Η επίσημη τελετή αναβλήθηκε (κι έγινε τελικά υπό συνθήκες σχεδόν μυστικότητας) εξαιτίας αντιδράσεων, μια και ο ιστορικός κατηγορήθηκε ότι στο έργο του για τη Μάχη της Κρήτης επιχειρεί να συμψηφίσει τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η Βέρμαχτ στη Κρήτη με την κρητική αντίσταση. Ακολούθησε πραγματική διαδικτυακή μάχη μεταξύ αντιπάλων κι υπερασπιστών του Ρίχτερ, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ξέφυγε από κάθε λογική, την ώρα που η μια πλευρά εξαπέλυε κατηγορίες οι οποίες ξεκινούσαν από τον ιστορικό αναθεωρητισμό για να φτάσουν σε αυτήν του απολογητή του ναζισμού, ενώ η άλλη επιδίδονταν σε ασκήσεις πραγματικού (όσο και αφελούς) αναθεωρητισμού («και γιατί να προβάλουν αντίσταση στους Γερμανούς αντί να κάτσουν στ’ αβγά τους;») ή απροκάλυπτου ρατσισμού σε βάρος των Κρητικών. Τελικά, πόσο δικαιολογημένη ήταν όλη αυτή η φασαρία;
Γεννημένος στο Χαϊλμπρόν της Βυρτεμβέργης το 1939, ο Ρίχτερ σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Μαννχάιμ. Κύριο αντικείμενο των μελετών του είναι η Ιστορία της (μητροπολιτικής) Ελλάδας και της Κύπρου κατά τον 20ό αιώνα. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων για την περίοδο αυτή, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά: η διδακτορική διατριβή του αφορούσε την Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα από το 1936 έως το 1946, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με θέματα όπως ο βρετανικός επεμβατισμός στα ελληνικά πράγματα, η Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιστορία της Κύπρου από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Εθνική Αντίσταση κ.ο.κ. Είναι επίσης συνιδρυτής του επιστημονικού περιοδικού Θέτις που ασχολείται με την αρχαιοελληνική Ιστορία και την αρχαιολογία στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το 2011 κυκλοφόρησε η μονογραφία του για τη Μάχη της Κρήτης με τίτλο Operation Merkur: Die Eroberung der Insel Kreta im Mai 1941, η οποία κυκλοφόρησε μεταφρασμένη στα ελληνικά την ίδια χρονιά ως «Η Μάχη της Κρήτης» και η οποία φαίνεται ότι προκάλεσε τις αντιδράσεις στις οποίες αναφερθήκαμε.
Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί πολύτιμη πηγή στοιχείων ειδικά σε ό,τι αφορά τους λόγους που οδήγησαν τη ναζιστική Γερμανία στην απόφαση να καταλάβει το νησί, καθώς και τη δράση της Βέρμαχτ τόσο στο πλαίσιο της Επιχείρησης Ερμής όσο και μετά την κατάληψη της Κρήτης. Είναι αλήθεια ότι στις προσωπικές κρίσεις του, ο Ρίχτερ φαίνεται να διάκειται από μάλλον ευμενή στάση όσον αφορά τη Βέρμαχτ, ενώ αρκετά εμφανής είναι και η επικριτική στάση του ως προς τον ρόλο των Βρετανών(θέμα το οποίο δεν συζητήθηκε καθόλου στις ελληνικές διαδικτυακές αψιμαχίες). Ως προς το πρώτο ζήτημα, πράγματι επισημαίνει τη σχέση μεταξύ σκληρότητας της κρητικής αντίστασης και βιαιότητας των γερμανικών αντιποίνων, εκτιμώντας ότι η πρώτη εξηγεί και εν μέρει (αλλά μόνον εν μέρει) δικαιολογεί τη δεύτερη. Επιπλέον, ο Ρίχτερ επιχειρεί να στηρίξει την εκ μέρους του δικαιολόγηση της στάσης της Βέρμαχτ στο νομικό πεδίο: η αντίσταση των Κρητικών είναι τέτοια που απαλλάσσει τον γερμανικό στρατό από την υποχρέωση τήρησης των κανόνων του δικαίου του πολέμου. Τέλος, δείχνει εκτίμηση προς το πρόσωπο του Κουρτ Στούντεντ, του Γερμανού στρατηγού που ήταν επικεφαλής των δυνάμεων που μετείχαν στην Επιχείρηση Ερμής και οποίος ανέλαβε στη συνέχεια τη στρατιωτική διοίκηση του νησιού. Ο Στούντεντ, όμως, εμπλέκεται σε δύο υποθέσεις που βάσιμα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα πολέμου: την εκτέλεση αμάχων στο Κοντομαρί και την Καταστροφή της Καντάνου.
