Δεν άντεχε την ζωή εκεί μέσα. Οι άλλοι φωνάζανε πολύ, μαλώνανε, οι στιγμές τρίζανε και αυτή ήταν γυάλινη. Είχαν και ένα δωμάτιο στην ταράτσα. Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί τρία.
Όταν μεγάλωσε λιγάκι ανέβηκε στην ταράτσα. Αυτό το δωμάτιο έγινε ο κόσμος της. Άνοιγε την πόρτα και βρισκόταν στην ταράτσα, σε πλήρη εξορία από την παιδικότητα της. Κρέμαγε στα μανταλάκια την μοναξιά της να στεγνώσει, καθόταν σε μια ξεκοιλιασμένη λαδιά πολυθρόνα που είχε, άγνωστο πώς, βρεθεί στη ταράτσα και ρέμβαζε το δάσος των κεραιών της πόλης. Ένα γυάλινο κορίτσι να μετράει σώβρακα και φανέλες.
Μια πλάκα τσιμέντου την χώριζε από την μάνα της. Μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα του ανώτερου κλιμακοστασίου ν΄ανεβαίνει και να κατεβαίνει στα ύψη και στα βάθη της. Να γυρίσει πίσω; Nα φύγει, να πετάξει μακριά; Για μαγειρευτά φαγητά ούτε σκέψη. Στο καμαράκι, τσουκάλι δεν έμπαινε. Το πολύ πολύ καμιά Κυραική, από κανένα ανοικτό παράθυρο και καμιά σωλήνα απορροφητήρα, να της έφτανε καμιά μυρωδιά.
Ο κόσμος της ήταν πιο κοντά στον ουρανό παρά στην γη. Ένας κόσμος εμποτισμένος στις όξινες εκκρίσεις της και στους εφηβικούς ιδρώτες της. Το δικό της το σαλόνι ήταν έναστρο και οι φίλοι που το επισκέφθηκαν δορυφόροι πλανήτες. Ο δικός της κόσμος, αυτός που την κράτησε και την έκανε να ξεφύγει από τον άλλο τον κόσμο τον θλιβερό, μιας ζωής που ερήμην της επιλέχθηκε γι΄αυτήν. Απ΄αυτήν την ταράτσα ξεκίνησε το γυάλινο κορίτσι. Όταν πεινάει ο άνθρωπος όλα τα κάνει.
Ντάλα καλοκαίρι είδε το όνομα της στους επιτυχόντες της σχολής της. Αναπόλησε την γιαγιά της εκείνη την μέρα.
- Να διαβάζεις κόρη μου βιβλία της έλεγε πάντα, και ας είχε βγάλει μόνο το Δημοτικό. ''Έτσι θα είναι σαν να ζεις πολλές ζωές. Την δική σου και άλλων ανθρώπων. Κανέναν να μην αφήσεις να σε βάλει στο χέρι.'' Τέτοια της έλεγε και την κερνούσε γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο και δροσερό νερό.
Εκείνο το βράδυ ανέβηκε στην ταράτσα. Έβγαλε τα παπούτσια της να νιώσει στις πατούσες της την ζεστασιά του πυρακτωμένου τσιμέντου και έφαγε γλυκό τριαντάφυλλο από την γυάλα. Για μια στιγμή σήκωσε το ποτήρι της ψηλά κοιτώντας τον ουρανό και φώναξε ''Γειά μας!''
Σίγουρη πως την ακούει, ξάπλωσε στην πολυθρόνα, έγειρε στο πλάι το κεφάλι της και κοιμήθηκε πρώτη φορά, φίλε μου, χορτάτη.
Από την άλλη μέρα άρχισε να γράφει γυάλινα ποιήματα. Απ΄αυτά τα περήφανα που σπάνε τις νεκρικές σιωπές, που γεμίζουν θραύσματα τον αέρα και πρέπει να προσέξεις πολύ για να μην τα πατήσεις.