Έβρεχε και οι σταγόνες κυλούσαν στα τζάμια μαγνητίζοντας μας στην θαλπωρή της υγρασίας τους. Μισή ώρα μας πήρε να βγούμε από την πόλη.
Η Αλίκη έτρωγε το παγωτό της. Έγλειφε το κουταλάκι, ακολουθώντας ένα ρυθμό που δεν τον είχα καταλάβει, αλλά μου φαινόταν ρυθμικός. Εγώ μιλούσα για την πολυκατοικία, για τον Κυρ Ηλία τον περιπτερά που έχασε τον γιό του ξαφνικά, για την τελευταία ταινία των αδερφών Coen που μου άρεσε πολύ, για την αγωνία της διαθεσιμότητας και για άλλα πολλά. Η Αλίκη κουνούσε που και που τα πόδια της κάτω από την καρέκλα , σημάδι πως ήταν εκεί. Αμίλητη συνέχιζε να τρώει το παγωτό της.
Η βροχή πύκνωνε και εγώ θαύμαζα της άγριες μαργαρίτες που Γενάρη μήνα είχαν ανθίσει δίπλα σε δυό βράχια. Συνέχιζα να μιλάω. Η Αλίκη που και που γελούσε. Το είχε για συνήθειο να γελάει όταν μιλούσα μόνη μου.
Την συμπαθούσα προς το παρόν. Χρόνια μένουμε στην ίδια πολυκατοικία. Είχε τύχει και εγκατασταθήκαμε σε δύο διαμερίσματα , πάνω κάτω ακριβώς την ίδια εποχή. Ήταν αυτό που μας ένωνε μυστικά. Ήξερα όμως νομίζω, διαίσθηση θα ήταν πως αν κάποια στιγμή αποφάσιζα να βγάλω το φελλό, πλοπ! Θα ορμούσε έξω ένα ποτάμι θυμού. Δαχτυλάκι δεν θα κούναγα για να το σταματήσω. Γειά σου Αλίκη και αι στο διάολο που με μπέρδεψες με τρανζιστοράκι.
Έρχεται όμως μια μέρα που σταματάς να είσαι θυμωμένος. Έτσι έρχονται τα πράγματα. Σαν να ξεκληρίζονται οι εχθροί σου. Παύεις να έχεις ανάγκη να τους μισείς. Ορμάς και πέφτεις πάνω τους σαν παλιά περισπωμένη. Μπορεί οι εχθροί σου να έγιναν εχθροί με κάποιους άλλους και εχθροί με εχθροί να εξουδετερώθηκαν. Δεν ξέρω ακριβώς τι γίνεται. Όσο μεγαλώνεις πάντως γίνεσαι όλος μια υπόκλιση μπροστά στον νόμο αυτό.
Περνάς από μπροστά τους και σφυρίζεις αδιάφορα τραγουδάκια, σχηματίζεις χορευτικά βήματα και παύεις να κρύβεσαι πίσω από τους θάμνους. Αν σου πει κάποιος κάτι, αν σου επιτεθεί, αν δεν σε καταλάβει και ξεφύγει το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό να του πείς είναι ''ανθρώπινο''.
Όπως όταν κάθεσαι στο παράθυρο και βλέπεις να αναβοσβήνει η απέναντι πολυκατοικία. Και ενώ ξέρεις πως όλους τους έχεις συμπαθήσει και όλους τους έχεις αντιπαθήσει. Αρχίζεις να συμπαθείς, αυτούς που αντιπαθούσες. Περνάς έξω από το σπίτι των εχθρών και δεν επιταχύνεις το βήμα για να μην μολυνθείς από κάτι δικό τους.
Η Αλίκη σκουπίζει το στόμα της με τη διπλωμένη στο πιατάκι της χαρτοπετσέτα και τα περλέ της νύχια. Μπορεί να μου πει και κανένα ''πάμε να φύγουμε δεν μας κάνει καλό τόσος ήλιος. '' Έτσι θα μου το πει κι ας βρέχει. Αν δεν μισήσω εκείνη, θα μισήσω την βροχή. Είναι και αυτό το αεράκι που κουνάει τα μαλλιά της και με μπερδεύει. Κουνιούνται τα μαλλιά, τα ρούχα της. Είναι ολοζώντανη ξανά μπροστά μου και όχι ένα αυτοκίνητο που ξαφνικά του έσβησες την μηχανή. Ανθρώπινη και ικανή για τα πάντα.