Περνούσε πάντα από το Φάρο και δοκίμαζε να δει μήπως είχαν κατά τύχη ξεκλειδώσει την πόρτα του. Δεν μπορούσε να πει σε κανέναν πως κάθε φορά που δοκίμαζε την πόρτα ένιωθε περισσότερο άνθρωπος. Αυτή η δοκιμή έκρυβε μια ανεξήγητη ελπίδα. Ο φάρος όμως παρέμενε κλειστός . Μετάθεσαν τον επιστάτη σε μια εμπορική αποθήκη και έκτοτε ο φάρος ερήμωσε.
Όταν μαζεύονταν οι μέρες και έπρεπε να επιστρέψει πετούσε τα πράγματα του ανακατεμένα στην βαλίτσα και έφευγε . Ήθελε όταν άνοιγε την βαλίτσα , η αταξία της να πιάσει όλο το σπίτι, να βγει στην βεράντα , να ξεφύγει σε όλη την γειτονιά, στους ανθρώπους και στις συνειδήσεις τους. Μαζί να ελευθερωθεί και η μυρωδιά του νησιού , τα κελαιδίσματα των πουλιών , ο παφλασμός των κυμάτων , τα χρώματα της ανατολής. Όλοι οι ήχοι και οι μνήμες. Να συμπαρασυρθούν μέσα στην αταξία όλες οι διαφορές και να μηδενιστούν οι αποστάσεις. Να μάθουν όλοι οι γείτονες τα πάντα από την αρχή και να μην βρίσκουν είσοδο τα επιφανειακά να εισχωρούν στο βάθος τους. Να γίνει το καλοκαίρι αντίδοτο της άλλης μέρας.Αυτό όμως το καλοκαίρι δεν ήταν σαν τα άλλα. Χάθηκαν πολλά. Άνθρωποι, ευκαιρίες, έρωτες.
Λίγες μέρες πριν φύγει το αποφάσισε. Μάζεψε τα εργαλεία που του χρειαζόταν και ένα βράδυ με μεγάλο φεγγάρι , πήγε κρυφά στο φάρο και τον επισκεύασε. Αργοί , κόκκινοι παλμοί ξεχύθηκαν ξανά στο λιμάνι. Εκείνο το χάραμα η ελπίδα ήταν ακόμα πιο μεγάλη και εκείνος ένιωθε λίγο ακόμα πιο άνθρωπος.
Όταν οι άλλοι είδαν τον Φάρο να δουλεύει δεν το πίστευαν από την χαρά τους. 'Οπως δεν πιστεύουν τα καράβια την προαιώνια υπόσχεση που τους δίνει ένα λιμάνι. Πως όταν επιστρέψουν από τα μακρινά ταξίδια τους , η καρδιά του θα κτυπάει ακόμα γι αυτά με ρυθμικούς , κόκκινους παλμούς από το πιο ψηλό σημείο του φάρου. Και πως θα μπορέσουν ξανά με ασφάλεια να αγκυροβολήσουν στην αγκάλη του. Όχι σαν σύμβουλος, ούτε σαν καθοδηγητής αλλά σαν πατρίδα.
Πιο ήσυχος από ποτέ με την ακατάστατη βαλίτσα στο χέρι του, ξεκίνησε για τον χειμώνα του.