη και οι εφιάλτες δεν ήταν όνειρα όταν ξυπνούσε. Εξακολούθησε να πηγαίνει στην αγορά, στα βιβλιοπωλεία και στα δισκάδικα. Στο τροχόσπιτο όμως δεν ξαναμπήκε. Το κλείδωσε, το σκέπασε μ΄ένα πλαστικό και το άφησε στο χωριό. Δύσκολο πράγμα η μοναξιά. Γυρνώντας μια μέρα από την καθιερωμένη του βόλτα, με δυό καινούργια βιβλία και ένα δίσκο στην σακούλα, κάθησε στο παγκάκι του Κήπου να πάρει μια ανάσα. Εκεί ανάμεσα στα νερά που πετούσε το συντριβάνι την είδε να κάθεται στην καρεκλίτσα της φορώντας το κόκκινο μαγιώ της. Σαν τότε μπροστά από το τροχόσπιτο. Κρεμάστηκε από το μπράτσο του. Αχ βρε Μαρινάκι να ζούσες. Να πηγαίναμε και εκείνο το ταξίδι στην νότια Γαλλία που τόσο θέλαμε και δεν πήγαμε, της είπε.
Σηκώθηκε. Πήρε τις σακκούλες με τα βιβλία και το δίσκο και γύρισε στο σπίτι. Στο σπίτι τους. Αυτό το γεμάτο με αγαπημένες ανάσες και φίλους.