Της Αννιτας Λουδαρου
Φοιτήτρια ζούσα σ΄ένα σπίτι που δεν κλειδώναμε την πόρτα ποτέ. Βγαίναμε να πάμε στη σχολή κι αφήναμε την πόρτα ανοικτή.
Έβαζε όποιος ήξερε το χέρι του ανάμεσα στο τζάμι και στη καγκελιά, τράβαγε το σύρτη, στρογγυλοκαθόταν στο ριγέ, ολίγον ξεχαρβαλωμένο καναπέ και τη μοναδική πολυθρόνα που είχε το σπίτι και μας περίμενε να γυρίσουμε. Εμένα και την συγκάτοικο την γιατρίνα.
Κρύο νερό είχε πάντα το ψυγείο. Ένα δυο γεμιστά που ξέμειναν και φέτα. Είχαμε πολλά χρωματιστά κεριά στο τραπέζι. Το χειμώνα ανάβαμε τα κεριά και το δωμάτιο πλημμύριζε από λεπτές μυρωδιές κέρινης λεβάντας. Στερεώναμε τα κεριά σε γυάλινα βαζάκια από μέλι. Δάκρυζαν τα κεριά σε χρωματιστά δάκρυα και γέμιζαν τα γυάλινα βαζάκια αρωματικά δάκρυα. Για μια ζωή που κοιτάζαμε κατάματα χωρίς φόβο, μόνο με πάθος. Για μια ζωή που απλωνόταν μπροστά στα πόδια μας τεράστια, πολύχρωμη, υγρή. Έτοιμοι να την διαβούμε με την ορμή της νεανικής μας καρδιάς να πάλλεται στη διαπασών. Το λουτρό μας, κάτω από την σκάλα του πάνω διαμερίσματος, μας υποδεχόταν για ντουζ μόνο σκυφτές και τους ιδρώτες μας με ένα λάστιχο κήπου που έπαιζε το ρόλο του τηλεφώνου. 'Εκτοτε έχω βρεθεί σε πολλά πολυτελή λουτρά, με απαστράφοντα πλακάκια και είδη υγειινής. Μονάχα εκείνο το 2 τετραγωνικά λουτρό αναγνωρίζω.
Στις εξεταστικές περνούσαν οι φίλοι να ξελαμπικάρουν. Καθόμασταν στα σκαλάκια. Κάσου και Ρόδου γωνία το σπίτι στη Πάτρα. Στην Ρόδου τα σκαλάκια. Τρια τα σκαλάκια, πολλοί οι φίλοι. Δεν χωράγανε όλοι, καθόντουσαν και στα περβάζια των παραθύρων. Στο διάδρομο αυτού του σπιτιού γέννησε η Παρδάλω τα γατάκια της. Εννιά ώρες γεννούσε, πέντε γατάκια στη χαρτόκουτα υπό την φροντίδα της συγκατοίκου. Το τελευταίο γατί το ονομάσαμε ''Αυτόνομο'' γιατί γεννήθηκε χωρίς σπρωξιά από την αποκαμωμένη μάνα του. Έτσι μ΄ένα μπλουμ και γκουχ βγήκε αυτόνομα. Μόνο όταν πια είχε βγει, γύρισε η μάνα του και του έδωσε ένα ξέπνωο φιλί γλυψίματος και καλωσορίσματος σε τούτο τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα. Μιλάγαμε για πολιτική τότε. Είχε το όραμα νόημα. Είχε χώρο η καρδιά. Δεν δεχόταν τις αδικίες. Γελάγαμε μέχρι δακρύων και τρώγαμε σε μαγειριά.
Τα καλοκαιρινά βράδυα που είχε πανσέληνο τραβάγαμε το τραπεζάκι στο αδιέξοδο και διαβάζαμε για την εξεταστική. Διαβάζαμε κάτω από την Πανσέληνο με ερωτευμένες, πυρακτωμένες καρδιές. Εκείνη Ουρολογία και εγώ το ''Ένα παιδί μετράει τ΄΄άστρα'' και τις ένα και δυο και τρια τότε Ωκεανογραφίες. Ακούγαμε από το κασσετόφωνο το Ederlezi, Cure, την Εκδίκηση της Γυφτιάς, Cave και Βαμβακάρη.
Πήραμε πτυχία με ξεκλείδωτες, φεγγαρολουσμένες καρδιές. Ακριβώς γιατί σπουδάσαμε στην επαρχία. Και αποφύγαμε. Γιατί αλήθεια είναι πως για να μεγαλώσεις με κάποιο τρόπο πρέπει να φύγεις. Να αποφύγεις.