να πιει δυο γουλιές καφέ, πριν φορτωθεί την μεγάλη κόκκινη τσάντα με τα χαρτιά και τις σημειώσεις και φύγει για την δουλειά. Μια απλή καθημερινή που τον αφήνει με την αίσθηση πως μάλλον είναι ένας ανόητος που αφήνει ανήμπορος τον χρόνο να καλπάζει. Που έρχονται γιορτές και δεν ξέρει που πήγαν οι ενδιάμεσοι μήνες. Mια μαύρη οριζόντια γραμμή απλώθηκε και ένωσε αυτόματα τον Αύγουστο με τον Δεκέμβριο. Μια ευθεία χωρίς καμπύλες και διαλείμματα. Ευθείες μέρες. Δεν του αρέσουν οι ευθείες. Μοιάζουν με το τίποτα.
Μπαίνει μέσα στο καφέ και η μυρωδιά του καφέ είναι ανακατεμένη με αυτή του χαρτιού και των βιβλίων. Ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι. Στα σκαλοπάτια βρίσκονται βιβλία, βιβλία, βιβλία. Σκέφτεται πως όλες οι σκάλες θα έπρεπε να είχαν βιβλία δεξιά και αριστερά στα σκαλοπάτια. Να σε προσκαλούν να βγάλεις τα παπούτσια σου, να περπατήσεις ανάμεσα στα βιβλία με γυμνά πέλματα για να μην άθελα σου τα πατήσεις. Έτσι ξυπόλητος, θα είσαι για στιγμές ανοχύρωτος. Θα γίνουν οι λέξεις οι ξύλινες σανίδες που πατάς. Οι άνω τελείες θα διακόψουν τις ευθείες σου.
Μια γωνίτσα και πέντε έξι λευκά τραπεζάκια όλα κι όλα να κοιτούν την πίσω μεριά της Νομικής. Δεν έχει κόσμο, και αυτό του αρέσει. Έχουν λιγοστέψει τα μέρη με ησυχία στο κέντρο της πόλης. Κάθεται πάντα στο ίδιο τραπεζάκι, δίπλα στο παράθυρο. Στο τραπεζάκι μπροστά ήρθε ξαφνικά μια κοπέλα. Είχε μακριά κυμματιστά μαλλιά και μεγάλα μάτια. Παρήγγειλε ένα καφέ και άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο. Έριχνε κάθε τόσο κλεφτές ματιές προς την πόρτα. Σκέφθηκε πως μάλλον κάποιον θα περίμενε. Το παταράκι ήταν ακόμα άδειο και έτσι η ανυπομονησία της έφθανε ανενόχλητη μέχρι εκείνον. Στο θόρυβο των βημάτων που ακούστηκε στρέψανε και οι δυό το κεφάλι για να δουν ποιος ήρθε. Ένας μελαχρινός νεαρός εμφανίστηκε. Κάθησε δίπλα της και την φίλησε. Ανταλλάξανε λίγες κουβέντες με λόγια και άλλες τόσες με τα μάτια. Είχαν το βλέμμα των ανθρώπων που απολάμβαναν την κάθε στιγμή μεταξύ τους. Σχεδόν ένιωσε άσχημα που άθελα του χαλούσε το κάδρο της στιγμής τους, αν και το πιο πιθανό είναι να μην είχαν προσέξει καν την παρουσία του. Κάποια στιγμή πήραν μια χαρτοπετσέτα και γράψανε κάτι. Ίσως μια ημερομηνία, μια λέξη, ένα συνθηματικό, μια άνω τελεία. Κάτι που μόνο εκείνοι θα μπορούσαν να διαβάσουν. Η κοπέλα πήρε την χαρτοπετσέτα, την δίπλωσε και την έκλεισε στο βιβλίο της.
Σηκώθηκαν. Πριν σηκωθούν κοιτάχτηκαν βαθειά μέσα στα μάτια. Κάτι σαν άκαιρος αποχαιρετισμός. Μια έντονη γεύση απώλειας τον πλημμύρισε. Απόμεινε μόνος να χαζεύει το άδειο τραπέζι. Έγινε άθελα του μάρτυρας μιας κοινής ανάμνησης και ενός ιδιαίτερου αντίο δύο αγνώστων.
Πολλές φορές από τότε σκέφθηκε το άγνωστο ζευγάρι. Τι απέγινε η κοπέλα με το βιβλίο και ο μελαχρινός νεαρός. Ίσως είναι περίεργο, αλλά όποτε περνάει πίσω από την Νομική, έξω από το καφέ σφίγγεται. Ίσως να φοβάται μήπως ξανανιώσει την ίδια αίσθηση απώλειας. Γιατί βαθειά μέσα του ξέρει πως το μόνο που θα μείνει απ΄αυτό το ζευγάρι κάποια στιγμή είναι μια διπλωμένη χαρτοπετσέτα στο βιβλίο της κοπέλας. Και πως ακόμα δεν έχει βρει έναν τρόπο να πετάει στην άκρη τα παπούτσια όποτε θέλει. Να μένει ξυπόλυτος, να ανεβαίνει τα ξύλινα σκαλιά με τα βιβλία. Να βάζει μια ρημάδα άνω τελεία για να διακόπτει την ευθεία.
Πριν ο δείκτης δείξει ακριβώς, ήθελε να γράψει πως δεν τον φοβίζουν οι ευθείες μέρες κι ας μην του αρέσουν τόσο. Ακόμα και απ΄αυτές κάτι μαθαίνει, αφού ο πόνος είναι το σπάσιμο του οστράκου που περικλείει τη γνώση σου.
Ακριβώς.
Έφυγε.