οι περισσότεροι δεν τους υπολήπτονται. Όμως είναι καλά. Γελούν.
Ο ένας είναι πολύ ουσιαστικός , σχεδόν κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Είναι πολύ γκρεμισμένος για να τον κάνουν παρέα. Κάποτε χρόνια πριν ήταν σαν όλους τους άλλους. Είχε σαν τους άλλους σπίτι, οικογένεια και δουλειά. Καλό τυπάκι τον λέγανε. Είχε γκρίζο παντελόνι με τσάκιση, άσπρο καθαρό πουκάμισο με κουμπάκια δεξιά κι αριστερά στον γιακά, δερμάτινο πορτοφόλι με λεφτά.
Γερνούσε εμβαθύνοντας σ΄αυτό που κρύβεται καλά. Σ΄αυτό που τελικά δεν ήθελε. Γι΄αυτό δεν γέλαγε. Δεν γέλαγε γιατί ένα απόγευμα τυχαία είδε τον άλλον, τον πραγματικό του εαυτό που τον περίμενε. Αυτός έμενε στην άκρη της πόλης , μέσα σε μια παράγκα, είχε για πόρτα μια κουρελού -περγαμινή και για παρέα μια γατούλα σουρλουλού. Μια μέρα το πήρε απόφαση. Άφησε σπίτι και δουλειά και πήγε να ζήσει στην παράγκα. Φυσικά κανείς πια στην πόλη δεν τον υπολήπτεται. Όμως δεν τον πειράζει. Ξέφυγε από τον χυλό και την σύγχυση. Βγαίνει και καμιά βόλτα τα βράδια μόνος του και γελάει.
Ο άλλος άνθρωπος που ξέρω, δεν χρειάστηκε να βγει έξω από την κοινωνία γιατί απλούστατα μια ζωή έξω ήταν. Έξω στους δρόμους ζούσε από παιδί. Oι άλλοι , οι συνάνθρωποι, τον βλέπανε λυπημένο. Λυπημένος ήταν , αυτό είναι αλήθεια. Άλλη εικόνα εκτός από την λύπη δεν είχε για τον εαυτό του. 'Ωρες περπάταγε στους δρόμους της πόλης φορώντας το μαύρο, τριμμένο του παλτό. Μέχρι που μια νύχτα τον πήρε από πίσω ένα αδέσποτο σκυλί. Από εκείνη την νύχτα άλλαξε μεμιάς. Έπαψε να ζει στους δρόμους. Έφτιαξε μια παράγκα και πίσω από την παράγκα έφτιαξε μια άλλη πιο μικρή για το σκυλί. Κάθε πρωί του χτυπάει το κουδούνι. Ο σκύλος ξυπνάει και τρέχει κοντά του. Φεύγουν μαζί και κόβουν βόλτες όλη μέρα στους δρόμους της πόλης γελώντας.
Δεν ξέρω ποιος τελικά είναι η εικόνα του άλλου. Δύο εικόνες του ίδιου νομίσματος. Αφού και η ίδια η νύχτα είναι συνήθως δύο. Αυτή που τριγυρνάει -με όλα τα φώτα αναμμένα- στα δωμάτια . Και η άλλη, η δεύτερη που ζει μόνιμα μέσα στην άλλη. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη έχει γίνει υστερική. Εγκαταλείπει προσχήματα και λεπτότητες και κρεμάει όπου τύχει τα σφαχτά της. Καταλαμβάνεται από μια κρίση υστερίας, παίρνει το χάπι της, κλειδώνει δυό φορές την πόρτα κάτι τελειώς υποκριτικό αφού γνωρίζει πως ο φόβος είναι μέσα και πάει για ύπνο. Αφήνοντας τον χώρο ελεύθερο για την δεύτερη νύχτα. Με όλα τα δάση και τ΄αγρίμια της, τα σκοτεινά της πλάσματα και τον ερωτισμό των πλυσταριών της.
Μ΄αυτή την δεύτερη νύχτα τα πάω και εγώ καλύτερα. Κοιτάει καμιά φορά τα γραπτά μου και μου κλείνει το μάτι. Κάτι είναι αυτό για μένα. Αφού ο άνθρωπος που γνωρίζω περισσόρο και λιγότερο απ΄όλους είναι εαυτός μου. Οι άνθρωποι που περιγράφω είναι άνθρωποι που μου μοιάζουν. Νύχτες που μου μοιάζουν. Στο πίσω μέρος του χαρτιού, εκεί στον άδειο χώρο με τα χάσματα του νου, κόβει βόλτες ο κάθε ήρωας μόνος.