Σκέφτομαι στο σχολείο την δάσκάλα να αγκομαχεί να τελειώσει την αδυσώπητη ύλη . Που χρόνος για ερωτήσεις και απαντήσεις. Αυτά είναι γι΄αυτούς που θέλουν να μάθουν να σκέφτονται. Αποστηθίζει την Ιστορία , την Γεωγραφία. Όταν πάει να γράψει μια πιο σύνθετη σκέψη γράφοντας μια πιο σύνθετη πρόταση μπερδεύεται.
Βλέπω τα παιδιά να δυσκολεύονται. Τα πιο αδύναμα να πασχίζουν βασανιστικά να πιάσουν τους πιο δυνατούς. Και όλοι μαζί να λουφάζουν, να υποστέλουν την σημαία της φιλομάθειας, της αναζωογοννητικής περιέργειας. Να νιώθουν σαν επιβάτες σε ένα τραίνο που τους πάει μακριά σε χώρες στείρες και ξερές, μακριά από τους θρεπτικούς χυμούς της αληθινής γνώσης. Να βαριούνται, να αδιαφορούν, να μισούν. Να χάνουν ψιχουλάκι, ψιχουλάκι την έμφυτη ανάγκη για εξερεύνηση του κόσμου. Να παρασύρονται στην δική μας δίνη, να εσωτερικεύουν τις τρύπες μας, να αδειάζουν από ουσία.
Την βλέπω να βάζει στην σάκα της τα βιβλία. Ένα από τα έξι της γλώσσας, ένα από τα πέντε των Μαθηματικών , ένα Ιστορίας γραμμένο από κάποιον που μάλλον είχε μισήσει πολύ τη Ιστορία ή τα παιδιά που διαβάζουν Ιστορία. Ένα θεατρικής αγωγής που δεν θα το ανοίξουν και πάλι σήμερα γιατί η ύλη δεν θα το επιτρέψει, ένα Φυσικής Αγωγής για τις ασκήσεις που θα μπορούσε μόνη της να κάνει αν είχε ελεύθερο χρόνο . Πολλά βιβλία που δεν θα ανοίξουν ποτέ. Γραμμένα με τα λεφτά από τα κοινοτικά κονδύλια. Από ανθρώπους που αρπάξανε τότε πολλά λεφτά και που τώρα δεν είμαι καν σίγουρη πως μάθανε τουλάχιστον να μην μιλάνε. Μερικοί δάσκαλοι προσπαθούν, δίνουν τα δικά τους φυλλάδια.Αλλά αυτό δεν αρκεί.
Την βλέπω να μαζεύει τα τετράδια της . Αυτά που περιέχουν τα πρώτα της βήματα στη μαγική χώρα του λόγου. Τις λέξεις, τα επιχειρήματα, τις σκέψεις της. Και θέλω να της ζητήσω συγνώμη που εξακολουθώ να την αφήνω απροστάτευτη να σκορπίζεται άσκοπα , να μπαίνει και αυτή σαν ένα μικροσκοπικό λιθαράκι σε μια ιστορία θλιβερής πραγματικότητας που μας σφίγγει όλο και πιο βάρβαρα.
Να της πω πως ονειρεύομαι να την δω να περπατά ελεύθερη στα λιβάδια κρατώντας την ζωή στα χέρια της . Να μην φοβάται να μιλήσει , να διεκδικήσει , να θυμώσει , να αγαπήσει. Να της πω πως ονειρεύομαι να την δω ν'ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και της καρδιάς της για να δώσει βοήθεια στον αδύναμο, αγάπη στον φίλο της. Να της πω πως ονειρεύομαι να την δω να αναλαμβάνει ρίσκο για να μπορέσει να περπατήσει σε δρόμους ωραίους και φωτεινούς γιατί οι δρόμοι δεν πάνε πάντα από τα σίγουρα. Να περπατήσει άφοβα σε δρόμους που οι άνθρωποι δοκιμάζουν να συνδεθούν, να δώσουν και να πάρουν .
Την βοηθώ να φορέσει την σάκα της στην πλάτη και παρακαλώ από μέσα μου να γίνει σήμερα το θαύμα. Όπως τότε χρόνια πολλά πριν που είχαμε κανονίσει στην ώρα των ΄΄φιλολογικών ΄΄να μην κάνουμε μάθημα. Μέρες πριν ο δάσκαλος μας είχε γράψει σ ΄ενα χαρτάκι Ν.Καβαδίας ΄΄Μαραμπού΄΄. Σαν συνθηματικό το νιώσαμε. Συνθηματικό ήταν. Δυό ώρες εκεί. Μαραμπού, Πούσι, η βάρδια, απαγγελία από το στόμα δωδεκάχρονων παιδιών. Τα τραγούδια ενδιάμεσα. Απαγγελίες του ποιητή σ΄ένα κασσετόφωνο που είχαμε φέρει από το σπίτι. Και για διακόσμηση αφίσα με θέμα από πίνακες του Τσαρούχη. Δυό ώρες δεν μίλησε κανείς.
Αυτό το συνθηματικό περιμένω κάθε μέρα. Για να πάψω να νιώθω πως κρεμώ στην τσάντα της την συνεχόμενη ανημπόρια μας για ένα καλύτερο αύριο. Για αυτό το αύριο που μεγαλώνει σήμερα στα πόδια μας , δίπλα μας. Ένα δίπλα μας τόσο ακόμα μακριά από τις δυνατότητες μας. Ένα συνθηματικό που να με κάνει να ελπίσω ξανά πως τα δεκάχρονα παιδιά θα αρχίσουν να μαθαίνουν πως οι φίλοι, οι δάσκαλοι είναι μνήμες. Και πως όπως η ποίηση δεν βρίσκονται μόνο στα βιβλία, αλλά στα πρόσωπα και στα εργα των ανθρώπων. Στον κόσμο.