της Αννιτας Λουδαρου
Είναι ωραίο να περπατάς. Είναι ένας τρόπος να αφεθείς. Κάποιες φορές βάζεις τα ακουστικά και ταξιδεύεις σε τόπους που μ΄ένα δικό τους απερίγραπτο τρόπο σου είναι γνώριμοι κι άλλες φορές χωρίς ακουστικά, ακούς τις σκέψεις σου αφιλτράριστες μέσα στους ήχους της πόλης.
Εδώ και κάποια χρόνια αυτό που ακούς στους ήχους της πόλης είναι μελαγχολία. Ο κόσμος μελαγχολεί. Η μελαγχολία δεν έχει πάντα μουντά χρώματα. Ούτε πάντα ακούγεται μέσα σε αναστεναγμούς. Βλέπεις κάποιους ανθρώπους που πάνε εδώ κι εκεί, γελάνε, ποστάρουν φωτογραφίες και όταν τους ρωτήσεις ''πώς είσαι;'' απαντούν αμήχανα, διστάζουν. Σαν να μην ξέρουν τι να πουν. Δεν είναι όλα πάντα όπως φαίνονται.
Βλέπεις ένα φίλο μετά από καιρό τυχαία στο μετρό. Ανταλλάσεις δυό κουβέντες τυπικές, προσπαθείς να καταλάβεις, να πιάσεις το νήμα από εκεί που το έχεις αφήσει. Πού είσαι; Πώς πας; Καλά, αλλά κλείστηκα λίγο μέσα. Ήμουν στα κάτω μου. Δεν έβγαινα. Τουλάχιστον σου είπε κάτι αληθινό, σκέφτεσαι. Παράτησε τα προσχήματα, σ΄ εμπιστεύεται ακόμα. Όλα καλά θα πάνε του λες. Θα πάνε;
Όπως και όταν πριν λίγες μέρες ο Θοδωρής σου είπε πως στην άδεια του δεν πήγε πουθενά. Τα χρήματα δεν έφταναν να πάει κάπου αλλού εκτός από το χωριό. Όμως δεν πήγε γιατί δεν είχε όρεξη να πάει πάλι στο χωριό αφού εκεί είναι μια κολλημένη κατάσταση που δεν αντέχει άλλο. Το ίδιο του είπες. Όλα καλά θα πάνε. Θυμάσαι τι σου απάντησε; Πως εσύ το λες αυτό γιατί είσαι αισιόδοξη από το DNA σου.
Δεν ξέρω τι κάνει έναν άνθρωπο αισιόδοξο. Αν είναι στο DNA του ή είναι μια ικανότητα που μπορείς να την δουλέψεις. Συνήθως η ζωή μας δείχνει πως τίποτα δεν είναι μόνο ένα. Όπως και τίποτα και κανείς δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Όμως νιώθω πολλές φορές πως ο θετικά σκεπτόμενος άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως γραφικός από μερικούς στους στραπατσαρισμένους καιρούς που ζούμε. Λες και έχουμε εθιστεί στο σκοτάδι και η χαρά μένει για όποιον δεν έχει προβλήματα. Αλήθεια υπάρχει τέτοιος άνθρωπος; Λες και η χαρά είναι κάτι που σε βρίσκει στο δόξα πατρί, εγκαθίσταται στη ζωή σου επ΄αόριστον και δεν ξεκολλάει ό,τι κι αν κάνεις. Εκείνο που ξέρω είναι πως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα με την χαρά. Αυτή περιμένει να την ανακαλύψεις. Ίσως ακόμα και να την εφεύρεις. Όμως αν μάθεις και την ανακαλύπτεις δεν το ξεχνάς ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν , όσο χρονών κι αν γίνεις.
Αυτά σκεφτόμουν περπατώντας. Μέχρι που έφθασα στο παρκάκι της γειτονιάς, εκεί που τα παιδιά παίζουν μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό. Λαχανιασμένα και ιδρωμένα παιδιά φώναζαν λες και ήταν ακόμα καλοκαίρι αδιαφορώντας για το φθινόπωρο που καταφθάνει και για τα σχολεία που έχουν ήδη ανοίξει. Γιατί ούτε και πολλή σκέψη χρειάζεται νομίζω.