του Σπύρου Κουταβά
«Η Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου δεν συνδέεται με την παρουσία και τα έργα του Τσάρου Σαμουήλ» που έδρασε στην ευρύτερη περιοχή της Πρέσπας τουλάχιστον για μια 15ετια. Αυτό αποδεικνύουν νεότερα στοιχεία της Αρχαιολογικής έρευνας, που ανακοινώθηκαν στο Συνέδριο για «το Πολιτιστικό απόθεμα και μνημειακό πλούτο των Πρεσπών» που έγινε Λαιμό της Πρέσπας στο πλαίσιο του διασυνοριακού προγράμματος Interreg – IPA CBC Ελλάδα – Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και που όπως φαίνεται αλλάζουν ορισμένα δεδομένα για την ιστορία του μνημείου όπως για παράδειγμα οτι ο Τσάρος Σαμουήλ συνδέεται με την κατασκευή του. Το ιστορικό αφήγημα που είναι γνωστό έως σήμερα λέει ότι η Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου κτίστηκε μετά το 986, από τον Τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ με σκοπό να στεγάσει το σκήνωμα του Αγίου Αχιλλείου, επισκόπου Λαρίσης, το οποίο είχαν μεταφέρει από τη Λάρισα τα βουλγαρικά στρατεύματα, μετά την ήττα τους από τους Βυζαντινούς στην μάχη του Σπερχειού (996 μ.Χ.) και την κατάληψη της πόλης. Επίσης ότι ορισμένοι τάφοι και λάρνακες που έχουν βρεθεί εντός του ναού από την ανασκαφική έρευνα του καθηγητή Νικολάου Μουτσόπυολου αποδίδονται στον Αγ. Αχίλλειο αλλά και σε σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής όπως τον ίδιο τον Τσάρο Σαμουήλ.
Ο Ανδρέας Τσώκας Αρχαιολόγος της εφορείας Φλώρινας με εξειδίκευση την Βυζαντινή περίοδο μιλώντας στο ΑΠΕ ΜΠΕ δηλώνει ότι «τα παραπάνω δεν ισχύουν» καθότι «δεν υπάρχει καμία αρχαιολογική ένδειξη που να συνδέει το συγκεκριμένο μνημείο με τα έργα και τις ημέρες του Σαμουήλ. Δεν υπάρχει το παραμικρό ανασκαφικό δεδομένο ένα νόμισμα η κεραμικό που να συνδέει τον συγκεκριμένο ναό με την εποχή που ο Σαμουήλ έζησε στην ευρύτερη περιοχή». Ο κ. Τσωκας διευκρίνισε ότι υπάρχει μόνο ένα μικρό ερωτηματικό για κάποιες τοιχογραφίες της κόγχης του ιερού όπου αναγράφονται οι έδρες των επισκόπων που υπάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας αλλά και αυτό είναι θέμα που χρήζει εκτενέστερης μελέτης.
Η Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου ως προς το μέγεθός της, την τοποθεσία της και με βάση όσα αναφέρουν οι πρωτότυπες Βυζαντινές πηγές είναι ένα σπουδαίο μνημείο που προσελκύει το ενδιαφέρον ιστορικών και Αρχαιολόγων από πολύ νωρίς. Ο Ανδρέας Τσώκας αναφέρει ότι πρώτα οι Ρώσοι δείχνουν ενδιαφέρον όταν το 1860 αρχίζουν να ψάχνουν την γύρω περιοχή της Πρέσπας, για ν ’ακολουθήσει 100 χρόνια μετά, το 1961, ο καθηγητής του ΑΠΘ Νικόλαος Μουτσόπουλος. Τα αρχαιολογικά ευρήματα και πολύ περισσότερο οι ερμηνείες γύρω από την ιστορία του ναού, αποτέλεσαν σημείο αντιπαραθέσεων σε ένα ευρύτερο βαλκανικό πλαίσιο κάτι που όπως αναφέρει ο κ. Τσώκας δεν αφορά τους Αρχαιολόγους γιατί «εμείς επιθυμούμε να δούμε μόνο τα ανασκαφικά δεδομένα του ναού και τις πληροφορίες που αυτά διασώζουν».
Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένα τα πολλά ερωτηματικά της επιστημονικής κοινότητας που είχαν προκαλέσει στο μακρύ παρελθόν οι ερμηνείες γύρω από τα ευρήματα της ανασκαφής του καθηγητή Μουτσόπουλου, ο Ανδρέας Τσώκας και ο συναδελφός του Δημήτρης Ασημακόπουλος αμφότεροι Αρχαιολόγοι της Εφορείας Φλώρινας, επανατοποθέτησαν στο μικροσκόπιο της έρευνας τους όλα τα ευρήματα από την πρώτη ανασκαφή έως και σήμερα καθώς και τις σχετικές ανακοινώσεις.
Τα στοιχεία που αναδιατυπώνουν το αφήγημα γύρω από τον Σαμουήλ και την σχέση του με την Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου σύμφωνα με τους ερευνητές είναι τρία. Ο τάφος εντός του ιερού που θεωρείται ότι ανήκει στον Αγ. Αχίλλειο, το μέγεθος του κτίσματος της Βασιλικής και η ανυπαρξία υπερώας εντός του ναού.
