Στέκονται αμήχανες και διαλύονται. Τα γράμματα προτείνουν τα μπαστουνάκια τους σ΄αυτούς που τα χρειάζονται, τα κουλουράκια τους στους πεινασμένους. Είναι αλήθεια πως δεν είμαι καθόλου σίγουρη για τον ρόλο ενός κειμένου πια.
Για μένα βέβαια δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να καταλάβω κάτι από το να γράφω και να μιλάω συνέχεια. Να ζυμώνω με τη γλώσσα τις λέξεις και με το χέρι τις φράσεις. Μονάχα έτσι παίρνουν σχήμα οι σκέψεις. Ακόμα και όταν οι εποχές δεν έχουν τίποτα να δώσουν. Ακόμα και όταν είναι εποχές μεταβατικές που απλά πρέπει να περιμένεις. Εποχές τράνζιτ. Όπως εκείνο το τελευταίο κομμάτι του χειμώνα που το βρίσκω πάντα πολύ πολύ κουραστικό γιατί δεν λέει να τελειώσει. Σαν να ζεις μια ατέλειωτη νύχτα, ένα ατέλειωτο κρύο κι ας μην είναι έτσι ακριβώς.
Παράξενη εποχή που σχεδόν κανένα κείμενο δεν μπορεί κάπου να καταλήξει. Σαν να μην αξιώνεται ένα κείμενο να δει ένα τέλος της προκοπής. Φεύγεις πάντα και η πόρτα έχει μείνει ανοικτή. Δεν ξέρω αν είναι γιατί η εποχή αφήνει όλο και πιο λίγα να σου κλέψουν ή αν τελικά είναι μια εποχή χωρίς δημιουργικές ουσιαστικές εντάσεις. Και ό,τι χάθηκε χάθηκε τόσο ξαφνικά που ακόμα όλοι είναι σαν να ψάχνουν τα κλειδιά και τα γυαλιά τους στο σπίτι γιατί εκεί τα θυμούνται να τα κρατάνε τελευταία φορά. Από την άλλη πως γίνεται και όταν κοιτάς μέσα σου ανακαλύπτεις τόσες γωνιές ακατοίκητες;
Εποχές τρανζιτ σαν να κτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να σκορπίζονται τα πουλιά. Έχει ένα περίεργο τρόπο να σε ταρακουνάει η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι ξαφνικά. Ενώ είναι ξημερώματα , εσύ δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σηκώνεσαι , στέκεσαι μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και περιμένεις να βράσει το νερό για καφέ. Όι άλλοι κοιμούνται και εσύ ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις γάλα. Κοντοστέκεσαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι από το μαγνητάκι πάνω στην πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις τελικά κάποιο νόημα, χαλάει πάλι το ρόλοι και αρχίζεις να φοβάσαι πως πλησιάζει να σε πλακώσει ένα κομμάτι μάρμαρο. Όμως πόσες και πόσες φορές με χαλασμένους δείκτες ρολογιού κάθησες πάνω στην άμμο και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει, είχες πει στον εαυτό σου ''δες το καλα αυτό, πόσες ανατολές θα δεις στην ζωή σου;'' Και τελικά είδες πολλές. Ανάμεσα, μέσα και'εξω από τρανζιτ εποχές που ναι μεν δεν τις νοσταλγείς αλλά που από την άλλη, σαν να σε έφτασαν με ένα δικό τους τρόπο σ΄εκείνη την άλλη εποχή που ήσουν πια σπίτι ασφαλής, η θύελλα είχε πέσει και η άγρια πρωινή σου βάρδια είχε πια περάσει.