Μου λες πως δεν υπάρχουν αληθινές σκιές για να προφυλαχθείς . Μονάχα λίγες, στριμωγμένες, που ποιον να πρωτοχωρέσουν. Πως θάφτηκαν τα καλοκάιρια κάτω από τόνους μπετό μέσα στην άσφαλτο . Πως φοβάσαι πως τα θαμμένα καλοκαίρια μην μπορώντας τίποτα άλλο να κάνουν θα μας εκδικηθούν που δεν τα υπερασπιστήκαμε.
Μου λες πως ούτε να βλέπεις θέλεις, ούτε να ακούς. Κι όμως και βλέπεις και ακούς, θυμώνεις, σκας. Κλαις. Πράξεις λαθραίες και επαναστατικές στις μέρες μας που σε κρατάνε ζωντανό. Σκέψου μια μέρα να αναρρωτηθείς που έθαψες τον άλλον που ζούσε μέσα σου. Να σε συλλάβουν και να σου πουν '' πήγαινε μας τώρα στο τόπο του εγκλήματος''. Και εσύ να απαντήσεις'' αυτός που λέτε δεν έζησε εδώ''. Τίποτα άλλο, ούτε λέξη. Χωρίς να βρεθεί πτώμα, θα γλυτώσεις.
Μου λες πως απ΄όλες τις ιστορίες που καταφέρνεις τελικά να διαβάσεις, προτιμάς αυτές που κάτι σου θυμίζουν. Για τις διαδρομές δίπλα στο παράθυρο, τότε που σέρναμε βαλίτσες με δυό μηνών άπλυτα . Με τα σταυρωμένα χέρια στο ύψος του στήθους, ή κάτω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι. Για τα ακίνητα, σοφά δάκτυλα που ήξεραν να ακουμπούν μια επιδερμίδα και όχι να χαιδεύουν εικονίδια πάνω σε 4-5 ίντσες. Για το ρεφενέ που βάζαμε να αγοράσουμε βινύλια. Για τις πεταλούδες στο στομάχι. Για τα ξεκαρδιστικά γέλια που μας έπιαναν στις στάσεις των διαδρομών με τα ΚΤΕΛ, έξω από κάτι βρωμερά WC γιατί θυμηθήκαμε το ένα και το άλλο. Τότε που ταξιδεύαμε παρέα. Μετά χωρίσαμε. Άλλοι αγάπησαν πάνω. Άλλοι κάτω. Άλλοι φύγανε για ακόμα πιο μακριά.
Αυτές οι ιστορίες σου αρέσουν, μου λες. Αυτές που έζησες. Όπως τότε που ξύπναγες για να βλέπεις μια πλάτη γυμνή. Για να την κοιτάς τρυφερά και υπαινικτικά. Τώρα σκεπάζεις την γύμνια για να μην κρυώσει, για να μην βλέπεις, για να μην σκέφτεσαι , για να μην χάσεις την σειρά στα συν και πλην. Και αν χαθείς μέσα στην γυμνή πλάτη; Τότε τι θα γίνει; Να υπάρχουν άραγε καλόψυχες Αριάδνες; Μεσουράνησες και ακόμα δεν απάντησες.
Υπάρχουν δεν υπάρχουν η αλήθεια είναι πως όλοι αλλάξαμε. Κοινότυπο αλλά αληθινό. Άλλοι φαρδύναμε, άλλοι κοντύναμε, άλλοι στενέψαμε. Δυσκολέψανε και οι καιροί. Ξεθώριασαν και οι πεταλούδες. Με το ''σκέφτεσαι΄΄όμως τι γίνεται ; Μπορείς ακόμα ή έβαλες φραγή; Με την δική σου σκέψη . Ούτε δήθεν , ούτε φυτευτή. Δεν μιλώ για μνήμες μόνο. Έτσι κι αλλιώς μερικές κάθονται άπραγες και περιμένουν, μπας και ξαναπεράσουμε απο κει. Για την φραγή εισερχομένων ερεθισμάτων, σκέψεων, ιδεών, επιχειρημάτων, βλεμμάτων, συναισθημάτων, γι΄αυτά μιλώ.
Όπως τότε που περίμενε (όπως άλλωστε και εσύ) να ξημερώσει για να δει αν φιλάς όπως την τελευταία φορά ή έφυγες ήδη για αλλού. Ούτε τηλέφωνα, ούτε SMS, ούτε fb. Μονάχα φιλί και χνώτα.
Fake or real.