Ο κ. Τσώκας αναφέρει ότι το μέγεθος του μνημείου του Αγ. Αχιλλείου είναι τεράστιο, είναι μόνο λίγα μέτρα μικρότερο από αυτό την Βασιλικής του Αγ. Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη. Και αν η Βασιλικού ρυθμού μεγαλοπρέπεια του Αγ. Δημητρίου οροθετείται ως λατρευτικός χώρος μιας πληθυσμιακά ακμάζουσας Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, τι συμβαίνει με το κτίσμα του Αγ. Αχιλλείου; Ως μεγαλοπρεπής χώρος λατρείας ποιο κοινό εξυπηρετεί; Ο κ. Τσώκας αναφέρει ότι στο νησακι του Αγ. Αχιλλείου «δεν έχει εντοπιστεί κάποιος οικισμός που θα μπορούσε να υποστηρίξει την ύπαρξη ενός τέτοιου μνημείου». Επισημαίνει όμως ότι υπάρχουν συγκεκριμένα ανασκαφικά και αρχαιολογικά δεδομένα «που προσδιορίζουν την ύπαρξη ενός μεγάλου ναού, πριν από την Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου που ανήκει στην παλαιοχριστιανική εποχή, δηλαδή τον 6ο Αιώνα». Ο ναός θα καταστραφεί από μια λεηλασία των Αλαμανών περίπου το 1045 και τόσο οι πηγές όσο και η αρχαιολογική έρευνα δείχνουν ότι στην συνέχεια «έχουμε ανακαίνιση του ναού που δεν συνδέεται με τον Σαμουήλ αλλά μ’ έναν δραστήριο επίσκοπο, τον Θεοφράστου Αχριδών που στον Αγ. Αχίλλειο διοργανώνει Επισκοπικές και Αρχιερατικές Συνόδους».
Σε ότι αφορά το θέμα του τάφου του Αγ. Αχιλλείου που βρίσκεται εντός του ιερού, ο κ. Τσώκας αναρωτιέται για την σκοπιμότητα ύπαρξης του εντός του διακονικού, «αφού ο Σαμουήλ τον παίρνει μαζί του από την Λάρισα προκειμένου να τον τοποθετήσει σε μέρος που θα συνδέεται με την βασιλεία του και να είναι λαϊκό προσκύνημα στους υπηκόους του όταν στο ανατολικό Ορθόδοξο δόγμα δεν υφίσταται Προσκυνηματικός τάφος μέσα στο ιερό αφού η πρόσβαση στους λαϊκούς είναι απαγορευτική».
Ως προς το θέμα του υπερώου ο κ. Τσώκας ανέφερε ότι από την Αρχιτεκτονική μορφή του ναού «έχουμε Βασιλική χωρίς υπερώα καθότι δεν υπάρχει πρόσβαση η στοιχείο σκάλας που να οδηγεί στον πάνω όροφο».
Επίσης, τα μεγαλοπρεπή μνημεία όπως η Βασιλική του Αγ. Αχιλλείου είναι δαπανηρά έργα, χρειάζονται χρήματα, χρόνο, τεχνίτες και ανθρώπους που θα τα κατασκευάσουν, ενώ σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές ο Σαμουήλ δεν έμεινε στην περιοχή για πάνω από 15 χρόνια και αυτά όχι συνεχόμενα αφού βρίσκεται συνεχώς σε μια πολεμική κίνηση, κάνει εκστρατείες ενώ κάποια στιγμή μεταφέρει την εδρα του στην Αχρίδα. Ο κ. Τσώκας αναφέρει ότι γιαυτη την 15ετία «δεν έχει βρεθεί κάτι σε κεραμικό η νόμισμα από τα νομισματοκοπεία της εποχής που να συνδέεται με τον Τσάρο» ενώ στο ερώτημα εάν σε άλλες περιοχές την ίδια περίοδο υπάρχουν ευρήματα που συνδέονται η όχι με την παρουσία του, ανέφερε ότι «στην Αχρίδα έχουν βρεθεί νομίσματα που συνδέονται με αυτόν, ενώ στην περιοχή του Αμυνταίου μετά το 985 μ.Χ. υπάρχουν ανασκαφικά δεδομένα και νομίσματα από νομισματοκοπεία της εποχής που όμως δεν συνδέονται με τον Σαμουήλ».
Καταλήγοντας ο κ. Τσώκας σημειώνει ότι το συγκεκριμένο μνημείο «διασώζει την δράση και λειτουργία ανθρώπων σε 1000 χρόνια κι ότι όλα αυτά πρέπει να τα κατανοούμε κι όχι να τα ερμηνεύουμε» ενώ τόνισε ότι πρέπει «να δούμε εκ νέου την λειτουργία του μνημείου και το περιεχόμενό του, ως απόθεμα που αποδίδεται στο κοινό».
Η εργασία των Ανδρέα Τσώκα και Δημήτρη Ασημακόπουλου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ενώπιον της Αρχαιολογικής κοινότητας στην 34η ετήσια Αρχαιολογική Συνάντηση για το Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη που πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 2022 και ακολούθως στο Συνεδριο στο Λαιμό των Πρεσπών.
πηγη: ΑΠΕ ΜΠΕ