Αρκούν οι παραπάνω απόψεις για να προσαφθεί στον Χ. Α. Ρίχτερ η κατηγορία του ιστορικού αναθεωρητισμού και, ακόμη χειρότερα, να εμφανισθεί ως απολογητής του ναζισμού; Ας επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τα δεδομένα με σχετική ψυχραιμία.
Γερμανοί στρατιώτες μπροστά στους τάφους νεκρών συντρόφων τους [πηγή: Bundesarchiv, Bild 141-0848 / CC-BY-SA]
Πράγματι, οι γερμανικές δυνάμεις στην Κρήτη βρέθηκαν αντιμέτωπες εκτός από τις τακτικές βρετανικές κι ελληνικές δυνάμεις και με μια εξαιρετικά σθεναρή αντίσταση του γηγενούς πληθυσμού. Είναι επίσης γεγονός ότι υπήρξαν και περιπτώσεις βίας που μπορεί να εκπλήττουν δυσάρεστα: πρόκειται για πράξεις τελετουργικής σκύλευσης του νεκρού εχθρού με τον διττό σκοπό του εκφοβισμού των επιζώντων αντιπάλων και της εκδίκησης για την εισβολή στα πατρογονικά εδάφη. Οι πρακτικές αυτές είναι αρχαίες όσο και ο πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και ευεξήγητες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Η γερμανική αντίδραση, τόσο στην αρχική στάση των Κρητικών όσο και στη συνεχιζόμενη αντίστασή τους, ήταν μια σειρά από αντίποινα βιαιότητας πρωτοφανούς για τη «Δυτική» Ευρώπη. Αντίστοιχα εγκλήματα πολέμου διαπράχθηκαν σε χώρες της Δύσης μόνον προς το τέλος της γερμανικής κατοχής και υπό την πίεση της προέλασης των συμμαχικών δυνάμεων (αφαιρούμε προς το παρόν από την εξίσωση τα μαζικά εγκλήματα πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο, μια και πρόκειται για μια διαφορετική ιστορία που ξεπερνά την πιο νοσηρή ανθρώπινη φαντασία).
Αποτελεί ιστορικό αναθεωρητισμό η προσπάθεια του Ρίχτερ να εξηγήσει τη βιαιότητα της Βέρμαχτ εμφανίζοντάς την ως αντίδραση στην κρητική αντίσταση;Όχι, γιατί το επιχείρημα δεν είναι νέο: ήταν η κύρια γραμμή άμυνας των Γερμανών στρατιωτικών που κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη. Εκτός από παλαιό, το επιχείρημα υπήρξε και αρκετά αποτελεσματικό, τουλάχιστον για εκείνους που αιχμαλωτίστηκαν από τους δυτικούς συμμάχους. Ο Στούντεντ καταδικάστηκε από βρετανικό στρατοδικείο σε πενταετή κάθειρξη για εγκλήματα σε βάρος Βρετανών αιχμαλώτων. Δεν καταδικάστηκε για τα εγκλήματα των οποίων θύματα υπήρξαν άμαχοι, ούτε κι οι Βρετανοί δέχτηκαν το αίτημα έκδοσής του που είχε υποβάλει η Ελλάδα. Τελικά ο Στούντεντ εξέτισε λιγότερα από τρία χρόνια κι αποφυλακίστηκε για «ιατρικούς λόγους» (πέθανε σε ηλικία 88 ετών το 1978). Φαίνεται ότι μόνον η ελληνική δικαιοσύνη καταδίκασε Γερμανούς στρατιωτικούς για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη με θύματα αμάχους: λ.χ. για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου καταδικάστηκε το 1947 κι εκτελέστηκε το 1947 στην Αθήνα ο «Χασάπης της Κρήτης» στρατηγός πεζικού Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ (είχε αιχμαλωτισθεί στην Ανατολική Πρωσία από τους Σοβιετικούς οι οποίοι τον εξέδωσαν στην Ελλάδα), Μαζί του εκτελέστηκε, για το σύνολο των γερμανικών εγκλημάτων πολέμου στην Κρήτη, κι ο (αποστρατευθείς λόγω ψυχολογικών προβλημάτων) στρατηγός αλεξιπτωτιστών Μπρούνο Μπρώυερ (αυτός μάλλον από ατυχία και πληρώνοντας κυρίως για τα εγκλήματα άλλων).
