της Αννίτας Λουδάρου
Έχω πια βάσιμες υποψίες ότι τα παπούτσια μας όταν κοιμόμαστε παίρνουν ζωή, βγαίνουν από το σπίτι και αρχίζουν τις βόλτες εν αγνοία μας. Ίσως επιχειρούν να πάνε εκεί που εμείς δεν πάμε. Να ακολουθήσουν τ΄όνειρα μας με λίγη παραπανίσια συνέπεια.
Αλλοιώς δεν εξηγείται πως κατα καιρούς βλέπω στο δρόμο σε άσχετα σημεία, ζευγάρια παπουτσιών αφημένα σαν να περιμένουν κάτι η κάποιον. Δεν είναι ούτε πεταμένα, ούτε παλιά. Είναι τα περισσότερα σε αρκετά καλή κατάσταση, έχω δει ακόμα και καινούργια. Ίσως να είναι παπούτσια που αγοράστηκαν με ελπίδα, μπερδεύτηκαν με τα χρόνια σε άγονες γραμμές και ξαστόχησαν.
Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο βράδυ που σκόνταψα σ΄ένα ζευγάρι αθλητικά έξω από το κολυμβητήριο του Πανελληνίου . Αλλά και την περασμένη Κυριακή τριγυρνώντας το πρωί έπεσα πάνω,σ΄ένα ζευγάρι, ξενυχτισμένες, γυναικείες μαύρες γόβες. Ήταν αφημένες η μια δίπλα στην άλλη , λες και περίμεναν δύο γυναικεία πόδια να τους δώσουν ζωή ή σαν να βαρέθηκαν την προηγούμενη ζωή τους και αποφάσισαν να κάνουν νέα αρχή.
Την πρώτη φορά που είδα τα μοναχικά παπούτσια , μου φάνηκε παράξενο. Πλέον με διασκεδάζει και περιμένω να δω που θα συνατήσω το επόμενο ζευγάρι παπουτσιών. Κάτι απροσδιόριστο μου θυμίζουν με την σιωπή τους. Ίσως γιατί μαζί τους ξεκινάμε να πάμε σε απάτητες διαδρομές. Από τα βρώμικα πεζοδρόμια της πόλης, ως τα ασβεστωμένα σκαλάκια των νησιών. Μαζί τους στεκόμαστε μπροστά σε ακίνητες ανθρώπινες φιγούρες στο Θησείο, σε μουσικούς ξεκούρδιστους. Πατάμε φύλλα φθινοπωρινά, μαζεύουμε αδέσποτα χαρτιά , κλωτσάμε τα χαλίκια. Είναι παπούτσια που κάποια στιγμή στην ζωή μας, όταν τα φορούσαμε ή περνούσαμε τα κορδόνια τους από τις μεταλλικές ανυπόμονες τρύπες τους, ήταν σαν να τα ρωτούσαμε '' στις όχθες ποιου παραμυθιού θα με βγάλετε απόψε; Ένα ελαφρύ τρίξιμο στο ξύλινο πάτωμα είναι η μόνη απάντηση που εγώ τουλάχιστον έπαιρνα.
Το καλοκαίρι αυτό μου φαίνεται διαφορετικό. Σαν κάποιος να πέρασε και να του φόρεσε τα ρούχα του Σεπτέμβρη. Βλέπεις το φθινόπωρο είναι πάντα καλύτερο άλλοθι κι ας αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες. Τα καλοκαίρια τα παπούτσια ανυπομονούν πιο πολύ για βόλτες, σε μέρη που θα ήθελες να είσαι. Είναι και που η πραγματικότητα ώρες ώρες γίνεται αβάσταχτη. Όμως για δες. Προχθές ακόμα μαζευτήκαμε με τους φίλους. Από αυτή την κατηγορία των φίλων που θέλεις να τους φωνάξεις, αντί για εκείνο το ''Μην ενοχλείτε'' που μπαίνει έξω από τις πόρτες των ξενοδοχείων, ''ενοχλείτε!''
Φιλίες που δυναμώσανε με αυτή την περιβόητη αβάσταχτη πραγματικότητα και δώσανε υπόσταση στο ψωμί κι αλάτι φάγαμε μαζί. Συναντηθήκαμε για να γιορτάσουμε το πλησίασμα ενός απ΄όλους μας στην μέση κάποιας δεκαετίας. Το μόνο που θέλω να πω είναι, πως είμαι εδώ που θέλω να ΄μαι : στην πόλη που αγαπώ, με τους φίλους και γενικά με τους ανθρώπους που αγαπώ. Με αυτούς που με κάνανε να πιστέψω πως ό,τι υπήρξε μια φορά, δεν γίνεται να πάψει να υπάρχει. Όπως εκείνο το '' άνοιξα, μανταρίνι'' που παίζαμε παιδιά και χόρταινε αέρα η ψυχή μας, γιατί ξυπνάγαμε από την δύναμη των αναμνήσεων κι ας ήταν η στιγμή που μόλις τις φτιάχναμε. Υπάρχουν φωτογαρφίες από την παιδική μας ηλικία, που μας βλεπεις να ξυπνάμε μέσα στην ίδια την φωτογραφία . Ξυπνούσαμε την ίδια ώρα που μαζεύαμε αναμνήσεις.
Με την σκέψη και μόνο ( και κάθε σκέψη φέρνει πράξη) ανοίγεις δρόμους που περιμένουν ένα ζευγάρι παπούτσια να τους διαβούν . Με αυτόνομη σκέψη.
Φαντάζομαι με όλα αυτά πως και τα δικά μου παπούτσια το σκάνε τα βράδια. Και αφού το σκάνε άραγε που πάνε; Ίσως εδώ που θέλω να είμαι.