της Αννιτας Λουδαρου
Ο αέρας κοντά στα λιμάνια μυρίζει ψαρίλα, μυρίζει φύκια ξεβρασμένα από το κύμα στο μώλο. Στα λιμάνια , τις νύχτες επικρατεί μια αλλόκοτη σιωπή.
Όταν έρχεται το μπουρίνι, το λιμάνι ξαναπαίρνει την ανάσα του. Η σιωπή τότε μεταφέρει με ορμή την ανάσα των κοντινών κυμάτων στους ανθρώπους. Τα δρομάκια στις κοντινές γειτονιές διαφέρουν το ένα από το άλλο. Το ένα παραδομένο στην ησυχία, το άλλο πιο πολύ στο κέφι και στον φθηνό έρωτα. Οι φωνές εδώ μοιάζουν να βγαίνουν από το Αόρατο μέσα από υπόγεια μυστικά και στοές κρυφές που κανείς δεν μπορεί να μαντέψει.
Είναι ωραία τα δρομάκια κοντά στα λιμάνια σε όλες τις πόλεις. Αυτή η βρώμικη αγορά των παθών, οι στιβαγμένοι μισοκρυμμένοι πειρασμοί για όλους αυτούς που γυρίζοντας από ατέλειωτες νύχτες μοναξιάς σε θάλασσες μακρινές και επικίνδυνες, πάνε εκεί και λαχταρούν να ζήσουν μέσα σε μια ώρα τ΄ αμέτρητα , φιλήδονα όνειρα τους.
Θα έπρεπε να μένουν κρυμμένα αυτά τα δρομάκια των λιμανιών στις απόμερες γειτονιές των μεγάλων πόλεων, επειδή ξεδιάντροπα κι απροκάλυπτα λένε αυτό που τα κατάφωτα σπίτια με τα γυαλιστερά τζάμια και τους αξιοπρεπείς ενοίκους τους κρύβουν κάτω από πολλές μάσκες.
Στα λιμάνια η μουσική ακούγεται από μικρά μαγαζάκια, οι κινηματογράφοι υπόσχονται με χτυπητές αφίσες μεγαλεία αφάνταστα , φώτα χρωματιστά στριμώχνονται κάτω από υπόστεγα χωρίς να κρύβονται . Οι άνθρωποι χαμογελούν όταν βρεθούν σ΄αυτά τα δρομάκια. Τα σκοτεινά μάτια τους ζωηρεύουν από τις τόσες υποσχέσεις που βλέπουν τριγύρω, γιατί εκεί υπάρχουν τα πάντα, έρωτας, ποτό, θέαμα, περιπέτεια. Η πιο μεγάλη και η πιο ντροπαλή περιπέτεια. Είναι διπλή η γοητεία τους, διπλά ερεθιστική και προκλητική, έτσι που καμώνεται πως κρύβεται την ίδια στιγμή που τα προσφέρει όλα. Ξεχνά κανείς το δρόμο, την πόλη, τον εαυτό του τον ίδιο. Ξένος σε ξένη πόλη, χαμένος, υπέροχα ελεύθερος μέσα στο άγνωστο.
Τα δρομάκια αυτά είναι ολόιδια στο Αμβούργο, στην Μασσαλία, στην Λισαβώνα, στην Αβάνα. Όπως ίδιες είναι και οι μεγάλες λεωφόροι της πολυτέλειας. Γιατί τα πάνω και τα κάτω της ζωής παντού μοιάζουν. Τα τελευταία φανταχτερά απομεινάρια ενός εκφυλισμένου κόσμου, που ξεσπάει άγρια και αχαλίνωτα τα ένστικτα του . Είναι τόσο υπέροχα , τόσο απαρίγραπτα καλό να νιώθει κανείς καλύτερος , όταν καταβάθος ξέρει πως είναι χειρότερος. Προκλητικοί με όσα δείχνουν, ακαταμάχητοι με όσα κρύβουν. Δρόμοι ανθρώπινοι.
Αλλά τα αλλόκοτα αυτά δρομάκια ζούνε μονάχα την νύχτα, τη μέρα φορούν γκρίζες , κρύες μάσκες και μόνο όσοι ξέρουν μπορούν να τα ξαναβρούν . Αυτοί ειναι οι ανώνυμοι ποιητές. Θα μπορούσαν να τους λένε παρηγορητές.Αυτοί μπορούν να βρουν τα χαμένα δρομάκια και να τους δώσουν μορφή και σχήμα. Μέσα από την ποίηση, οι στιγμές ξαναγεννιούνται και ζουν για πάντα . Δρόμοι και στιγμές που ακριβώς έτσι ουδέποτε υπήρξαν. Μορφές πλασμένες από την ποίηση. Δρόμοι ονειρεμένοι.
Φωτογραφία
Lola Alvarez Bravo, 1950