Είναι θεμιτή η στάση ενός ιστορικού, κατά μείζονα λόγο Γερμανού, ο οποίος κρίνει με σχετική επιείκεια τη δράση της Βέρμαχτ; Κατά τη γνώμη μου είναι, εφόσον δεν παραμορφώνει πραγματικά περιστατικά, δεν αλλοιώνει τα ιστορικά στοιχεία και διευκρινίζει με απόλυτη σαφήνεια πότε εκφέρει υποκειμενικές κρίσεις. Σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις αυτές μάλλον συντρέχουν στην περίπτωση του βιβλίου του Ρίχτερ (λ.χ. οι επίμαχες απόψεις του παρατίθενται σε χωριστό κεφάλαιο, αφού έχουν εκτεθεί τα γεγονότα). Σε παλαιότερη συνέντευξή του (πριν την έκδοση του βιβλίου για τη Μάχη της Κρήτης), ο Ρίχτερ είχε δηλώσει τα εξής: «Καθόσον με αφορά, παρουσιάζω τα ιστορικά γεγονότα και κατόπιν προσπαθώ να τα ερμηνεύσω. Αυτό που έχει πραγματικά μεγάλη σημασία είναι να παρουσιάσω τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο ώστε όποιος τα διαβάσει να έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε συμπεράσματα που ίσως να είναι διαφορετικά από τα δικά μου. Και φυσικά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ένα πράγμα. Δεν υπάρχει μία και μοναδική ιστορική αλήθεια. Αυτή αποτελεί το άθροισμα όλων των αληθινών ιστοριών». Το βιβλίο του απευθύνεται στον στοιχειωδώς πεπαιδευμένο αναγνώστη ιστορικών συγγραμμάτων, ο οποίος μπορεί να φιλτράρει τις απόψεις του ιστορικού, διαχωρίζοντάς τες από τα στοιχεία και κρίνοντας αν θα τις αποδεχθεί ή θα τις απορρίψει.
Τούτου δοθέντος, η υπό κρίση άποψη του Γερμανού ιστορικού δεν είναι δυνατόν να με βρεί σύμφωνο. Όποια κι αν είναι η μορφή αντίστασης σε έναν εισβολέα δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει τα αντίποινα του δεύτερου που πληρούν τον ορισμό του εγκλήματος πολέμου. Η προσωπική διαφωνία μου, όμως, δεν θα με οδηγήσει σε συνολική απόρριψη του έργου του ιστορικού ούτε στη διατύπωση κατηγοριών (εντός κι εκτός εισαγωγικών).
Είναι θεμιτή η απόφαση του Πανεπιστημίου Κρήτης να τιμήσει έναν ιστορικό με απόψεις αμφιλεγόμενες για αρκετούς: Δεν ξέρω αν μου πέφτει λόγος κι άλλωστε, για λόγους αρχής, τάσσομαι υπέρ της αυτονομίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Υπενθυμίζω, πάντως, ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε ήδη τιμήσει τον Χ. Α. Ρίχτερ, απονέμοντάς του, το 2000, τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα.
Είναι θεμιτές οι αντιδράσεις των Κρητικών που αισθάνονται προσβεβλημένοι από τις απόψεις του Γερμανού ιστορικού; Νομίζω πως ναι (ακόμη κι αν θεωρώ υπερβολικό τον τρόπο εκδήλωσής τους). Εφόσον έτσι έκριναν, έχουν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν τη διαφωνία τους (εντός λογικών ορίων). Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω ότι οι διαφωνία επί ιστορικών θεμάτων πρέπει να εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο.
Τι θεωρώ αθέμιτο σε όλη αυτήν την ιστορία; Τις παρεκτροπές κάποιων δήθεν υπερασπιστών του ιστορικού. Μιλώ για εκείνους που δίχως καθόλου αναστολές εξέφρασαν ένα χυδαίο ρατσισμό σε βάρος συλλήβδην των Κρητικών, λατρεύοντας τα πιο απεχθή στερεότυπα και αναγορεύοντας τη συλλογική ευθύνη ως μέτρο υπέρτατης κρίσης. Συνοδεύοντας τις «απόψεις» τους αυτές με θεωρίες περί μάταιου κι επιζήμιου χαρακτήρα της οποιασδήποτε αντίστασης στον κατακτητή δεν υπονόμευσαν μόνο τον υποτιθέμενο στόχο τους, αλλά κι απέδειξαν ότι αδυνατούν να κατανοήσουν θεμελιώδεις αρχές της ηθικής και, φυσικότατα, της Ιστορίας.
Να ελπίσουμε, άραγε, ότι την επόμενη φορά που θα ανακύψει διαμάχη σχετικά με κάποιο σύγγραμμα Ιστορίας θα υπάρξει περισσότερη ψυχραιμία και λογική;