Η Αντιγόνη δίχρονη κόρη μιας καλής φίλης κινείται μεταξύ καναπέ και χαμηλού τραπεζιού, μυρίζει μωρουδίλα και ξεραμμένη κρέμα βανίλια στα μάγουλα, χαιρετάει με τα παχουλά της χεράκια, κατρακυλιέται μέσα στα βαμβακερά της φορμάκια, χοροπηδά στα στρογγυλά της μποτάκια.
- Τι κάνεις Αντιγόνη;
- Καλιά.
Το ανθισμένο χαμόγελο σε διαπερνά πέρα ως πέρα και ο κύκλος με τις αναμνήσεις αρχίζει να μοιάζει με έλλειψη. Ο κύκλος με το πρωινό χτυπημένο αυγό μέχρι τις απογευματινές φέτες με βούτυρο και μέλι. Με το μεσημεριανό σερβίρισμα του φαγητού όσο πλεναμε τα χέρια μας. Τα κυνηγητά και τις βουτιές στο χωριό. Με το βορεινό μπαλκόνι του καλοκαιριού μια να βλέπουμε τ' αστέρια και μια τη σκοτεινή θάλασσα. Με τα Μικυ Μάους που έφερνε τις Τετάρτες ο Χριστόφορος ο μπακάλης.Αν έχει καταλάβει κανείς, πως γίνεται να γυρνούν από χέρι σε χέρι όλη την γειτονιά και να τα αγοράζεις τα ίδια πάλι από τον Χρστόφορο, να μου εξηγήσει και μένα. Με τον μπόλικο αγώνα και τις στειμένες διαπραγματεύσεις για τον μεσημεριανό ύπνο. Με τις ποδηλατάδες και τα κυνηγητά. Με την καθημερινή πορτοκαλάδα. Ο κύκλος με την αυστηρή μάνα που ενδυόταν την χαμογελαστή νοικοκυρά που θα έβγαινε πρώτη να συνδράμει, την οικογενειακή αναποδιά και την ανθρώπινη κακεντρέχεια. Βάλε τώρα εσύ στο πρόσωπο της μάνας όποια στάθηκε για τον καθένα μάνα.
Ο κύκλος με τα απλωτά καλοκαίρια και τους συρρικνωμένους χειμώνες.
Η μνήμη ξεγλυστρά, προχωράει λίγο παρακάτω. Βουρτσίζω τα μαλλιά και την ακούω να πλησιάζει. Δυό τεράστια μάτια, σ΄ ένα μικροσκοπικό πρόσωπο με κοιτούν από το μικρό άνοιγμα που αφήνει η πόρτα του υπνοδωματίου. Γυρνώ στο πλάι λίγο το κεφάλι , μπροστά στο καθρέφτη για να την βλέπω κρυφά. Εκείνη με καμαρώνει, με μιμείται , φοράει τις γόβες μου, να ψηλώσει, να μεγαλώσει, με κλείνει μέσα της.
Όπως εκείνο το καλοκαιρινό βραδάκι στην παραλιά, στην Χίο. Είμασταν ξαπλωμένες στην αμμουδιά. Ακουμπούσε το κεφάλι της στην κοιλιά μου και τις έλεγα τις ονομασίες των αστεριών. Μεγάλη Άρκτος, Μικρή Άρκτος, Σταυρός, του Νότου, το Άλφα του Κενταύρου. Έλαμπαν απέναντι τα φωτάκια του Τσεσμέ, σαν μια πόλη να ξεπροβάλει από την θάλασσα.
-Τι είναι απέναντι μαμά;
-Απέναντι είναι η Τουρκία. Κάποια άλλα παιδάκια κάθονται στην απέναντι παραλία τώρα με την μάνα τους και μας κοιτούν.
Σηκώθηκε, τέντωσε τα χέρια της να πιάσει ένα αστέρι. Δεν έφθανε κάθησε απογοητευμένη '' Δεν φθάνω ακόμα '' μου είπε. Γύρισα και καθήσαμε πλάτη με πλάτη. Έτσι είναι πιο σωστό νομίζω, να στηρίζεις την πλάτη των παιδιών, με αμετακίνιτη αγάπη και συνάμα προσήλωση. Να μην τους παρεμποδίζεις όμως τον ορίζοντα με κανένα τρόπο. Να αφήσεις ανοικτούς τους δρόμους να μετρήσουν τα δικά τους άστρα.
Να ξερες τι μου θύμισες Αντιγόνη ! Πόσα καινούργια πράγματα μου έφερες να περιμένω. Δεν ήταν τυχαίο που σε γνώρισα μέσα στην καρδιά της Άνοιξης. Βάλε τώρα εσύ στην θέση της Αντιγόνης, όποιο μικροσκοπικό προσωπάκι σε κοίταξε τον τελευταίο καιρό με τα τεράστια μάτια του ή όποιο ο ναρκισσισμός σου, του επέτρεψε να σε κοιτάξει.