της Αννιτας Λουδαρου
Κάποιοι πάει τρεις και τέσσερις για να κοιμηθούν. Από τα ανοικτά πατζούρια μπορείς να τους δεις να βουλιάζουν σε πολυθρόνες ακούγοντας μουσική ή σκυφτούς σε υπολογιστές να πληκτρολογούν. Να διαλέγουν τραγούδια ή να περνούν από τις σελίδες των φίλων τους για να δουν τα τελευταία.
Να επιλέγουν να ακούσουν τις μουσικές που διάλεξαν, τις φωτογραφίες που ανέβασαν, τα λόγια που έγραψαν. Μοιάζει να κάνουν βόλτα μέσα στη σιωπηλή νύχτα στο κατάστρωμα ενός πλοίου. To πλοίο προχωράει με σταθερή ταχύτητα στον προγραμματισμένο προορισμό του, οι επιβάτες κοιμούνται στις καμπίνες ή στο κατάστρωμα σε υπνόσακκους και αυτοί ξενυχτούν νυχτοπατώντας δίπλα τους.
Οι άνθρωποι αυτοί συνήθως σιωπούν ή φλυαρούν πολύ. Στα όνειρα τους ερωτεύονται. Θυμώνουν εύκολα και αγοράζουν ανελλειπώς παχιές εφημερίδες. Εξομολογούνται τις προσωπικές τους ιστορίες στο στομάχι τους. Δεν κοιτούν έξω από το παράθυρο ακόμα κι όταν η σιγαλιά της νύχτας διακόπτεται βίαια από το θόρυβο κάποιων τακουνιών στο πεζοδρόμιο. Φοβούνται μήπως περνά ο έρωτας της ζωής τους και δεν τον προλάβουν. Αγαπούν τον έρωτα. Δεν του βάζουν ταμπέλες ούτε τον τοποθετούν σε βιτρίνες. Φοβούνται το χρόνο παρόλο που γερνούν ωραία. Μάταια συνεχίζουν να ψάχνουν τα άκρα που ξέφυγαν. Κάποιες φορές γίνονται πρόστυχοι. Συχνά τους παίρνει ο ύπνος με τα ρούχα και ίσα ίσα που προλαβαίνουν να κλείσυν το φως λίγες ώρες πριν χαράξει ξανά και πρέπει να σηκωθούν για την δουλειά. Κοιμούνται μόνοι.
Τα γραφεία τους είναι γεμάτα χαρτιά. Χάρτινοι, φθαρμένοι φάκελοι με σημειώματα, στιχάκια, άρθρα. Σπάνια κρατούν αναμνηστικά. Τους αρκούν τα δικά τους αποσπάσματα. Έχουν ένα, το πολύ δυο φίλους αλλά καλούς. Είναι κοινωνικοί, πολλές φορές η ψυχή του πάρτυ. Πάντα έχουν να πουν μια είδηση που πέρασε απαρατήρητη, ένα αστείο για να ξεκαρδιστείς. Έτοιμοι να πουν συγνώμη. Ξέρουν τα πάντα για τη μουσική.
Στο στήθος τους χοροπηδάνε άλογα. Άλογα που όμως δεν τα ακούς ποτέ. Ίσως μόνο καμιά φορά όταν τους συναντήσεις τυχαία στο δρόμο, μέσα στο ειλικρινές χαμόγελο τους ίσως ακούσεις τον απόηχο του ποδοβολητού των αλόγων που δεν βλέπεις και που όμως είσαι σίγουρη πως υπάρχουν. Είναι όμορφοι άνθρωποι. Αξιοπρεπείς. Διαφορετικοί. Καθώς οι άνθρωποι δέχονται μόνο όσα γνωρίζουν, δεν τους καταλαβαίνουν. Όμως οι ίδιοι δεν ζητούν ειλικρινά καμιά απολύτως κατανόηση από τρίτους.
Τέτοιες μέρες αναπολούν τις καλύτερες στιγμές της χρονιάς που φεύγει. Σταματούν σε ακροάσεις αγαπημένων ραδιοφωνικών εκπομπών. Όταν η βραχνή φωνή του παραγωγού γέμιζε το μοναχικό τους δωμάτιο. Σε κάποιες τυχαίες συναντήσεις στο δρόμο. Εκεί που αγαπάς το συναίσθημα που ξεπηδά περισσότερο και από τον ίδιο τον άνθρωπο που συναντάς. Κάποιες στιγμές που έπιναν το κρασάκι τους μόνοι ή που διάβαζαν το βιβλίο τους στην άκρη της θάλασσας, απολαμβάνοντας την στιγμή και όχι την οθόνη του κινητού τους... Κι άλλες πολλές τέτοιες μοναχικές στιγμές, μοναχικών ανθρώπων που αγάπησαν την μοναξιά τους χωρίς ενοχές και εμπόδια. Άνθρωποι που η καλύτερη ιστορία της ζωής τους, ήταν η ίδια τους η ζωή. Που αγαπήθηκαν από λίγους τρελλούς ή ποιητές, ενώ για τους πολλούς παρέμειναν παράξενοι ως το τέλος. Ένα τέλος που από την αρχή γνωρίζουν και ίσως γι΄ αυτό ζουν τα πάντα ολόκληρα, ακέραια και μελαγχολικά.