ενός αγαπημένου μπλουζ, ο γαμπρός σταματάει και δίνει φιλί στην νύφη. Είναι ξεκάθαρο από την αμηχανία του, πως γι΄αυτόν, το πάτωμα γλυστράει επικύνδινα. Το μόνο στέρεο έδαφος είναι αυτή. Κρατιέται από τα χείλη της και τελικά δεν πέφτει.
Ύστερα οι γνωστές γύρες ενός καθ΄έξιν χορευτή ζειμπέκικου. Για μια στιγμή όμως μια περίεργη λάμψη κι ύστερα οι κινήσεις, γεμάτες ένα είδος μελαγχολίας ή και θλίψης και οι σαφείς ενδείξεις μιας αληθινής υπέρπτησης.
Έπειτα ο πατέρας και η μάνα , χορεύουν για τέσσερις, (τα χέρια, τα μάτια ηλεκτρικά φορτία) .
Πάνω στα φτηνά τραγούδια, ενάντια στις στημένες διαδικασίες, κόντρα στο τέλος του νοήματος, θριαμβεύει το ανθρώπινο δράμα. Ο έρωτας, η αγάπη, η απώλεια, το τέλος, οι μεθυσμένοι που διψάνε να πούνε τις κουβεντούλες τους.
Και έπειτα για λίγα δευτερόλεπα ακούγεται λιγότερο κακόηχη, εκείνη εκεί η λέξη που αν δεν την γνωρίζεις σωστά, είναι μια σκέτη παρωδία, -οικογένεια-. Και αν δεν την γνωρίζεις σωστά, τουλάχιστον να θελήσεις κάποτε να την μάθεις σωστά ή έστω να σταθείς απλά τυχερός.
Μαζί με το μέσα σου, αυτή η τύχη, θα αφήνει την κάθε κρίση απ΄όπου κι αν προέρχεται, ό,τι πρώτο συνθετικό κι αν έχει να ουρλιάζει έξω και χωρίς εσένα.Μέχρι να σε ξανασυντρίψουν ξανά οι πραγματικότητες, θα είσαι ζωντανός. Και γιατί όχι ; Ευτυχισμένος.
Το πρωί φεύγοντας, νόμισα πως άκουσα τον γαμπρό να της ψιθυρίζει τα λόγια του ποιητή:''Κι αν είναι να περάσω μια ζωή στην σκλαβιά έτσι κι αλλιώς ας είμαι λέω σκλάβος της αγάπης.''
Όχι δεν νομίζω, είμαι σίγουρη, έτσι είπε.